Τ Α Λ Ω Σ
 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

 

ΤΟΜΟΣ ΚΔ΄ (2016)

 

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ

Ο ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ

ΣΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ

 

 

ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΜΠΕΧΛΙΒΑΝΗ

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 

 

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΠΑΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

 

 

 

 

ΧΑΝΙΑ ΚΡΗΤΗΣ 
 
***
ΤΑΛΩΣ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
 
ΤΟΜΟΣ ΚΔ΄ (2016)
 
 
*** 
 
 
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
 
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ
Ο συγκρητισμός στη νομική θεωρία και πράξη………………….         σελ.      7
ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΜΠΕΧΛΙΒΑΝΗ
Η έννοια της κατάχρησης δικαιώματος μέσα από τη νομολογία
των δικαστηρίων της Κρήτης……………………………………..         σελ.      225
 
 
***
 

 

  

 

Τ Α Λ Ω Σ

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

 

ΤΟΜΟΣ ΚΔ΄ (2016)

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

(Αναφορά στα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης

και των χρηστών ηθών).

 

 

 

 

 

 

 

ΕΡΕΥΝΗΤΡΙΑ

Δρ. ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΜΠΕΧΛΙΒΑΝΗ

 


 

***

  

 

 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ (ΣΕΛ. 229)

ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ  ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

 

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ (ΣΕΛ. 247)

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

1.1. ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΤΗΣ (ΜΗ) ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΩΝ ΧΡΗΣΤΩΝ ΗΘΩΝ

ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΙΣΤΗΣ.

1.1.1. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ  ΔΙΚΑ-ΣΤΗΡΙΩΝ.

1.2. Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ

ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ.

1.2.1. ΤΟ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΧΡΗΣΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΝΤΙΜΟΤΗΤΑΣ  ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ  ΕΞΕΛΙΞΗ.

1.3. ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΔΙΚΑΙΟ.

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ (ΣΕΛ. 278)

ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

2.1. ΤΟ ΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ – ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΕΣ

ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ.

2.1.1. ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ.

2.1.1.1. Τα χαρακτηριστικά των αποφάσεων.

2.1.1.2. Η χρήση και ερμηνεία αόριστων εννοιών σε υποθέσεις εμπράγματου δικαίου.

2.1.1.3. Η χρήση και ερμηνεία αόριστων εννοιών σε υποθέσεις ενοχικού δικαίου.

2.1.1.4. Η χρήση και ερμηνεία αόριστων εννοιών σε υποθέσεις των υπό-λοιπων δικαιικών κλάδων.

2.1.2. ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ.

2.1.2.1.Το αντικείμενο των αποφάσεων.

2.1.2.2. Η αναφορά ιστορικών γεγονότων.

2.1.2.3. Η θεωρητική τεκμηρίωση μέσα από τις αποφάσεις του δείγματος.

2.1.2.3.1. Η θεωρητική τεκμηρίωση σύμφωνα με προγενέστερα νομοθετήμα-τα.

2.1.2.3.2.  Η θεωρητική τεκμηρίωση σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο.

2.1.2.4 .Η χρονική εξέλιξη   των εννοιών της καταχρηστικής άσκησης, των χρηστών ηθών, της καλής πίστης και συναφών εννοιών από τα δικα-στήρια της Κρήτης.

2.1.2.4.1. Ζητήματα ενοχικού δικαίου.

2.1.2.4.2. Ζητήματα εμπράγματου δικαίου.

2.1.2.4.3. Ζητήματα εργατικού δικαίου.

2.1.2.4.4. Ζητήματα εμπορικού δικαίου.

2.1.2.4.5. Ζητήματα υπόλοιπων δικαιϊκών κλάδων.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ΣΕΛ. 406)

ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΕΡΓΑ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (ΣΕΛ. 410)

ΝΟΜΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

 

 

 

 

***

  

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Οι  έννοιες της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, των χρηστών ηθών και της καλής πίστης είναι αναπόσπαστο μέρος του νομικού μας πολιτισμού και αποτελούν έννοιες αναφοράς στις συνταγματικές διατάξεις για τα ατο-μικά και κοινωνικά δικαιώματα, όπως οι 5§1Σ, 13§2Σ, 25§3Σ. Η παρα-πομπή του Συντάγματος στις γενικές αρχές των χρηστών ηθών γίνεται προ-κειμένου να συμπληρωθούν κενά νόμου ή αόριστων νομικών εννοιών με κανόνες της αρμόζουσας συμπεριφοράς σε ορισμένο τόπο και χρόνο.  Οι ως άνω αρχές  βρίσκουν νομικό έρεισμα όχι μόνο στις συνταγματικές διατάξεις   και στις διατάξεις του  ελληνικού  Αστικού Κώδικα[1], αλλά και σε άλλες έννομες τάξεις ενώ σχετικές  διατάξεις  προβλέπονται στο διεθνές δίκαιο και στο ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο[2].

Θεμελιώδης διάταξη δημόσιας τάξης που  αποσκοπεί στην καταπολέμηση της κακοπιστίας και ανηθικότητας κατά την άσκηση των δικαιωμάτων και διατρέχει όλο τον Αστικό Κώδικα, είναι η ΑΚ281[3] με τις επιμέρους εκ-φάνσεις της: 150ΑΚ, 197ΑΚ, 200ΑΚ κ.α από το κεφάλαιο των Γενικών Αρχών, 288ΑΚ,  388ΑΚ, 730ΑΚ, κ.α από το ενοχικό δίκαιο, 1041κ.ε ΑΚ, 1100ΑΚ κ.α από το εμπράγματο δίκαιο, 1375ΑΚ, 1384ΑΚ, 1385ΑΚ, 1386ΑΚ, κ.α από το οικογενειακό δίκαιο, 1782ΑΚ, 1860ΑΚ κ.α από το κληρονομικό δίκαιο. Ιδιαίτερα όσον αφορά τις οικογενειακές σχέσεις, οι έννοιες της καταχρηστικής άσκησης και των χρηστών ηθών προϋπήρχαν της αναθεώρησης του 1983[4] ενώ αναφορά στη δημόσια τάξη γίνεται στο ν. 3719/2008 για το σύμφωνο συμβίωσης[5].

Η σημαντικότητα της ΑΚ281 και όλων των συναφών με αυτήν διατάξεων σχετίζεται με την οριοθέτηση της άσκησης των δικαιωμάτων. Ο περιορισμός της απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος από την ΑΚ281 που αποτελεί θεμελιώδη διάταξη του αστικού δικαίου, αφού είναι ο καταλύτης της άσκησης του δικαιώματος, που στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να δημιουργεί κατάσταση αντίθετη προς το δίκαιο, υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της κοινωνικής δικαιοσύνης που είναι ο συντελεστής της εκπλήρωσης της κοινωνικής λειτουργίας του δικαιώματος. Η απόλυτη ελευθερία στην άσκηση του δικαιώματος για την εξυπηρέτησή του βρίσκεται σε αντίθεση με την αποστολή του, που συνδέεται και επηρεάζεται από τη φύση, την έκταση και την αξία των συμφερόντων εκείνου κατά του οποίου προβάλλεται η άσκηση ή του κοινωνικού συμφέροντος. Η οριοθέτηση της άσκησης του δικαιώματος, με τον περιορισμό της ελευθερίας της στο όριο σύγκρουσης με τα πιο πάνω συμφέροντα, επιτελεί οριακή αποστολή στο δίκαιο, γιατί παραμερίζει το ατομικό συμφέρον στο σκοπό εξυπηρέτησης και διασφάλισης ενός άλλου συμφέροντος, που επιβάλλει το περί δικαίου αίσθημα και έτσι το δίκαιο εμφανίζεται να ικανοποιεί το ίδιο το δίκαιο, όπως επιτάσσει η αποστολή του και πρέπει να στοχεύει για να υφίσταται πάντοτε η ασφάλεια δικαίου, η τόσο αναγκαία για την ομαλή εξέλιξη των θεσμών, της κοινωνικής συμβίωσης και των συναλλαγών.[6]

Τα δικαιώματα αποτελούν λειτουργικές έννοιες αφού εξυπηρετούν ορι-σμένο σκοπό και έχουν μια ορισμένη λειτουργία μέσα στην έννομη τάξη. Η εξουσία που αναγνωρίζει η έννομη τάξη στους δικαιούχους  συναρτάται με την ικανοποίηση ενός νομικά σημαντικού συμφέροντος, το οποίο θα πρέπει να κριθεί ως εύλογο. Η ελευθερία των δικαιούχων να ασκήσουν τα δικαιώ-ματά τους περιορίζεται στην εξυπηρέτηση των κοινωνικοοικονομικών σκο-πών των δικαιωμάτων, ώστε σε αντίθετη περίπτωση να μην είναι επιτρεπτή η άσκησή τους. Η αρχή αυτή βρίσκει εφαρμογή σε πολλές εκφάνσεις της καθημερινότητας, ενώ (προσδι)ορίζεται με βάση τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις[7]. Για το λόγο αυτό αποκτά ιδιαίτερο κοινωνιολογικό αλλά και ιστορικό ενδιαφέρον η διεξαγωγή της εμπειρικής έρευνας, που αφορά στην εξειδίκευση των σχετικών κανονιστικών διατάξεων μέσα από τα πραγματικά περιστατικά της ελάσσονος πρότασης των δικαστηρίων της Κρήτης είτε  σε πρώτο είτε σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Ουσιαστικά πρόκειται για αντι-κειμενικοποίηση και συγκεκριμενοποίηση στο χώρο και το χρόνο των νομι-κών εννοιών της κατάχρησης δικαιώματος, τη καλής πίστης και των χρη-στών ηθών με σημείο αναφοράς  τις κρατούσες κάθε φορά αντιλήψεις[8].

 

ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Για την υλοποίηση της ως άνω ερευνητικής πρότασης έχει διεξαχθεί κατά βάση εμπειρική έρευνα  για τον εντοπισμό σχετικών δικαστικών αποφάσεων, δημοσιευμένων και αδημοσίευτων. Η εμπειρική έρευνα πλαισιώνεται από  θεωρητική έρευνα που αφορά στο κανονιστικό μέρος της ερευνητικής πρό-τασης, με βάση την οποία (θεωρητική έρευνα) προσεγγίζονται και αναλύ-ονται οι σχετικές δικαιικές διατάξεις  που δεσπόζουν σε όλη την ιστορική πορεία του νομικού πολιτισμού της Κρήτης.

Οι κανόνες δικαίου δημιουργούνται κάποια ιστορική στιγμή με μια χρο-νική προοπτική κάτω από την επίδραση κοινωνικών παραγόντων που είναι κρίσιμοι και καθοριστικοί του επιδιωκόμενου από αυτούς σκοπού. Απο-τελούν έτσι οι κανόνες δικαίου τμήμα του ιστορικού γίγνεσθαι και παράλ-ληλα παράγοντα διαμόρφωσής του. Για τον εφαρμοστή του δικαίου κάθε κανόνας δικαίου  είναι σε κάποιο βαθμό ανοιχτός να χωρέσει την εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στην περίπτωση  των γενικών ρητρών που παρακολουθούν τις μεταβαλλόμενες μέσα στο χρόνο κρατούσες αντιλήψεις. Οι αρχές της μη καταχρηστικής άσκησης δικαιωμάτων, των χρηστών ηθών και της καλής πίστης ως συνεκτικό αξιολογικό στοιχείο, διατρέχουν όλο το αστικό δίκαιο και πέρα από τις συγκεκριμένες διατάξεις των 281, 178, 197,198, 200ΑΚ κ.α,  λανθάνουν σε πολλές ειδικές ρυθμίσεις[9].

Το πιο πρόσφορο νομοτεχνικό μέσο που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης για να δώσει στο δικαστή την ευχέρεια να διαμορφώσει δίκαιο, είναι το να χρησι-μοποιεί στους κανόνες δικαίου ευρείες έννοιες και κυρίως τις γενικές ρήτρες[10]. Σύμφωνα με τον παιδαγωγικό χαρακτήρα του δικαίου τόσο ο νομο-θέτης όσο και ο ερμηνευτής, δεν περιορίζονται απλώς σε μια επικύρωση των αντιλήψεων που επικρατούν σε μια ορισμένη χρονική περίοδο στην κοινω-νία, αλλά επιδιώκουν τη διόρθωση και τη βελτίωση όσων από τις αντιλήψεις αυτές δε συμβιβάζονται προς τους γενικότερους σκοπούς του δικαίου. Μέσα από τις σχετικές διατάξεις των γενικών αρχών που αποτελούν κανόνες με ελαστική διατύπωση, ο δικαστής εξουσιοδοτείται, εκτός από την εφαρμογή δικαιικών κανόνων, να ασκήσει την αναγνωριζόμενη μ’ αυτόν τον τρόπο δικαιοπλαστική του εξουσία, να διαμορφώσει δηλαδή το ισχύον δίκαιο συνε-πικουρούμενος και από τους άλλους παράγοντες της δίκης και ιδιαίτερα τους δικηγόρους των οποίων η συμβολή ως διαμορφωτικός παράγοντας, είναι σημαντική. Ο εφαρμοστής του δικαίου καλείται να εξειδικεύσει τις ως άνω αρχές[11] ακολουθώντας τη μέθοδο της συγκεκριμενοποίησης των πραγμα-τικών περιστατικών που του τίθενται υπόψη[12]. Η νομολογία η οποία προέρ-χεται από δικαστικές αποφάσεις που περιέχουν ειδικεύσεις γενικών ρητρών, αποτελεί την πιο χαρακτηριστική απόδειξη της σημαντικής σύμπραξης του δικαστή στην εξέλιξη του δικαίου[13].

Λόγοι ιστορικοί, λόγοι κανονιστικού και κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος εξυπηρετούν τη σκοπιμότητα της έρευνας και συγκεκριμένα:

Αναζητήθηκαν και  καταγράφηκαν  δικαστικές αποφάσεις  που λόγω της παλαιότητάς τους, της σύνδεσής τους με ιστορικά πραγματικά περιστατικά ή της ένταξής τους σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους (όπως για παρά-δειγμα όλες οι αποφάσεις της περιόδου της γερμανικής κατοχής), προσδί-δουν αναπόφευκτα ιστορικό χαρακτήρα στην έρευνα και παρουσιάζουν ιστορικό ενδιαφέρον.

Το κανονιστικό μέρος της έρευνας, αφορά στον εντοπισμό και σχολιασμό διατάξεων του θετού δικαίου κατά δικαιικό κλάδο και κατά χρονικές περιό-δους και σχετίζεται κυρίως με το μέρος της θεωρητικής έρευνας. Θα απαντη-θούν ερωτήματα σχετικά με τις διατάξεις ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου[14] που υπόκεινται στους περιορισμούς της ΑΚ281 ή σχετικά με την εννοιολογική ταύτιση ή όχι της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα απαγό-ρευσης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (Σ25) με την ως άνω διάταξη του Αστικού Κώδικα. Ενδεικτικά αναφέρονται διατάξεις του εμπορικού δι-καίου[15] και ιδιαίτερα  διατάξεις περί αθέμιτου ανταγωνισμού[16]  ή του Κώδι-κα Αγροτικής Νομοθεσίας[17] ή διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό δικηγο-ρικών αμοιβών[18].

Οι συγκεκριμένες διατάξεις περί καταχρηστικότητας στην άσκηση του δικαιώματος με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών όπως και οι συναφείς με αυτές διατάξεις  περί προσήκουσας επιμέλειας, προφανούς ωφέλειας, αφεύκτου ανάγκης, προδήλου συμφέροντος, επιμόνου αρνήσεως κ.α, είναι αντικειμενικές. Οι ως άνω διατάξεις αποκτούν περι-εχόμενο με την αναφορά στις κρατούσες αντιλήψεις και υπάρχουσες κοινω-νικοοικονομικές συνθήκες και γιαυτό στην ερμηνεία-εφαρμογή τους από τα δικαστήρια της Κρήτης, αντικατοπτρίζονται οι συνθήκες διαβίωσης που διαμορφώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου και στιγμάτισαν την ιστορική εξέ-λιξη, αλλά και η κυρίαρχη ιδεολογία που διαποτίζει τις κοινωνικές σχέσεις των κατοίκων του νησιού.

Το κοινωνιολογικό ενδιαφέρον της έρευνας, όπως και κάθε έρευνας της οποίας ο χαρακτήρας δεν περιορίζεται στο δογματικό μέρος αλλά επεκτεί-νεται και σ’ αυτό της κοινωνιολογίας του δικαίου[19], αντανακλάται στην προσπάθεια να αναλυθούν και συνδεθούν με το Χώρο και το Χρόνο, οι έννοιες της κατάχρησης δικαιώματος, της καλής πίστης, της συναλλακτικής επιμέλειας, των χρηστών ηθών κ.α. Αφού το Δίκαιο προσδιορίζεται αλλά και προσδιορίζει με τη σειρά του τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής ισχύος του, η έρευνα και καταγραφή των ως άνω γενικών εννοιών δημόσιου δικαίου, αλλά και η προσέγγισή τους ως αντικειμενικών εννοιών με βάση τις κρατούσες αντιλήψεις, εκτός από το ότι αφορά τη δογματική αποτύπωση των νομικών ρυθμίσεων που ίσχυαν κατά καιρούς στο νησί, προσφέρεται και για την κοινωνιολογική ανάλυση της κυρίαρχης ιδεολογίας, της αέναης διαπάλης των κοινωνικών ροπών σε πολιτικό, πολιτισμικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Παράλληλα, αναδύονται στοιχεία που αφορούσαν την κοινωνικοοικονομική ζωή, τις επαγγελματικές συνήθειες και τις συνθήκες διαβίωσης των ατόμων, των οικογενειών αλλά και του ευρύ-τερου κοινωνικού περιβάλλοντος. Εξάλλου, πιθανές διαφοροποιήσεις από περιοχή σε περιοχή στα γεωγραφικά όρια του ίδιου νησιού και της ίδιας κουλτούρας, ως προς την ερμηνεία και αποδοχή των ως άνω εννοιών, ενισχύουν το κοινωνιολογικό αλλά και κανονιστικό και ιστορικό ενδιαφέρον της έρευνας. Επισημαίνεται ότι το Δίκαιο αποτελεί αφενός  χωροχρονικά προσδιορισμένο διαμορφωτικό παράγοντα της κοινωνικής ζωής, αφετέρου αντανακλά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις. Η κοινωνιολογική ανά-λυση καλείται να αποτυπώσει την κοινωνική πραγματικότητα μέσα από την ελάσσονα πρόταση των δικαστικών αποφάσεων και να καταγράψει κοινω-νικά χαρακτηριστικά (κοινωνική δομή και διάρθρωση, αξίες,  κοινωνικο-οικονομικές συναλλαγές, κοινωνική συνοχή).

 

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ  ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Έχει ήδη επισημανθεί ότι η υλοποίηση της συγκεκριμένης ερευνητικής πρότασης αφορά τη διεξαγωγή θεωρητικής και εμπειρικής έρευνας προ-κειμένου να καταδειχθεί η θέσπιση, ερμηνεία και εφαρμογή δικαιικών αρχών σχετικά με την απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων. Ο κατεξοχήν νομικός και νομολογιακός χαρακτήρας της έρευνας ‘περι-ορίζει’ το αντικείμενό της στον εντοπισμό και επεξεργασία δικαστικών απο-φάσεων και ειδικότερα αποφάσεων που εκδόθηκαν από τα δικαστήρια της Κρήτης ή αποφάσεων του Αρείου Πάγου επί υποθέσεων που εκδικάστηκαν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό από δικαστήρια της Κρήτης. Όμως το γεγονός ότι το προς επεξεργασία δείγμα της έρευνας είναι η νομολογία των δικαστη-ρίων της Κρήτης, δεν περιορίζει το χαρακτήρα της (της έρευνας) σε δογμα-τικό, αφού από την ελάσσονα πρόταση των  δικαστικών αποφάσεων προκύ-πτουν στοιχεία ιστορικού και κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος. Κατά συνέ-πεια, αναζητήθηκαν πληροφορίες και επεξεργάστηκαν πραγματολογικά στοιχεία από τα κείμενα των αποφάσεων[20] σε μια προσπάθεια να επιβεβαι-ωθεί η ιδιότητα του Δικαίου ως διαμορφωτικού παράγοντα, αλλά και ως αντανάκλασης της κοινωνικής πραγματικότητας.

Εξάλλου, αυτό καθαυτό το ερευνητικό αντικείμενο της (μη) καταχρη-στικής άσκησης των δικαιωμάτων, δηλαδή η διαπάλη ατομικότητας και συλλογικότητας, προσωπικών συμφερόντων και κοινωνικών επιδιώξεων, αποτελεί από μόνο του αντικείμενο με έντονα κοινωνιολογικά χαρακτη-ριστικά. Ερωτήματα όπως πότε και μέχρι ποιο βαθμό είναι θεμιτή η  άσκηση των δικαιωμάτων, πώς απαντά το Δίκαιο στις ωφελιμιστικές επιδιώξεις και πότε απομακρύνθηκε ή απέβαλε στο πέρασμα του χρόνου τον ατομικιστικό  του χαρακτήρα, σχετίζονται με τη θέσπιση και ερμηνεία της απαγόρευσης της ΑΚ281.

Η παρουσίαση και ο σχολιασμός των αντικειμενικών εννοιών της κατά-χρησης δικαιώματος, των χρηστών ηθών και της καλής πίστης γίνονται με λειτουργικό τρόπο, ακολουθώντας τις σύγχρονες διακρίσεις του δικαίου (κατά βάση ιδιωτικού) σε αστικό (με τις επιμέρους διακρίσεις σε ενοχικό, εμπράγματο, οικογενειακό κληρονομικό), εμπορικό, εργατικό, δικονομικό δίκαιο. Στο θεωρητικό μέρος γίνεται αναφορά στην αντίστοιχη συνταγμα-τική αρχή της 25Σ και στη διαφοροποίησή της από την 281ΑΚ καθώς επίσης και στις σχετικές δικονομικές διατάξεις.  Στο εμπειρικό μέρος, την προανα-φερόμενη λειτουργική διάκριση συνοδεύει και η χρονολογική καταχώρηση προκειμένου να αναδειχτούν η ιστορική διαδρομή του νομικού πολιτισμού  και οι πιθανές διαφοροποιήσεις στην ερμηνεία των σχετικών δικαιικών διατάξεων στο Χρόνο[21].

Διευκρινίζεται ότι οι αποφάσεις που αποτελούν το δείγμα της έρευνας εκδόθηκαν επί υποθέσεων που σχετίζονται με διάφορες περιοχές της Κρή-της, προέρχονται και από τα τέσσερα πρωτοδικεία[22] καθώς και από  ειρηνο-δικεία[23] του νησιού.

Ειδικότερα, όσον αφορά τη μεθοδολογία που υιοθετήθηκε, σημειώνονται τα εξής:

Η συγκεκριμένη έρευνα έχει στοιχεία διερευνητικής αλλά και περιγρα-φικής έρευνας[24], αξιοποιεί την υπάρχουσα βιβλιογραφία για την υποστήριξη του θεωρητικού μέρους,  συνδυάζει την ευελιξία και ευρηματικότητα στην καταγραφή του νομικού πλαισίου και στον εντοπισμό της αρχής περί μη καταχρηστικότητας στα πρόσφατα αλλά και παλαιότερα νομοθετήματα που ίσχυσαν στην Κρήτη, αποτιμά την εφαρμογή και ερμηνεία της ως άνω δικαιικής αρχής από τα δικαστήρια της Κρήτης, καλλιεργεί την κριτική στάση απέναντι στα ευρήματα της νομολογίας.

Ακολουθώντας τα στάδια των κοινωνικών ερευνών, στο στάδιο του σχεδιασμού, έγιναν η βιβλιογραφική έρευνα και η επιλογή μεθόδων εργα-σίας και τεχνικών συγκέντρωσης στοιχείων, ενώ κατά το στάδιο της εκτέλε-σης διεξάχθηκε προέρευνα για τη συλλογή του υλικού που θα αποτελούσε το δείγμα της έρευνας.

Από τις μεθόδους και τις τεχνικές των κοινωνικών ερευνών, υλοποιήθηκε  πρωτογενής έρευνα, επιτόπια και μη,  προκειμένου να εντοπιστούν οι πηγές αναζήτησης της αδημοσίευτης και δημοσιευμένης νομολογίας και οι δικα-στικές αποφάσεις που έκριναν (και) επί των ζητημάτων της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, των χρηστών ηθών, της συναλλακτικής επιμέλειας και της καλής πίστης. Η έρευνα τεκμηρίων ή δευτερογενής έρευνα αφορά στην καταγραφή και κριτικό σχολιασμό των ως άνω δικαιικών αρχών όπως αυτές αποτυπώθηκαν στη νομολογία που προέκυψε από την πρωτογενή έρευνα, στην ανάδειξη πραγματολογικών και ιστορικών δεδομένων και στην εξαγωγή και απεικόνιση σχετικών στατιστικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, από την πρωτογενή και δευτερογενή έρευνες εντοπίστηκαν και επεξεργά-στηκαν αποφάσεις[25] των: α) Αρείου Πάγου που εκδόθηκαν μετά την άσκηση αναίρεσης κατά αποφάσεων του Εφετείου Κρήτης β) Εφετείου Χανίων[26] και Εφετείου Κρήτης που εκδόθηκαν μετά την άσκηση έφεσης κατά αποφάσεων των Πρωτοδικείων Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Λασηθίου  γ) Πρωτο-δικείων της Κρήτης, Μονομελών και Πολυμελών που στην πλειοψηφία τους εξέδωσαν αποφάσεις ως πρωτοβάθμια δικαστήρια[27] δ) Ειρηνοδικείου Χα-νίων.

Ειδικότερα, όσον αφορά τον εντοπισμό και τη συγκέντρωση αδημο-σίευτων αποφάσεων που εκδόθηκαν από τα δικαστήρια της Κρήτης σε πρώτο και δεύτερο βαθμό και προέκυψαν από επιτόπια έρευνα,  αναφέρονται τα εξής:

Προκειμένου να εντοπιστούν σχετικές αδημοσίευτες αποφάσεις του Εφετείου Κρήτης (Χανίων) και των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων της Κρήτης, έγινε αναφορά στα αρχεία του Πρωτοδικείου Χανίων, του Εφετείου Κρήτης, του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης και του Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου κυρίως για την αναζήτηση αποφάσεων παλαιότερων ετών[28]. Στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης φυλάσσονται αριθμημένοι οι τόμοι των πολύ παλαιών αποφάσεων αν και για κάποια έτη είναι ελλιπής η συλλογή. Οι αποφάσεις που προσφέρθηκαν για μελέτη από το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης προέρχονται από το  Πρωτοδικείο (κάποιες από αυτές έχουν εκδοθεί σε δεύτερο βαθμό επί εφέσεως σε αποφάσεις Ειρηνοδικείου).

Το αρχείο των δικαστικών αποφάσεων του Πρωτοδικείου Χανίων  των τελευταίων πέντε δεκαετιών, φυλάσσεται στο Πρωτοδικείο Χανίων όπου έγινε δειγματοληπτική έρευνα. Η έρευνα σε εφετειακές αποφάσεις δεν επιτράπηκε στο αρχείο του Εφετείου Κρήτης ενώ περιορισμένη (χρονικά) ήταν η πρόσβαση στο αρχείο του Πρωτοδικείου Χανίων. Αν και καταβλή-θηκε προσπάθεια για συστημική  και μεθοδική   επιτόπια εμπειρική έρευνα, ανυπέρβλητες δυσκολίες που αναφέρονται στην παλαιότητα των τεκμηρίων όπως για παράδειγμα η μη ύπαρξη ολοκληρωμένων, χρονολογικά, τόμων αποφάσεων, η άσχημη κατάσταση από πλευράς συντήρησης και επιπλέον η αδυναμία αναγνωσιμότητας κάποιων εγγράφων (τα έγγραφα παλαιών χρονο-λογιών ήταν όλα χειρόγραφα), η μη χρονολογική και αριθμητική καταχώ-ρηση κάποιων τόμων αλλά απεναντίας η άτακτη φύλαξή τους, αιτιολογούν το γεγονός ότι  η εμπειρική έρευνα όσον αφορά τις αδημοσίευτες δικαστικές αποφάσεις εμφανίζει αριθμολογική αταξία και αποσπασματικότητα. Συνο-λικά, οι αδημοσίευτες αποφάσεις του δείγματος προέρχονται από τα αρχεία του Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, του Πρωτοδικείου Χανίων και του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης. Η αναφορά στα αρχεία του Ινστιτούτου Κρητι-κού Δικαίου και του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης  δικαιολογείται προκειμένου να εντοπιστούν αποφάσεις Εφετείου Κρήτης (Χανίων) και Πρωτοδικείου Χανίων από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και μετέπειτα ώστε να περιληφθούν στο δείγμα της έρευνας και αποφάσεις της περιόδου της Κρητικής Πολιτείας και των πρώτων δεκαετιών από την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, δειγματοληπτικά μελετήθηκαν 100 αποφά-σεις έτους 1907, 70 αποφάσεις έτους 1910, 50 αποφάσεις έτους 1914, 120 αποφάσεις έτους 1925, 219 αποφάσεις έτους 1936, 127 αποφάσεις έτους 1938, 195 αποφάσεις έτους 1939, 129 αποφάσεις έτους 1940, 191 αποφάσεις έτους 1943, 120 αποφάσεις έτους 1965, 60 αποφάσεις έτους 1970, 40 αποφάσεις έτους 1977 και 101 αποφάσεις έτους 1980. Συνολικά, μελετή-θηκαν 1522 αδημοσίευτες αποφάσεις από την περίοδο της Κρητικής Πολι-τείας μέχρι και τη δεκαετία 1980 και εντοπίστηκαν 47 σχετικές με το αντικεί-μενο της έρευνας, αποφάσεις.

 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1

Χρονολογική κατανομή των αδημοσίευτων αποφάσεων.

Σύνολο αποφάσεων που ελέγχθηκαν: 1522.


Η χρονολογική κατανομή των αδημοσίευτων αποφάσεων που εντοπί-στηκαν και αποτέλεσαν το αντικείμενο του δείγματος, είναι: 2 αποφάσεις έτους 1910, 6 αποφάσεις έτους 1914, 6 αποφάσεις έτους 1925, 6 αποφάσεις έτους 1936, 8 αποφάσεις έτους 1939, 2 αποφάσεις έτους 1940, 6 αποφάσεις έτους 1943, 3 αποφάσεις έτους 1965, 2 αποφάσεις έτους 1970, 3 αποφάσεις έτους 1977 και 3 αποφάσεις έτους 1980.

           

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2

Χρονολογική κατανομή των αδημοσίευτων αποφάσεων του δείγματος.

Σύνολο αποφάσεων που εντοπίστηκαν: 47.


Ειδικότερα, η δειγματοληπτική έρευνα στο αρχείο του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης αφορούσε στις δεκαετίες 1900, 1910, 1920, 1930 και 1940. Μελετή-θηκαν 1151 αποφάσεις του Πρωτοδικείου Χανίων[29] (100 από τη δεκαετία 1900, 70 από τη δεκαετία 1910, 120 από τη δεκαετία 1920, 541 από τη δεκαετία 1930 και 320 από τη δεκαετία 1940). Η εκφορά της δικανικής κρίσης αφορούσε σε πληθώρα αντικειμένων (μισθωτικές διαφορές, εργα-τικές διαφορές, δάνεια, δουλείες, νομή, διανομή, οικογενειακές και κληρονομικές διαφορές κ.α) χωρίς να υπάρχει στοιχειώδης κατηγοριο-ποίηση. Επρόκειτο για υποθέσεις της τακτικής και εκούσιας δικαιοδοσίας καθώς και ασφαλιστικών μέτρων. Κάποιες αποφάσεις είχαν εκδοθεί σε δεύτερο βαθμό επί εφέσεων κατά ειρηνοδικειακών αποφάσεων. Υπήρχαν και αποφάσεις που επέλυαν οριστικά την επίδικη διαφορά καθώς επίσης και προδικαστικές αποφάσεις. Η πλειοψηφία των αποφάσεων ήταν χειρόγραφες γεγονός το οποίο δυσχέραινε την επεξεργασία τους[30]. Εντοπίστηκαν 30 απο-φάσεις σύμφωνα με τις οποίες γινόταν αναγωγή των πραγματικών περιστα-τικών στις έννοιες  της κατάχρησης δικαιώματος, της καλής πίστης και των χρηστών ηθών για την επίλυση της επίδικης διαφοράς. Με δεδομένο ότι επρόκειτο για αποφάσεις παλαιότερων ετών κατά τα οποία δεν ίσχυε ακόμη ο Αστικός Κώδικας αλλά ίσχυε ιδιαίτερο αστικό δίκαιο στην Κρήτη, όπως για παράδειγμα ο Κρητικός Αστικός Κώδιξ, γινόταν χρήση και άλλων γενι-κών αντικειμενικών  εννοιών όπως προφανής ωφέλεια, κακόβουλος εγκατά-λειψις, επίμονος άρνησις, ανωτέρα βία, άφευκτος ανάγκη, πρόδηλο συμφέρον.

Από το αρχείο του Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου όπου μεταξύ άλλων βρίσκονται διάσπαρτοι τόμοι αποφάσεων του Εφετείου Κρήτης (Χανίων) παλαιότερων ετών, μελετήθηκαν δειγματοληπτικά 50 αποφάσεις του Εφε-τείου Χανίων έτους 1914 (τόμος 1-50) από τις οποίες εντοπίστηκαν 6 σχετικές αποφάσεις.

Η δειγματοληπτική έρευνα στο αρχείο του Πρωτοδικείου Χανίων αφο-ρούσε στις δεκαετίες 1960, 1970, 1980. Μελετήθηκαν  321 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων (120 από τη δεκαετία 1960, 100 από τη δεκαετία 1970 και 101 από τη δεκαετία 1980). Η εκφορά της δικανικής κρίσης αφορούσε σε πληθώρα αντικειμένων (καταβολή αποζημίωσης, κατα-βολή τιμήματος, μισθωτικές διαφορές, εμπορικές διαφορές, αναγνώριση κυριότητας, νομή, οικογενειακές διαφορές κ.α) στην τακτική και εκούσια δικαιοδοσία, στην κύρια διαδικασία ή στην προδικασία, σε  πρώτο ή δεύτερο βαθμό(έφεση κατά απόφασης ειρηνοδικείου). Εντοπίστηκαν 11 αποφάσεις σύμφωνα με τις οποίες γινόταν αναγωγή των πραγματικών περιστατικών   στις έννοιες της κατάχρησης δικαιώματος, της καλής πίστης και των χρη-στών ηθών για την επίλυση της επίδικης διαφοράς. Από τις ως άνω 11 αποφάσεις η ΠΠρωτΧαν 338/1980 εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό, επί εφέσεως σε απόφαση ειρηνοδικείου.


 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3

Η αρχειακή προέλευση των αδημοσίευτων αποφάσεων του δείγματος.

Σύνολο αποφάσεων που εντοπίστηκαν: 47.


Για τον εντοπισμό των σχετικών δημοσιευμένων δικαστικών αποφάσεων, έγινε αποδελτίωση νομικών συλλογών παλαιότερων χρονολογιών  πανελλή-νιας κυκλοφορίας[31] και σύγχρονων χρονολογιών πανελλήνιας και τοπικής  κυκλοφορίας[32]. Οι ως άνω συλλογές αναζητήθηκαν στη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου (συλλογές τοπικής εμβέλειας) και στις βι-βλιοθήκες του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και του Νομικού Τμή-ματος του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης (συλλογές πανελλή-νιας εμβέλειας)[33]. Επιπλέον,  μέσα από βιβλιογραφική έρευνα αναζητήθηκαν αποφάσεις των δικαστηρίων της Κρήτης δημοσιευμένες σε προγενέστερες μελέτες[34]. Τέλος,  διενεργήθηκε ηλεκτρονική έρευνα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Το κείμενο των παλιών δικαστικών αποφάσεων που δημοσιεύεται στο νομικό τύπο,  είναι πολύ λιτό και αφορά σε ένα μικρό απόσπασμα. Από τις παλαιές δε, αποφάσεις του Αρείου Πάγου, δεν προκύπτει το Εφετείο εναντίον της απόφασης του οποίου ασκήθηκε αναίρεση ώστε να εντοπιστούν οι σχετικές εφετειακές αποφάσεις από την Κρήτη.

Οι δημοσιευμένες αποφάσεις που αποτελούν το δείγμα της έρευνας εκτείνονται  στο χρονικό διάστημα από το 1883 μέχρι και το 2012. Μία από-φαση (ΕφΚρ 135/1883, Τάλως Β΄, Επιτομή Κρητικής Νομολογίας, σελ. 110 κ.ε) αναφέρεται στην περίοδο της Ημιαυτονομίας ενώ οι υπόλοιπες αναφέ-ρονται στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας και στη Σύγχρονη Περίοδο.

 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 4

Η χρονολογική κατανομή των δημοσιευμένων αποφάσεων

του δείγματος ανά δεκαετία.

Σύνολο αποφάσεων που εντοπίστηκαν: 164.


Οι πρώτες αποφάσεις του Εφετείου Κρήτης που δημοσιεύονται στο περιοδικό Θέμις αφορούν στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας[35]. Ο συνο-λικός αριθμός των πρώτων  αποφάσεων των δικαστηρίων της Κρήτης που δημοσιεύονται, ποικίλλει από χρονιά σε χρονιά. Για παράδειγμα στον τόμ. ΙΣΤ΄ (1905) δημοσιεύονται συνολικά 64 αποφάσεις, στον τόμ. ΙΖ΄ (1906) δημοσιεύονται 3 αποφάσεις, στον τόμ. ΙΗ΄ (1907) όπου γίνεται διαχωρισμός σε Εφετείο Χανίων και Εφετείο Ηρακλείου, δημοσιεύονται 17 αποφάσεις, στον τόμ. ΙΘ΄ (1908) δημοσιεύονται 37 αποφάσεις, στον τόμ. ΚΣΤ΄ (1915) δημοσιεύονται συνολικά 7 αποφάσεις από τις οποίες 3 εκδόθηκαν από το Πρωτοδικείο Χανίων κ.λ.π.

Το δείγμα δημοσιευμένων δικαστικών αποφάσεων αποτελούν συνολικά: 35 αποφάσεις του Αρείου Πάγου που εκδόθηκαν επί αιτήσεων αναιρέσεως αποφάσεων του Εφετείου Κρήτης, 77 αποφάσεις του Εφετείου Κρήτης, 12 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, 7 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων, 3 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδι-κείου Ρεθύμνου, 6 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λασηθίου, 11 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, 6 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, 3 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτο-δικείου Ρεθύμνου, 4 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Χανίων.

 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5

Το δείγμα των δημοσιευμένων αποφάσεων κατά δικαστήριο προέλευσης.


Ως προς το βαθμό δικαιοδοσίας, επισημαίνεται ότι σε δεύτερο βαθμό   εκδόθηκαν συνολικά 83 αποφάσεις (77 από το Εφετείο Κρήτης και 6 από Πολυμελή Πρωτοδικεία που εκδίκασαν επί εφέσεων σε αποφάσεις Ειρηνο-δικείων) ενώ σε πρώτο βαθμό εκδόθηκαν συνολικά 46 αποφάσεις.      

 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ  6

Το δείγμα των δημοσιευμένων αποφάσεων κατά βαθμό δικαιοδοσίας.


 


 

 

 

 

***

 

 

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

 

1.1.  ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ

ΤΗΣ (ΜΗ) ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΩΝ ΧΡΗΣΤΩΝ ΗΘΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΙΣΤΗΣ.

Στην ιδεολογική ουδετερότητα των φιλελεύθερων διατάξεων που στηρί-ζονται περισσότερο στην τυπική ισότητα των συναλλασσόμενων παρά στην υπαρκτή, ουσιαστική ανισότητά τους, αντίβαρο αποτελούν διατάξεις δια-ποτισμένες με κοινωνικό και ηθικό περιεχόμενο. Πρόκειται για γενικές ρήτρες επιείκειας που θέτουν φραγμούς στη χρήση της ‘ίσης’ ελευθερίας δράσης που απονέμεται σε όλους και εκφράζουν το ανώτατο όριο ανοχής της έννομης τάξης στην άσκηση των δικαιωμάτων. Κατά τη διαμόρφωση και συγκεκριμενοποίηση του περιεχομένου τους, ο εφαρμοστής του δικαίου δεσμεύεται με αξιολογικά κριτήρια μεταβλητού περιεχομένου, όπως η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικοοικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τα κριτήρια αυτά εξειδικεύονται όχι με βάση εννοιολογικούς καθορισμούς, αλλά κατά περίπτωση. Έτσι οι γενικές ρήτρες διευκολύνουν του δικαστή να προσαρμόζει τη λύση στις ανάγκες κάθε περίπτωσης αλλά και στις κρατού-σες κοινωνικές συνθήκες και ιδεολογικές αντιλήψεις[36]. Η κοινωνική ηθική ανάγεται σε δευτερογενή πηγή του δικαίου  στην οποία παραπέμπει ο ίδιος ο νομοθέτης παραιτούμενος από την καθιέρωση ειδικών κανόνων  στη βάση των οποίων θα κρινόταν η αντίθεση προς αυτήν (κοινωνική ηθική) της άσκη-σης δικαιώματος[37]. Παράλληλα με τη χρήση γενικών ρητρών επιτυγχάνεται η διαρκής ανανέωση του δικαίου[38] ενώ κατά την εφαρμογή τους απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος της αβεβαιότητας του δικαίου[39]. Όλα τα παραπάνω πραγματώνονται και μέσα από πολυάριθμες ‘αόριστες’ νομικές έννοιες όπως ο σπουδαίος λόγος, η επιμέλεια που απαιτεί-ται στις συναλλαγές, η βαρειά αμέλεια, η εύλογη αποζημίωση , η δίκαιη κρίση, οι λόγοι ευπρέπειας κ.λ.π. Οι γενικές ρήτρες και αόριστες  έννοιες του κοινού δικαίου παραπέμπουν και στις συνταγματικές αρχές και αξίες.

Το άρθρ. 25§3Σ ( Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται) αποτελεί άλλη μία όψη της σχετικότητας της συνταγματικής προστασίας  των ατομικών δικαιωμάτων. Πρόκειται για ‘κατευθυντήρια’ διάταξη[40] που συμπληρώνει το νόημα και την ερμηνεία της 5§1Σ ( Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη ) και άλλων συνταγματικών διατάξεων όπως για παράδειγμα η 13§2Σ.  Η παραπομπή του Συντάγματος –όπως και του κοινού νόμου- στα χρηστά ήθη γίνεται προκειμένου να συμπληρωθούν τα κενά του νόμου και να αποκτή-σουν περιεχόμενο οι αόριστες νομικές έννοιες. Η κατάχρηση δικαιώματος αποτελεί νομότυπη, πλην όμως υπερβολική και για το λόγο αυτό, μη ανεκτή από την έννομη τάξη, άσκηση δικαιώματος. Η 25§3Σ προσπαθεί ουσιαστικά να άρει τη σύγκρουση του ατομικού δικαιώματος με το ‘γενικό συμφέρον’[41].

Ενώ η ΑΚ281 αποβλέπει στην προστασία ιδιωτικών συμφερόντων από την καταχρηστική άσκηση άλλων, επίσης ιδιωτικών δικαιωμάτων ώστε να προστατεύεται το πιο αδύνατο μέρος από την εκμετάλλευση του ισχυρό-τερου, η 25§3Σ αποσκοπεί στην προστασία του εξ ορισμού και καταφανώς ισχυρότερου μέρους, δηλ. της κρατικής εξουσίας, από την άσκηση δικαιω-μάτων που τείνουν, επίσης εξ ορισμού, στην προστασία των εξουσιαζομένων απέναντί της[42]. Ήδη με το νέο άρθρο 25§1γ΄Σ το οποίο πλέον ρητά επιτάσσει την ισχύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων όχι μόνο στις σχέσεις κράτους-πολίτη  αλλά και στις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους, οι αρχές της  καλής πίστης και της συναλλακτικής ευθύτητας μπορούν να εγγυηθούν το σεβασμό των ελευθεριών και δικαιωμάτων του πολίτη, ατομικών και κοινωνικών που απειλούνται από τη δράση άλλων συμπολιτών του οι οποίοι καταχρώνται εις βάρος του τη νομική τους ισχύ, περιορίζουν την ελευθερία του, προσβάλ-λουν την αξιοπρέπειά του, χρησιμοποιούν χωρίς τη συναίνεσή του δεδομένα που τον αφορούν κ.λ.π[43].

Η σχέση της 25§3Σ και 281ΑΚ απασχόλησε τη θεωρία και τη νομο-λογία. Η άποψη ότι η 281ΑΚ αποτελεί ουσιαστικά εξειδίκευση της 25§3Σ και εφαρμόζεται αναλογικά και επί δημόσιων δικαιωμάτων[44] υποστηρίχτηκε από τον Άρειο Πάγο με ιδιαίτερη έμφαση στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης[45]. Η ΑΠ 1457/2009, ό.π., κάνει λόγο για την καταχρηστική άσκη-ση του δικαιώματος της ικανοποίησης του δανειστή μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης και τα δικαιώματα και μέσα άμυνας του θιγόμενου από την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος ενώ η ΑΠ 69/2001(ΕφΚρ 707/1999, ΜΠρωτΧαν 189/1998)[46], ορίζει ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 Α.Κ.,116 και 933 του Κ.Πολ.Δ., 20 και 25 παρ.3 του Συντάγ-ματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο αποτελεί και η δι' αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαιτή-σεως του δανειστού, ώστε λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Παρόμοια και η ΑΠ 1170/1997[47], σύμφωνα με την οποία επειδή το δημοσίου δικαίου δικαίω-μα του δανειστή να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά του οφειλέτη του, για την πραγμάτωση εξοπλισμένης με εκτελεστό τίτλο απαιτήσεως στηρίζεται σε κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και η άσκησή του (με την κατάσχεση και τον πλειστηριασμό ακινήτου του οφειλέτη) δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα τιθέμενα από τα άρθρα 281 ΑΚ όρια...[48].

Έτσι, η ισχύς της ΑΚ281[49] διευρύνεται και στα δικονομικά δικαιώματα[50], στα δικαιώματα που απορρέουν από διατάξεις δημόσιας τάξης[51], στα δικαιώματα που θεσπίζονται με τον Αγροτικό Κώδικα[52] ή τον Κώδικα περί Δικηγόρων[53] κ.α[54]. Αντίστοιχα, οι αρχές της καλής πίστης επιστρατεύονται και για τη θεμελίωση της ευθύνης νομικού προσώπου για τις παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του[55].

Η εξουσία που αναγνωρίζει η έννομη τάξη στο δικαιούχο συναρτάται με την ικανοποίηση ενός νομικά σημαντικού, εύλογου, συμφέροντος. Αν ο δικαιούχος χρησιμοποιεί το δικαίωμα για σκοπούς διαφορετικούς από τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, τότε ενεργεί εκτός των ορίων που τάσσει η λειτουργία του δικαιώματος και ενάντια στο συναρτη-μένο με το δικαίωμα έννομο συμφέρον, οπότε η ενέργεια αυτή δεν είναι επιτρεπτή. Αυτή ακριβώς η θεμελιώδης σκέψη της υπερβάσεως των  εγγενών (από το σκοπό και τη λειτουργία του δικαιώματος) ορίων άσκησης της αναγνωριζόμενης και αποδιδόμενης στο δικαιούχο εξουσίας, υπάρχει στη βασική για το νομικό μας σύστημα διάταξη της ΑΚ281[56]. Ο Αστικός Κώδι-κας με την εν λόγω διάταξη, δεν περιορίζεται σε απλή διακήρυξη ότι απαγορεύεται η κατάχρηση δικαιώματος αλλά καθιερώνει και κριτήρια για το πότε η άσκηση είναι καταχρηστική: ο νόμος προσφεύγει στα αντικειμε-νικά κριτήρια της καλής πίστης, που αποτελεί την επιβαλλόμενη από τις συναλλαγές συμπεριφορά του χρηστού και εχέφρονα ανθρώπου[57], των χρη-στών ηθών, δηλαδή των ιδεών του σκεπτόμενου κατά τη γενική αντίληψη  συνετού ανθρώπου και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώ-ματος[58] προκειμένου να κριθεί απαγορευμένη η άσκηση του δικαιώματος και κατά συνέπεια παράνομη η πράξη, χωρίς να ενδιαφέρεται για τα κίνητρα αυτού που προβαίνει στην καταχρηστική άσκηση. Η κρατούσα κοινωνική ηθική όπως προαναφέρθηκε, επιστρατεύεται ως εξωδικαιϊκό κριτήριο  προ-κειμένου να δώσει περιεχόμενο στις ως άνω έννοιες αφού τα χρηστά ήθη αντιστοιχίζονται με τις θεμελιώδεις αντιλήψεις που απορρέουν από μια συγκεκριμένη έννομη τάξη και επί των οποίων εδράζεται μια δεδομένη κοινωνία. Ως αντικειμενική καλή πίστη ορίζεται η συναλλακτική ευθύτητα και εντιμότητα που χαρακτηρίζει αυτόν που επιδιώκει χωρίς ελιγμούς και τεχνάσματα την εξυπηρέτηση του εύλογου  συμφέροντός του. Έντιμος είναι ο ειλικρινής συναλλασσόμενος που δεν επιδιώκει να βλάψει αλλότρια συμφέροντα για να ικανοποιήσει δικό του συμφέρον[59]. Το χρησιμοποιούμενο κριτήριο για την εξειδίκευση των χρηστών ηθών είναι αντικειμενικό αφού λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες του μέσης ηθικής κοινωνικού ανθρώπου  που σκέφτεται με σωφροσύνη και χρηστότητα[60]. Έτσι δε λαμβάνονται υπόψη μεμονωμένες αντιλήψεις αλλά αναζητείται η συνισταμένη των αντιλήψεων που κρατούν σε ένα κοινωνικό σύνολο. Για τον προσδιορισμό της έννοιας των χρηστών ηθών είναι αδιάφορες οι προσωπικές αντιλήψεις του δικαστή ή των διαδίκων. Αντίθετα, κρίσιμες είναι οι κρατούσες αντιλήψεις σε ορισμένο τόπο, χρόνο και κύκλο συναλλασσόμενων. Προκειμένου να κριθεί η αντίθεση στα χρηστά ήθη σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς[61]. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του ιδιωτικού δικαιώματος είναι το όριο που συν-υπάρχει στο δικαίωμα  από την ανάγκη διαφύλαξης  του γενικότερου συμφέ-ροντος του κοινωνικού συνόλου[62].  Τα κριτήρια καθιερώνονται διαζευκτικά ώστε η αντίθεση σε ένα από αυτά να αρκεί για να χαρακτηριστεί  η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική.

Οι συνέπειες από την κρίση της καταχρηστικότητας της άσκησης δικαιώματος ποικίλουν ανάλογα με τη φύση του δικαιώματος. Για παρά-δειγμα, αν πρόκειται για δικαιοπραξία, αυτή είναι άκυρη (ΑΚ174), αν συντρέχει  υπαιτιότητα, γεννάται υποχρέωση αποζημίωσης(ΑΚ914, 919) ή χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη(ΑΚ932), αν πρόκειται για το δικαίωμα διάζευξης, η καταχρηστική άσκησή του συνεπάγεται τη διατήρηση του γάμου κ.α.

Για την εφαρμογή της ΑΚ281 δεν αρκεί η αδράνεια[63] του δικαιούχου αλλά απαιτείται και η συνδρομή και άλλων περιστατικών από τα οποία να δημιουργείται στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα[64] και κατά συνέπεια η άσκησή του (του δικαιώματος) να επάγεται αφόρητες συνέπειες και να αντίκειται προφανώς στην καλή πίστη ή/και τα χρηστά ήθη[65]. Η συμπεριφορά του δικαιούχου, η οποία προηγήθηκε της ασκήσεως του δικαιώματος και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, όχι μόνο δεν πρέπει να δικαιολογούν τη μετα-γενέστερη άσκησή του, αλλά και να την εμφανίζουν ότι χωρεί κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που τάσσουν  τα αντικειμενικά κριτήρια της ΑΚ281 με  αποτέλεσμα οι επαχθείς επιπτώσεις για τον υπόχρεο να προκαλούν έντονη την εντύπωση ότι προσγίγνεται εις βάρος του αδικία[66]. Ο δικαιούχος  δεν πρέπει να ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο με τη μέχρι τώρα συμπεριφορά του η οποία (συμπεριφορά) δημιούργησε στον άλλον εμπιστοσύνη που πρέπει να προστατευτεί[67].

Η ΑΚ281 είναι η σημαντικότερη διάταξη που θέτει όρια στην άσκηση του δικαιώματος και αποτελεί γενική ρήτρα, έχει χαρακτήρα κατευθυντήριας αρχής και επειδή αποβλέπει στην καταπολέμηση της κακοπιστίας και της ανηθικότητας κατά την άσκηση των δικαιωμάτων, είναι κανόνας δημόσιας τάξης[68]. Ως διάταξη δε, δημόσιας τάξης, η ΑΚ281 λαμβάνεται υπόψη αυτε-πάγγελτα από το δικαστήριο[69] εφόσον οι πραγματικοί ισχυρισμοί της κατά-χρησης προκύπτουν σαφώς από τα στοιχεία που προβλήθηκαν εμπρόθεσμα,  ενώ είναι παραδεκτή η προβολή της ένστασης και μετά την πρώτη συζήτηση αν από δικαιολογημένη αιτία δεν ήταν εφικτή η εμπρόθεσμη προβολή[70].

Τα αντικειμενικά κριτήρια που τάσσονται από την ΑΚ281 (καλή πίστη, χρηστά ήθη) αποτελούν νομική έννοια[71] και η εκφορά δικανικής κρίσης στηρίζεται –χωρίς τη διεξαγωγή αποδείξεων- στις γενικές γνώσεις του δικα-στή  ο οποίος οφείλει να προσδιορίσει τις αντιλήψεις του μέσου συνετού και ηθικά σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου και να εκθέσει στην απόφαση με σαφήνεια σε ποια στοιχεία στηρίχτηκε ώστε να συνάγει ότι συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού-οικονομικού σκοπού του δικαιώματος[72] [73]. 

 

1.1.1. Ενδεικτική αναφορά σε αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων.

Από την πλούσια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της ΑΚ281, παρατίθενται ενδεικτικές αποφάσεις, κυρίως του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, που έκριναν  περιπτώσεις  καταχρηστικότητας δικαιωμάτων στη βάση των ιδιαίτερων συνθηκών άσκη-σής τους με  έμφαση στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων[74]: 

- Δέσμευση με βάση συμβατική σχέση.  ΑΠ 1372/1996[75] σύμφωνα με την οποία... σε περίπτωση που ο δικαιούχος, ασκώντας δικαίωμά του,  αναζητά κάτι το οποίο βάσει συμβατικής σχέσης έχει υποχρέωση να το  αποδώσει στον οφειλέτη, τότε η συμπεριφορά του δικαιούχου αντίκειται στην καλή πίστη...

- Δυσχερής οικονομική κατάσταση υπογραφέα αξιογράφου. ΕφΑθ 181/1998, ό.π. σύμφωνα με την οποία... η περίπτωση κατά την οποία η τράπεζα στρέφεται κατά ορισμένου προσώπου που ενέχεται από υπογραφή αξιογράφου, αν και γνωρίζει ότι αυτός, προς διευκόλυνση του οποίου τέθηκε σε κυκλοφορία το αξιόγραφο και ο οποίος ευθύνεται επίσης ως υπογραφέας, βρίσκεται σε κακή οικονομική κατάσταση, επειδή είναι πελάτης της και τον έχει χρηματο-δοτήσει, συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος κατ' άρθρο 281 ΑΚ...

- Καταχρηστική η διεκδίκηση κλήρου παραμεθόριας περιοχής. ΟλΑΠ 8/2001, ό.π. σύμφωνα με την οποία... η άσκηση του δικαιώματος του αρχικού ενάγοντος προς διεκδίκηση του επίδικου ακινήτου κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη... ο κληρούχος οικειοθελώς το είχε παραχωρήσει κατά το έτος 1938 κατά κατοχή και εκμετάλλευση, χωρίς έκτοτε να ασκήσει την αξίωσή του από την κατά άρθρο 79§2 του Αγροτικού Κώδικα πλασματική νομή του στο 1/2 εξ αδιαιρέτου και η προπεριγραφείσα συμπεριφορά του (πριν και μετά την από-κτηση της κυριότητας) δημιούργησε τόσο στους δικαιοπαρόχους (απώτερο και άμεσο) των αναιρεσιβλήτων, όσο και στους ίδιους τους τελευταίους την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ’ αυτών το δικαίωμα διεκδική-σεως...

- Διεκδίκηση πρόσθετου τιμήματος από  οικοπεδούχο. ΑΠ 279/2008[76], σύμφωνα με την οποία... παράνομη, με τη γενική έννοια του όρου, όπως εκτίθεται στην αρχή της παρούσας σκέψης, μπορεί να κριθεί και η αξίωση πρόσθετου τιμήματος, πέραν από εκείνο που καταβλήθηκε ήδη στον εργολάβο και όταν η συμπεριφορά του οικοπεδούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά τον μεσολαβήσαντα χρόνο, ή οι περιστά-σεις που μεσολάβησαν, χωρίς να εμποδίζουν κατά νόμο τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, τη μεταγενέ-στερη άσκηση του δικαιώματος του οικοπεδούχου να ζητήσει πρόσθετο τίμημα, αφού η συμπεριφορά αυτή τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο...

- Παραδεκτός λόγος αναίρεσης. ΑΠ 1703/2008[77], σύμφωνα με την οποία... από το συνδυασμό της ως άνω διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, προς εκείνες των άρθρων 262, 269 και 559 αριθ. 8 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, εάν για τη στήριξη ισχυρισμού καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος προβάλλονται περισσότερα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά, τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη αθροιστικά, "πράγματα", η μη λήψη υπόψη των οποίων ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, αποτελούν το καθένα από τα περισσότερα πραγματικά περιστατικά που έχουν παραδεκτός προβληθεί, εφόσον με την προσθήκη και αυτών, ο σχετικός ισχυ-ρισμός καθίσταται νόμιμος, πληρώνει, δηλαδή, το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ. Ο αναιρετικός αυτός λόγος, όμως, δεν ιδρύεται όταν τα πραγματικά περιστατικά δεν προτάθηκαν εγκαίρως και παραδεκτά...

- Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος επισχέσεως εργασίας. ΑΠ 1153/2009[78]  σύμφωνα με την οποία... ως καταχρηστικώς ενασκούμενο θεωρείται το δικαί-ωμα επισχέσεως της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών), ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραξία του ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι' αυτόν περιστάσεις, ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα, ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη…

- Άκυρη ως καταχρηστική η καταγγελία της εργασιακής σχέσης. ΑΠ 247/2012[79], σύμφωνα με την οποία... η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου... για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους - που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος - εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281. Τέλος, δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυομένου ή την από πλευράς του παράβαση των συμβατικών του υποχρεώ-σεων, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συνάδελφό του εξ αιτίας της οποίας διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία ή η πειθαρχική έννομη τάξη της εργοδοτικής επιχείρησης… Ακόμη, ΑΠ 76/2010[80]  σύμφωνα με την οποία ...σε περίπτωση προφανούς υπερβάσεως των ορίων αυτών, η καταγγελία της συμβάσεως είναι καταχρηστική, κατά το ως άνω άρθρο 281 ΑΚ και, συνεπώς, άκυρη (άρθρα 174 και 180 ΑΚ), με συνέπεια, ο εργοδότης, να υποχρεούται να δέχεται, όπως και πριν, τις υπηρεσίες του μισθωτού, σύμφωνα με τα άρθρα 648 και 656 Α.Κ. Το πότε συντρέχει περί-πτωση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, κρίνεται από τις συγκεκριμένες συνθήκες και περιστάσεις, κάτω από τις οποίες αυτή έγινε...

- Καταχρηστική αξίωση μισθών υπερημερίας. ΑΠ 1030/2012[81] σύμφωνα με την οποία... τέτοια υπέρβαση υπάρχει και όταν ο εργαζόμενος, μετά την άκυρη καταγγελία, παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την ανεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί να εξασφαλίσει και να παράσχει ευχερώς κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη του, με σκοπό να εισπράττει από αυτόν, χωρίς να εργάζεται, τους μισθούς υπερημερίας. Ως εκ τούτου, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας, απαιτείται δόλια αποφυγή της απασχολήσεώς του και δεν αρκεί το ότι δεν βρήκε άλλη εργασία από αμέλεια.

 

1.2. Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ

ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

Στην αρχαιότητα, το μεσαίωνα και μέχρι τα μέσα του 18ου αι. οι νόμοι περιέχουν μια περιπτωσιολογική ρύθμιση ενώ οι κώδικες δεν είναι άρτιοι-κλειστοί, όπως οι κώδικες των νεότερων χρόνων. Η έλλειψη ενότητας δικαίου στην αρχαιότητα και η ύπαρξη κενών στη νομοθεσία[82] ευνοούν τη χρήση γενικών ρητρών κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Στο πέρασμα των χρόνων, η αντίληψη περί χρηστών ηθών μεταβάλλεται, ενώ κατά κανόνα δε δίνεται ορισμός τους από το νόμο. Στο ρωμαϊκό νομικό σύστημα εμφανίζονται ως κανόνες, αρχές συμπεριφοράς των πολιτών, που εφαρμόζονται τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια ζωή[83]. Μεταξύ των χρηστών ηθών (boni mores) συγκαταλέγεται και η καλή πίστη (bona fides). Στις μεγάλες κωδικοποιήσεις του 19ου αι. τα χρηστά ήθη δεν προσδιορί-ζονται από θρησκευτικά ή φιλοσοφικά ιδεώδη, αλλά από την πραγματικό-τητα που δημιουργείται από την κοινή γνώμη ενώ πρέπει να συμφωνούν με τις απαιτήσεις της ηθικής ή της ευθύτητας στις συναλλαγές, λαμβανομένων πάντοτε υπόψη (από το δικαστή) των κοινωνικών αντιλήψεων. Η ‘δημόσια γνώμη’, το γενικό ρεύμα ιδεών που εκφράζει το ηθικό επίπεδο ενός λαού δημιουργεί ένα είδος αναγκαίας ανοχής και προσαρμογής της νομολογίας στην κρατούσα ηθική. Σε μεταγενέστερες περιόδους γίνεται λόγος για δημό-σια ηθική, για συμπεριφορά και δράση εντίμων, ευπρεπών και καλής πίστεως και υγειών αρχών ανθρώπων ή για αντιλήψεις των υγειώς  και ορθώς σκεπτο-μένων ανθρώπων ή για ιδέες και τάσεις του μέσου κοινωνικού επιπέδου[84].

 

1.2.1. Το ιδεολογικό πλαίσιο της διαμόρφωσης των αρχών της χρηστότητας και εντιμότητας στην κρητική ιστορική εξέλιξη.

Στην ιστορική εξέλιξη του νομικού πολιτισμού της Κρήτης, οι αρχές της απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων και της προσφυγής στην καλή πίστη και  στα χρηστά ήθη απαντώνται έμμεσα σε νομοθετήματα παλαιότερων εποχών και ρητά σε κωδικοποιήσεις νεότερων ετών. Η ισχύς (και) στην Κρήτη του Αστικού Κώδικα, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, επιβάλλει  την ισχύ και εφαρμογή των ως άνω γενικών εννοιών στο νησί και την ενοποίηση του δικαίου των γενικών αρχών σε όλη την επικράτεια. Τα δικαστήρια της Κρήτης έχουν τη δική τους συμβολή στην ερμηνεία και στη διαμόρφωση του δικαίου της μη καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, των χρηστών ηθών και της καλής πίστης.

Η θεσμοθέτηση  στη σύγχρονη περίοδο των ως άνω αρχών, ακολούθησε ένα διαμορφωμένο, καθόλη την ιστορική πορεία της Κρήτης, ιδεολογικό πλαίσιο χρηστότητας και εντιμότητας στις έννομες σχέσεις των συναλλασ-σόμενων. Η αναζήτηση δικαστικών αποφάσεων με σχετικό περιεχόμενο εκτείνεται σε εκείνες τις περιόδους της δικαιικής  κρητικής ιστορίας[85], από τις οποίες μπορούν να αντληθούν πληροφορίες εξαιτίας της συστηματικής καταγραφής και διάσωσης στοιχείων: από την περίοδο της κρητικής πολι-τείας μέχρι και τη σύγχρονη περίοδο, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται ότι η επίκληση των γενικών ρητρών απαντάται σε βάθος χρόνου έστω και με μη συστηματική μορφή ή συναγόμενη έμμεσα από τις πηγές ιστορικής γνώσης του δικαίου είτε αυτές είναι νομικές (νόμος, έθιμο) είτε άλλες αρχαιο-λογικές, φιλολογικές, λαογραφικές κ.λ.π). Για παράδειγμα, στη νομοθεσία-δωδεκάδελτο της Γόρτυνος, οι προσωπικές σχέσεις των συζύγων διαπνέ-ονται σαφώς από τις αντιλήψεις της πατριαρχικής κοινωνίας, πλην όμως –ως κατάλοιπο μητριαρχικών παραδόσεων– η υπεροχή των ανδρών ‘παρακο-λουθεί’ τη μη καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων τους. Ακόμη, στο δίκαιο της προίκας, σε περίπτωση θανάτου τα κινητά μοιράζονται κατά ‘δίκαιη κρίση’. Oι πανανθρώπινες δικαιικές αξίες και γενικές ρήτρες του ελληνικού δικαίου όπως της ελευθερίας, της ισότητας, της καλής πίστης, της εντιμότητας όπως διαμορφώνονται στο πέρασμα του χρόνου, περιλαμβά-νονται στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο[86] [87], στα έργα του κρητικού θεάτρου[88], στο επαναστατικό δίκαιο και εφαρμόζονται στον ελληνισμό της Κρήτης από την Εκκλησία, τις δημογεροντίες και άλλους φορείς σε όλες τις περιόδους που τους αποδόθηκε δικαιοδοτικός ρόλος.[89] Η μη καταχρηστικότητα, η χρηστότητα, η σεμνότητα και η εντιμότητα ως αφηρημένες έννοιες αποκτούν περιεχόμενο κατά την αναφορά τους σε νομικά κείμενα, πολιτικές διακοι-νώσεις και προκηρύξεις, ενδεικτικά αποσπάσματα των οποίων  παρατίθενται παρακάτω, ενώ παράλληλα ως πηγές (και) του κρητικού δικαίου διαμορ-φώνουν τις αναγκαίες συνθήκες για την καλλιέργεια και αποδοχή αντί-στοιχου νομικού πολιτισμού.

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, το δίκαιο του κατακτητή προ-στρέχει σε αόριστες έννοιες στην προσπάθειά του να παρουσιάσει ένα πλαί-σιο χρηστών συναλλακτικών πρακτικών και συμπεριφορών. Ενδεικτικά αναφέρονται, το μπουγιουρουλντί  πασά Χάνδακος της 17.3.1685 σχετικά με τη φορολογία των ραγιάδων, όπου γίνεται επίκληση της δικαιοσύνης και αμεροληψίας,  αρχές  στις οποίες πρέπει να βασίζεται η καταμέτρηση του σίτου στις αποθήκες ενώ  η χρηστότητα των ραγιάδων συνυπάρχει με την υπακοή τους στην αυτοκρατορική εύνοια και η έλλειψή της (χρηστότητας) επισύρει την προσήκουσα τιμωρία. Στο αυτοκρατορικό βεράτιο της 18.7.1714 για τον κεφαλικό φόρο, η είσπραξη του φόρου ανατίθεται εις γνω-στούς επί χρηστότητι, εμπιστοσύνη και ευθύτητι, αλλά και επί ευπορία και ικανότητι εισπράκτορας[90]. Στον Οθωμανικό Αστικό Κώδικα οι πράξεις κρίνονται ανάλογα με το σκοπό τους[91] ενώ ως γενική αρχή από τα επιμέρους άρθρα του νόμου περί αγοραπωλησιών του Ο.Α.Κ, προκύπτει η απαγό-ρευση της άσκησης δικαιώματος στις περιπτώσεις που θίγονται άλλοι[92]. Στον οθωμανικό ποινικό νόμο, αποδοκιμάζονται και τιμωρούνται η κατάχρηση[93] και η προσβολή των χρηστών ηθών.[94]

Κατά την περίοδο της ημιαυτονομίας (1868-1898), στην προκήρυξη των Ναυάρχων των Μεγάλων Δυνάμεων της 4.11.1898, γίνεται έκκληση στη συνδρομή των χρηστών ανθρώπων, χριστιανών και μουσουλμάνων προκει-μένου να διευκολυνθεί η ανάπτυξη και ευημερία του τόπου και να εξασφα-λισθεί διοίκηση ισχυρή, συνετή και νοήμων.[95] Στην κρητική πολιτική δικο-νομία 1880 διευκολύνεται ο έντιμος οφειλέτης[96], στην ειδική δικονομία Κρήτης 1880 υπάρχει πρόνοια για την αντιμετώπιση της κατάχρησης στη διαχείριση της περιουσίας των επιτροπευομένων[97], στο νόμο περί επιτρο-πείας και κηδεμονίας 609/20.8.1881 η επίδειξη επιμέλειας και η προφανής ωφέλεια αποτελούν προϋποθέσεις και κατευθυντήριες αρχές κατά τη ρύθμι-ση της προσωπικής κατάστασης και τη διαχείριση της περιουσίας των ανηλίκων[98]. 

Τόσο στο ‘Κρητικόν Σύνταγμα’ (ΚΣ) του 1899 όσο και στο ‘Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας’ (ΣΚΠ) του 1907, γίνεται αναφορά στις έννοιες της χρηστότητας, των χρηστών ηθών, της δημόσιας ηθικής, της απαγόρευσης κατάχρησης[99]:

Άρθρο 8 ΚΣ 1899[100]:  Τα δημόσια αξιώματα είναι προσιτά εις πάντας τους Κρήτας ανεξαρτήτως θρησκεύματος, κατά λόγον της ικανότητος και χρηστό-τητος αυτών.[101]

Άρθρο 17 ΚΣ 1899[102]: Ουδέν είδος εργασίας, βιοτεχνίας ή γεωργίας δύναται να απαγορευθή εφ’ όσον δεν αντίκειται εις την δημοσίαν ηθικήν, την ασφάλειαν, ή την υγείαν των κατοίκων.

Άρθρο 21 ΚΣ 1899[103]: Η εκπαίδευσις είναι ελευθέρα, αρκεί να ασκήται υπό προσώπων κεκτημένων την υπό του νόμου οριζομένην ικανότητα και χρηστότητα, υπό την επίβλεψιν δε της αρμοδίας αρχής, όσον αφορά τα χρηστά ήθη, την δημοσίαν τάξιν και το σέβας προς τους νόμους της Πολιτείας.

Άρθρο 22 ΚΣ 1899: Έκαστος έχει δικαίωμα να εκφέρη ελευθέρως τας ιδέας του προφορικώς, εγγράφως, ή δια του τύπου, τηρών τους νόμους της Πολιτείας. Ο νόμος τιμωρεί την κατάχρησιν της ελευθερίας ταύτης[104]. 

Άρθρο 26 εδ. α΄ ΚΣ 1899[105]: Οι Κρήτες έχουσι το δικαίωμα του συνεται-ρίζεσθαι, εφ’ όσον εις τον σκοπόν του συνεταιρισμού ή εις τα προς επίτευξιν του σκοπού τούτου μέσα δεν υπάρχει τι το παράνομον, ανήθικον, ή επικίν-δυνον εις την Πολιτείαν.

Άρθρο 90 ΚΣ 1899[106]:Αι συνεδριάσεις των Δικαστηρίων είναι δημόσιοι, εκτός εάν το Δικαστήριον χάριν των χρηστών ηθών ή της κοινής ευταξίας, διατάξη δι’ αποφάσεώς του την κεκλεισμένων των θυρών συζήτησιν.

Με τις διατάξεις του ν. 10/26.5.1899 «Περί εισαγωγής δικαστικής νομο-θεσίας» ρυθμίστηκε η τύχη της προγενέστερης της Κρητικής Πολιτείας νομοθεσίας και εδραιώθηκαν οι αρχές της καλής πίστης και της επιείκειας:

Άρθρο 5§η΄: Ο το εκποιηθέν δωρεάν μεν, αλλά καλή τη πίστει λαβών, ενέχεται προς τους δανειστάς, καθ’ όσον ωφελήθη.

Άρθρο 23: Πλην των εν τω προηγουμένω άρθρω οριζομένων, οσάκις εγείρεται διαφορά ορώσα τα περί γενέσεως, διατηρήσεως ή απωλείας δικαιώ-ματος, λόγω μη επιχειρηθείσης εγκαίρως πράξεως ή ενεργείας τινός, ένεκα της επαναστάσεως, ο δικαστής αποφασίζει περί αυτής, λαμβάνων υπ’ όψει πάσας τας περιστάσεις όσαι παρενεβάλλοντο, προς επιχείρησιν τς πράξεως και οδηγούμενος υπό των αρχών της επιεικείας και του πνεύματος του παρόντος νόμου.

Μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα και την ισχύ του σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια (23.2.1946), οι αστικές διαφορές στην Κρήτη διέ-πονται και επιλύονται με βάση ιδιαίτερο νομικό καθεστώς. Ο ‘Κρητικός Αστικός Κώδιξ’ (23.7.1903) περιέχει πληθώρα διατάξεων σχετικά με τις έννοιες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή της συναλλακτικής επιμέ-λειας ή της επιείκειας. Ενδεικτικά, αναφέρονται τα άρθρα:

Από το μέρος Α΄ «Περί εφαρμογής των Νόμων», άρθρ. 8: Αλλοδαπός νόμος αντιβαίνων εις ημεδαπόν δημοσίας τάξεως ή εις τα χρηστά ήθη δεν εφαρμόζεται εν Κρήτη.

Από το μέρος Δ΄ «Περί δικαιοπραξιών», άρθρ.87: Εξ εικονικής δικαιο-πραξίας δεν παραβλάπτονται τα δικαιώματα, άτινα αρύονται εξ αυτής τρίτοι καλής πίστεως.

Άρθρο 95: Δικαιοπραξία αντιβαίνουσα εις τα χρηστά ήθη ή την δημοσίαν τάξιν ή απαγορευμένη υπό του νόμου είναι άκυρος, αν μη εν τη τελευταία περιπτώσει άλλο τι εκ του νόμου συνάγηται.

Άρθρο 114: Αι συμβάσεις ερμηνεύονται κατά την καλήν πίστιν και την εν ταις συναλλαγαίς συνήθειαν.

Άρθρο 122: Αιρέσεις ακατάληπτοι, παράλογοι, αντικείμεναι εις τα χρηστά ήθη, φύσει ή νόμω αδύνατοι, τας μεν εν ζωή δικαιοπραξίας καθιστώσιν ακύρους, επί δε διατάξεων τελευταίας βουλήσεως περιαιρούνται.

Από το εμπράγματο δίκαιο, άρθρ. 231: Και ο απολέσας την νομήν ακινή-του, όπερ καλή τη πίστει και νομίμω τίτλω απέκτησε, διεκδικεί αυτό κατά του άνευ τίτλου νομέως ή του κατόχου. Ακόμη, άρθρ. 232, 233, 234, 235, 250, 252, 275, 293, 294, 298.

Από το ενοχικό δίκαιο, άρθρ. 659: Η προς δόσιν ενοχή υποχρεοί τον οφειλέτην να παραδώση το πράγμα και φυλάττη αυτό μέχρι της παραδόσεως καταβάλλων προς τούτο την επιμέλειαν επιμελούς.

Άρθρο 691: Η καλή τη πίστει προς τον φαινόμενον δικαιούχον της απαιτή-σεως γενομένη καταβολή είναι ισχυρά, και αν ούτος εκνικηθή ακολούθως.

Άρθρο 754: Ο οφειλέτης ενέχεται ου μόνον δια δόλον, αλλά και δια ραθυ-μίαν. Η ραθυμία είναι μικρά, οσάκις δεν καταβάλλεται η του επιμελούς επιμέ-λεια, μεγάλη δε οσάκις ελλείπει η του κοινού και ήττον επιμελούς, ή εν τοις ιδίοις συνήθης επιμέλεια, άρθρα  879, 895, 1015.

Άρθρο 787: Η σύμβασις υποχρεοί ου μόνον εις τα εν αυτή εκπεφρασμένα, αλλά και εις τα κατ’ επιείκειαν, συνήθειαν ή διάταξιν του νόμου συναγό-μενα.[107]

Άρθρο 799: Η ποινή δύναται να μετριασθή υπό του δικαστηρίου επί μερι-κής εκτελέσεως της συμβάσεως. Εάν η καταπεσούσα ποινή είναι δυσαναλόγως μεγάλη, δύναται το δικαστήριον τη αιτήσει του οφειλέτου να μετριάση αυτήν εις το προσήκον. Κατά την εκτίμησιν του προσήκοντος πρέπει να ληφθή υπ’ όψιν παν δεδικαιολογημένον συμφέρον του πιστωτού και δη ουχί μόνον περιουσιακόν. Καταβληθείσης της ποινής πάσα μείωσις αποκλείεται.

Άρθρο  1047: Εάν ο προσδιορισμός της μετοχής ανατεθή εκ συμφώνου εις τινα εταίρον ή εις τρίτον, η απόφανσις αυτού προσβάλλεται μόνον, εάν αντιβαίνη προφανώς εις την επιείκειαν. Ακόμη,  άρθρα 1064, 1214, 1312, 1314, 1318, 1335.

Άρθρο 1320: Ο εκ προθέσεως ή αμελείας προξενήσας βλάβην εις άλλον αφείλει αποζημίωση. Αν και η διατύπωση της συγκεκριμένης διάταξης του Κρητικού Αστικού Κώδικα δεν αποσαφήνιζε αν η ενέργεια που προκάλεσε τη ζημία ή η παράλειψή της ήταν δυνατό εκτός από παράνομη να προσκρούει στην καλή πίστη ή να πηγάζει από κακοβουλία, με το χρόνο έγινε δεκτή η άποψη από τη θεωρία και τη νομολογία ότι εφόσον το άρθρο 1320 Κρ.Αστ.Κώδ. δεν ύψωνε με βάση τη γραμματική ερμηνεία εμπόδιο, έπρεπε να περιλαμβάνει και ενέργειες αντίθετες προς το κοινό αίσθημα δικαίου και την καλή πίστη.[108]

Οι διατάξεις δικονομικού δικαίου που περικλείουν τις γενικές αρχές των χρηστών ηθών, της επιμέλειας, της μη κατάχρησης εμπιστοσύνης, της σύνεσης κ.α είναι λιγότερες από τις αντίστοιχες ουσιαστικού δικαίου χωρίς όμως να απομειώνεται η δική τους συμβολή στη διαμόρφωση ιδεολογικού πλαισίου καλοπιστίας και ευθύτητας στις έννομες σχέσεις των συμβαλλό-μενων και στην ένδικη διευθέτηση των διαφορών που απορρέουν από αυτές[109]. Από τον Οργανισμό Δικαστηρίων 13.9.1901, που περιέχει διατά-ξεις δικονομικού δικαίου, η χρηστότητα αποτελεί αναγκαίο χαρακτηριστικό των πράξεων των δικηγόρων:

Άρθρο 97: Οι δικηγόροι έχουσι το δικαίωμα να μετέρχονται το έργον των ελευθέρως και απαρεμποδίστως. Οφείλουσι δε, να απέχωσι ψευδών και δολί-ων παραστάσεων και εν γένει παντός μη ευθέος και χρηστού μέσου και περιττών και αχρήστων λόγων.         

Άρθρο 99: Απαγορεύεται αυστηρώς εις τους δικηγόρους πάσα προφορική ή έγγραφος προσβολή κατά των νόμων  της πολιτείας και παν ό,τι τείνει να ταράξη την κοινήν ησυχίαν ή ασφάλειαν ή αντιβαίνει εις τα χρηστά ήθη.[110]

Στην Κρητική Πολιτική Δικονομία 1903, γίνεται ευθεία αναφορά στην προστασία των ηθών και της κοινής ευταξίας κατά την εκδίκαση των υποθέσεων, στην ασύγγνωστη αμέλεια και στην πρόκληση βλάβης από παράγοντες της δίκης, στη σύνεση κατά τη διαδικασία της μεσεγγύησης και κατάσχεσης, στην κατάχρηση εμπιστοσύνης κατά τη φύλαξη πράγματος: 

Άρθρο 159: Η εν τω ακροατηρίω συζήτησις είναι δημοσία δια τους διαδί-κους και δια τους ακροατάς. Μόνον όταν η δημοσία συζήτησις δίκης τινός δύναται να επιφέρη βλάβην εις τα ήθη ή εις την κοινήν ευταξίαν, έχει το δικαστήριον το δικαίωμα να κάμη την συζήτησιν κεκλεισμένων των θυρών και επομένως ν’ απομακρύνη τους ακροατάς. Τοιαύτη όμως απόφασις αιτιολο-γείται προσηκόντως και δημοσιεύεται εν δημοσία συνεδριάσει.

Άρθρο 186: Επί παραδρομών καταδικάζεται ο γραμματεύς εις την πληρω-μήν των ζημιών και εν ασυγγνώστω αμελεία περί την φύλαξιν των παρ’ αυτώ κατατειθεμένων εγγράφων εις χρηματικήν ποινήν.

Άρθρο 659: Ο οφειλέτης εν τη προμνησθείση περιπτώσει και πας άλλος επιτετραμμένος την φύλαξιν των κατασχεθέντων θεωρείται ως μεσεγγυούχος οφείλων πάντοτε να καταβάλλη την επιμέλειαν συνετού ανδρός[111].

Άρθρο 752: Προσωπική κράτησις ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως απαγγέλλεται:... 4) κατά θεματοφύλακος, όστις ή κατέστη ένοχος καταχρήσεως της εμπιστοσύνης ή ηρνήθη την απόδοσιν πράγματος…

Ο ν. 276/1900 «Περί καταστατικού νόμου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας», εκτός από διατάξεις σχετικές με τη ρύθμιση εκκλησιαστικών ζητημάτων, περιέχει και διατάξεις οικογενειακού δικαίου και ειδικότερα δια-τάξεις σχετικές με τη σύσταση του γάμου και τους λόγους διάζευξης (Τίτλος Γ΄ Περί γάμου και διαζυγίων[112], άρθρ. 51-59)[113]. Η θεσμοθέτηση (και) φυλε-τικής απαρίθμησης των λόγων διαζυγίου σε συνδυασμό με την ουσιαστική παρέμβαση στη διαδικασία διάζευξης της Εκκλησίας[114] που ούτως ή άλλως  υιοθετεί ιδεολογικό προσανατολισμό  ανισότητας και κυριαρχικής άσκησης ρόλων στην οικογένεια, αντανακλά το φυλετικά προσδιορισμένο περιεχό-μενο των σχετικών διατάξεων και τον κοινωνικό συντηρητισμό που ανα-παράγεται μέσα από αυτές (διατάξεις). Ο συνηθέστερα προβαλλόμενος κοινός λόγος διαζυγίου[115] είναι η αδυναμία συμβίωσης των συζύγων, έννοια γενική που το περιεχόμενό της κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας με βάση τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις. Λόγο διαζυγίου υπέρ του συζύ-γου αποτελεί κατά το ν. 276/1900 η επίμονος άρνησις  της συζύγου να επα-νέλθει στη συζυγική εστία, έννοια επίσης γενική και ιδεολογικά φορτισμένη:

Άρθρ. 53: Την διάζευξιν δύναται να ζητήση.

Α.  Εκάτερος των συζύγων δια τους επομένους λόγους:

η). Αποδεδειγμένως αδύνατον και ασυμβίβαστον συμβίωσιν των συζύγων, παρατεινομένην υπέρ τριετίαν μετά επανειλημμένους τοπικούς χωρισμούς.

Β. Ο σύζυγος.

θ) Δια την επίμονον άρνησιν της συζύγου να επανέλθη εις τον συζυγικόν οίκον μετά πρόσκλησιν του Επισκόπου. Η αδύνατη συμβίωση ως λόγος διαζυ-γίου κρίθηκε ότι επήλθε από την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς, την παρα-βίαση της συζυγικής πίστης, την εγκατάλειψη, τη ζηλοτυπία[116].

Στο διάταγμα της 12.4.1901 «Περί Δημοπρασιών και εκτελέσεως δημο-σίων έργων», γίνεται αναφορά στην τιμιότητα των εργαζομένων, αλλά και στις ζημιές που προκαλούνται από την απρονοησία ή την ανεπιτηδειότητα:

Άρθρ. 30: Ο μηχανικός έχει το δικαίωμα να απαιτήση την αντικατάστασιν ή την αποπομπήν των απειθών, ανικάνων ή μη τιμίων υπαλλήλων εργατών του εργολάβου.

Άρθρ. 43:Ο εργολάβος ουδεμίαν δύναται να απαιτήση αποζημίωσιν ένεκα απωλειών, φθορών, ή άλλων οιωνδήποτε ζημιών προξενηθεισών εις αυτόν εξ αμελείας, ανεπιτηδειότητος, απρονοησίας ή μη χρήσεως καταλλήλων μέσων. Αι εξ ανωτέρας βίας επελθούσαι ζημίαι βαρύνουσι τον εργολάβον, αλλ’ ο αρμόδιος σύμβουλος δύναται τη γνωμοδοτήσει του διευθυντού των Δημοσίων Έργων, να ικανοποιήση μέχρι του ημίσεως το πολύ τας τοιαύτας ζημίας του εργολάβου αν κρίνη τούτο εύλογον[117].

Στο διάταγμα της 25.8.1901 «Περί κυρώσεως συμβάσεως δι’ εξαγόρασιν των δικαιωμάτων του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους», υπάρχει πρόνοια για αποφυγή κατάχρησης φορολογικών μέτρων από την πλευρά της Πολιτείας:

Άρθρ. 10: Η Κρητική Κυβέρνησις επιφυλάττει εαυτή το δικαίωμα να καταργή τελείως ή ελαττοί τον πρόσθετον φόρον επί του άλατος, του χρησιμο-ποιουμένου δια το αλάτισμα των προς εξαγωγήν κίτρων. Δια συνεννοήσεως δε μετά της Διευθύνσεως του Μονοπωλίου θέλει κανονίσει τον τρόπον της εφαρ-μογής του μέτρου τούτου προς πρόληψιν ενδεχομένης καταχρήσεως, δυναμέ-νης να μειώση τα εκ του προσθέτου φόρου συμφέροντα αυτής.

Στο διάταγμα της 27.6.1899 «Περί ναυταπάτης και πειρατείας» γίνεται  αναφορά στην αθέμιτη ωφέλεια για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της ναυταπάτης:

Άρθρ. 1: Καταδιώκεται και δικάζεται ένεκα ναυταπάτης:

4) Πας πλοίαρχος ή κυβερνήτης πλοίου, όστις θέλων να πράξη ή καλύψη απάτην προς βλάβην των εφοπλιστών του υπό κυβέρνησίν του πλοίου, των φορτωτών, ασφαλιστών, ή παντός άλλου έχοντος συμφέρον, παριστά εν γνώσει πλαστή καταστροφήν ή πλαστόν δυστύχημα του πλοίου ή του φορτίου, ή ενεργεί τω όντι την καταστροφήν ή πλαστόν δυστύχημα και εντεύθεν προξενεί βλάβην εις αυτούς ή περιποιεί εις εαυτόν ή εις άλλον αθέμιτον ωφέλειαν.

Στο διάταγμα της 3.8.1899 «Περί καθηκόντων των Νομαρχών και Επάρ-χων» η χρηστότητα, η αρετή και ηθική ανάγονται σε χαρακτηριστικά γνωρί-σματα της δημόσιας διοίκησης:

Άρθρ.9: Γνωμοδοτεί περί της ικανότητος και χρηστότητος των υποκει-μένων αυτώ υπαλλήλων και επιτηρεί την διαγωγήν των, προτρέπων αυτούς  εις την ακριβή του καθήκοντος εκπλήρωσιν.

Άρθρ.30: Φροντίζει να τηρώνται ακριβώς ο περί τύπου νόμος και τα δια-τάγματα, επαγρυπνεί δε όπως φυλάσσηται η ηθική κοσμιότης μεταξύ του λαού και υποθάλπωνται αι κοινωνικαί αρεταί.

Στο διάταγμα της 24.8.1899 «Περί αδειών οπλοφορίας» οι έννοιες της κακής χρήσης και  της καλής διαγωγής  ‘παρακολουθούν’ την οπλοκατοχή και οπλοχρησία:

Άρθρ. 1: Άδεια όπως φέρη τις ή κατέχη απηγορευμένα όπλα δύναται να δοθή μόνον α) εις τους ποιμένας και β) εις τους κυνηγούς.

Άρθρ. 2: Όπως δοθή τοιαύτη άδεια δέον ο αιτών...γ) να φέρη πιστοποιη-τικόν του δημάρχου ή του ειδικού παρέδρου του χωρίου του ότι είναι καλής διαγωγής.

Άρθρ. 4: Ο εγγυητής είναι υπεύθυνος εν ή περιπτώσει ο λαβών την άδειαν ήθελε κάμει κατάχρησιν του όπλου προς διάπραξιν του αδικήματος εις την πληρωμήν πάσης αποζημιώσεως, εις ήν ούτος ήθελε καταδικασθή ως και των εξόδων της δίκης.

Στο διάταγμα της 30.9.1899 «Περί Οργανισμού της Δημοσίας Εκπαιδεύ-σεως» η χρηστότητα και επιτηδειότητα αποτελούν τη στοχοθεσία της εκπαί-δευσης:

Άρθρ. 7: Η δημοτική εκπαίδευσις σκοπόν έχει, δια διδασκαλίας, ασκήσεως και αγωγής αρμονικώς αναπτύσσουσα τας τε σωματικάς και τας ψυχικάς δυνάμεις, να παρέχη τοις δι’ αυτής παιδευομένοις τας βάσεις θρησκευτικής, ηθικής και εθνικής μορφώσεως, και να μεταδίδη αυτοίς τας παντί ανθρώπω αναγκαίας γνώσεις και δεξιότητας, ώστε να καθιστά αυτούς πολίτας χρηστούς και επιτηδείους εις τον πρακτικόν βίον.

Στο διάταγμα της 23.3.1900 «Περί ειδικού νόμου της Μουσουλμανικής Κοινότητος» εισάγονται οι έννοιες του αγαθού οικογενειάρχη, της κατάχρη-σης και της επιμέλειας κατά την ανάθεση της επιτροπείας.

Άρθρ. 63: Ο επίτροπος παρίστησι τον ανήλικον κατά πάσαν νομικήν πράξιν αφορώσα την προσωπικήν κατάστασιν ή την περιουσίαν αυτού, διοικεί   ως αγαθός οικογενειάρχης την περιουσίαν του ανηλίκου και ευθύνεται δια πάσαν εξ αμελείας ζημίαν, απαλλάσσεται δε μόνον της εξ ελαφράς  αμελείας ευθύνης, εάν αποδείξη ότι κατέβαλεν εις τας υποθέσεις του ανηλίκου την περί τα ίδια επιμέλεια[118].

Άρθρ. 74: Ο επόπτης έχει την επιτήρησιν του επιτρόπου, εξελέγχει την διαχείρισιν αυτού, καταγγέλει πάσαν αμέλειαν ή κατάχρησιν εις την Δημο-γεροντίαν, ζητεί την ακύρωσιν παντός βουλεύματος του Συγγενικού Συμβου-λίου, όπερ ήθελε θεωρήσει επιβλαβές και εκείνων ακόμη άτινα δεν χρήζουσι της κυρώσεως της Δημογεροντίας και εν γένει φροντίζει περί της εξασφαλί-σεως κατά πάντα τρόπον των συμφερόντων του ανηλίκου.

 

1.3.ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΔΙΚΑΙΟ

Ο Αστικός Κώδικας που εφαρμόστηκε σε ολόκληρη την ελληνική επι-κράτεια από το 1946, προσδίδει ιδιαίτερη έμφαση στην κοινωνική λειτουρ-γία των δικαιωμάτων, απαξιώνει την προσήλωση στην ατομική άσκηση μέσα από την απαγόρευση της καταχρηστικότητας, συνδέει τη νομιμότητα των έννομων σχέσεων με τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις μέσα από την επί-κληση των χρηστών ηθών και της καλής πίστης[119]. Για το λόγο αυτό υπάρχουν πολλές διατάξεις στα επιμέρους κεφάλαια του Αστικού Κώδικα όπου είτε γίνεται  ρητή αναφορά στην καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων, στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη είτε γίνεται επίκληση εννοιών το περιεχόμενο των οποίων επίσης προσδιορίζεται με βάση το κυρίαρχο ιδεο-λογικό πλαίσιο στη συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα. Χαρακτηρι-στικές είναι οι έννοιες της δημόσιας τάξης[120], των συναλλακτικών ηθών[121], της αφόρητης συμβίωσης[122], των λόγων επιείκειας[123], της προσωπικής επιμέ-λειας[124], του σπουδαίου λόγου[125] κ.α.

Στην πρώτη απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου που εκδόθηκε μετά την ισχύ του Αστικού Κώδικα σχετικά με την εφαρμογή της ΑΚ281, η έννοια της καταχρηστικής άσκησης ταυτίζεται με ενέργεια ‘ουχί κατά κρίσιν ανδρός αγαθού[126]. Υπογραμμίζεται η διαφοροποίηση από την αντίστοιχη έννοια της κακόβουλης άσκησης του προγενέστερου δικαίου[127] αφού με τον ΑΚ καθιερώνονται τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης, των χρη-στών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος που επι-πλέον είναι και έννοιες νομικές και ως εκ τούτου υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου.

Η σημαντικότητα της ΑΚ281 και ο θεμελιακός της χαρακτήρας που διατρέχει ως έννοια αναφοράς το νομικό μας σύστημα προκύπτει, εκτός από την πληθώρα των διατάξεων που όπως προαναφέρθηκε εντοπίζονται σε όλα τα βιβλία του Αστικού Κώδικα και από την αναδρομικότητα που της αναγνωρίζει το άρθρ. 19ΕισΝΑΚ: «Η διάταξη του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα εφαρμόζεται και σε γεγονότα και σχέσεις προγενέστερες από την εισαγωγή του».

Ως προς τις διατάξεις του οικογενειακού δικαίου που αναθεωρήθηκαν κατά βάση το 1983 (ν.1329/1983), αν και η ΑΚ281 ως διάταξη δημόσιας τάξης, καλύπτει την άσκηση όλων των δικαιωμάτων, σε επιμέρους δικαιώ-ματα επαναλαμβάνεται,  προφανώς για να τονιστεί ιδιαίτερα η απαξίωση του νομοθέτη στις συγκεκριμένες περιπτώσεις. Έτσι, εκτός από τη γενική απαγό-ρευση της (καταχρηστικής) άσκησης των δικαιωμάτων αν υπερβαίνει προ-φανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η απαγόρευση της κατάχρησης δικαιώματος αναφέρεται ρητά στην ΑΚ1386 σχετικά με την αξίωση των συζύγων για συμβίωση[128], στην ΑΚ1532 σχετικά με το λειτούρ-γημα της επιμέλειας[129], στην ΑΚ1552&ε΄ σχετικά με τη συναίνεση των φυσικών γονέων για υιοθεσία του τέκνου[130].

Συχνότερη σε σχέση με την απαγόρευση της καταχρηστικότητας είναι η  αναφορά στις αντικειμενικές έννοιες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης. Από τη γενική επιφύλαξη της ΑΚ33, την έννοια της πλάνης της ΑΚ142, το χαρακτηρισμό της απειλής της ΑΚ150, την ακυρότητα της δικαιοπραξίας της ΑΚ179, την πλήρωση της αίρεσης της ΑΚ207 μέχρι την ΑΚ281, το βιβλίο των γενικών αρχών του Αστικού Κώδικα εμφορείται από τις αξίες της εντιμότητας στις συναλλαγές και της χρηστότητας στις έννομες σχέσεις. Το ίδιο συμβαίνει και στα υπόλοιπα βιβλία του Αστικού Κώδικα: στο ενοχικό δίκαιο όπου ενδεικτικά αναφέρονται οι ΑΚ 288, 376, 605, 659, 730, 889, 919 κ.α, στο εμπράγματο δίκαιο όπου ενδεικτικά αναφέρονται οι ΑΚ 1010, 1040,1041, 1103 κ.α,  στο οικογενειακό δίκαιο όπου ενδεικτικά αναφέρονται η ΑΚ 1375 και οι διατάξεις που έχουν ήδη επισημανθεί και στο κληρονομικό δίκαιο με τις ΑΚ 1782, 1860 κ.α.

Διατάξεις ουσιαστικού δικαίου εκτός από αυτές του Αστικού Κώδικα όπου γίνεται αναφορά στη (μη) κατάχρηση δικαιώματος, στα χρηστά ήθη και στην καλή πίστη, απαντώνται μεταξύ άλλων και στο εμπορικό δίκαιο. Ενδει-κτικά αναφέρονται το άρθρ. 201 του εμπορικού νόμου (β.δ της 19.4.1835) για το δικαίωμα του καλόπιστου ασφαλιστή στο ασφάλιστρο, το άρθρ. 1 του ν. 146/1914 «Περί αθεμίτου ανταγωνισμού» για την απαγόρευση κάθε πράξης ανταγωνισμού που αντιτίθεται στα χρηστά ήθη, το άρθρ. 3§2 του α.ν 1998/1939 «Περί σημάτων» για το απαράδεκτο της κατάθεσης σήματος όταν αντίκειται στην καλή πίστη, το άρθρ. 35α ν. 2190/1920 «Περί ανωνύμων εταιρειών» για την αποκατάσταση ζημιάς εξαιτίας απόφασης που λήφθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας της πλειοψηφίας, το άρθρ. 39§2β΄ του ίδιου νόμου για μη εγγραφή θεμάτων στην ημερήσια διάταξη όταν αντιτίθενται στα χρηστά ήθη, το άρθρ. 21 ν. 5960/1933 «Περί επιταγής» για τον κακόπιστο κομιστή της επιταγής, το άρθρ. 10, 16  ν. 5325/1932 «Περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν» για τον κακόπιστο κομιστή της συναλλαγμα-τικής, το άρθρ. 5 ν. 3588/2007 (πτωχευτικός κώδικας) για τους λόγους δημό-σιου συμφέροντος που δικαιολογούν την αίτηση για πτώχευση από τον εισαγγελέα, το άρθρ. 106ζ΄ του ίδιου νόμου για τη μη επικύρωση της συμ-φωνίας εξυγίανσης που είναι αποτέλεσμα κακόπιστης συμπεριφοράς του οφειλέτη κ.α.

Η χρηστότητα, η καλοπιστία, η ειλικρίνεια διαπνέουν ως σύστημα αξιών και αρχών και το δικονομικό δίκαιο. Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας[131] περιέχει σχετικές διατάξεις στα επιμέρους κεφάλαια των γενικών διατάξεων, της διαδικασίας ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, της εκούσιας δικαιοδοσίας, της διαιτησίας, της αναγκαστικής εκτέλεσης. Κεντρικής σημα-σίας είναι το άρθρο 116 για την υποχρέωση των διαδίκων να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης και να αποφεύγουν ενέρ-γειες που οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης.  Ενδεικτικά, αναφέρονται και τα άρθρα: 114 για τη δυνατότητα να διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών η δίκη που θα μπορούσε να είναι επιβλαβής για τα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη[132], 205 για την επιβολή χρηματικής ποινής στους διάδικους που δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας, 323§5 για την ισχύ δεδικασμένου απόφασης άλλο-δαπού δικαστηρίου με την προϋπόθεση ότι αυτή δεν είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη, 897 για την ακύρωση διαιτητικής από-φασης που είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη, 905§2 για την κήρυξη ως εκτελεστού, αλλοδαπού τίτλου εφόσον δεν είναι αντίθετος με τα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη.

Οι ως άνω διατάξεις ουσιαστικού αλλά και δικονομικού δικαίου απο-τελούν το πλαίσιο θετού δικαίου με βάση το οποίο εκφέρεται η δικανική κρίση στις αποφάσεις που αποτέλεσαν το δείγμα της εμπειρικής έρευνας. Παράλληλα, διαμορφώνουν στο χρόνο το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εξυφαίνονται οι διαπροσωπικές σχέσεις και εκδηλώνονται οι συναλ-λακτικές συμπεριφορές.


 

 

 

***

  

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

 

2.1. ΤΟ ΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Η εμπειρική έρευνα αναφέρεται στον εντοπισμό και στην  επεξεργασία αποφάσεων των δικαστηρίων της Κρήτης σε πρώτο και δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς επίσης και αποφάσεων του Αρείου Πάγου που εκδό-θηκαν επί αιτήσεων αναίρεσης σε αποφάσεις του Εφετείου Κρήτης. Το δείγμα της έρευνας[133] αποτελούν 47 αδημοσίευτες αποφάσεις του Εφετείου Κρήτης (Χανίων) και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων και 164 δημο-σιευμένες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, του Εφετείου Κρήτης, των Πολυ-μελών και Μονομελών Πρωτοδικείων  και Ειρηνοδικείων της  Κρήτης.

 

2.1.1. ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Από τις 47 αδημοσίευτες αποφάσεις του δείγματος[134], οι 10 εκδόθηκαν σε δεύτερο βαθμό (6 αποφάσεις του Εφετείου Κρήτης που εκδόθηκαν επί εφέσεως σε αποφάσεις Πρωτοδικείων Ρεθύμνης, Χανίων και Σφακίων και 4 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων που εκδόθηκαν επί εφέσεως σε αποφάσεις Ειρηνοδικείων Χανίων, Βάμου και Κολυμβαρίου) ενώ οι υπόλοιπες 37 εκδόθηκαν σε πρώτο βαθμό από το Πολυμελές Πρωτο-δικείο Χανίων.

2.1.1.1. Τα χαρακτηριστικά των αποφάσεων.

Ως προς το δικαιικό κλάδο, από το σύνολο των αδημοσίευτων αποφά-σεων[135]: 20 αποφάσεις εκδόθηκαν επί υποθέσεων εμπράγματου δικαίου με επιμέρους αντικείμενα την αναγνώριση ή διεκδίκηση κυριότητας κινητών ή ακινήτων πραγμάτων, τη δουλεία διόδου, τη διατάραξη χρήσης ύδατος, την αναγνώριση ανεπίληπτης νομής, την απόδοση καρπών από κακής πίστης νομέα, την αναγκαστική απαλλοτρίωση, την αναγνώριση νομής, την απο-βολή αυθαίρετου νομέα μεταλλείου. 19 αποφάσεις εκδόθηκαν επί υποθέ-σεων ενοχικού δικαίου με επιμέρους αντικείμενα την καταβολή αποζημί-ωσης, την παράδοση συμφωνημένων πραγμάτων, τις μισθωτικές  διαφορές,  τον προσδιορισμό αμοιβής, το δάνειο, την εγγύηση, τη διάρρηξη δικαιο-πραξίας, την καταβολή υπολοίπου τιμήματος, την καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς, τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, τα δικαιώματα κοινωνών. 4 απο-φάσεις πραγματεύτηκαν ζητήματα δικονομικού δικαίου με ειδικότερα αντικείμενα την ανακοπή προγράμματος πλειστηριασμού, την αναγνώριση δεδικασμένου, την ακύρωση κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, την επικύρωση συντηρητικής κατάσχεσης. Από 3 αποφάσεις εκδόθηκαν επί υποθέσεων οικογενειακού και εμπορικού δικαίου, με ειδικότερα αντικείμενα την κατα-βολή διατροφής, την άδεια εκποίησης ακινήτων ανηλίκου, την αποτίμηση προικώων αντικειμένων,  την κήρυξη πτώχευσης, τη μεταφορά πραγμάτων,  τις απαιτήσεις από συναλλαγματική.  2 αποφάσεις εκδόθηκαν επί υποθέσεων κληρονομικού δικαίου και ειδικότερα επί διανομής κληρονομιάς ενώ  από 1 απόφαση πραγματεύτηκε ζητήματα γενικών αρχών (αναγνώριση σωματείου) και εργατικού δικαίου (αναγνώριση εργασιακής σχέσης και καταβολή μισθών).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 7

Το περιεχόμενο των αποφάσεων κατά δικαιικό κλάδο.


Περίπου οι μισές αποφάσεις, 26, ήταν οριστικές ενώ οι 15 ήταν και εκτελεστοί τίτλοι[136]. Η περιαφή εκτελεστήριου τύπου σχετιζόταν με την πολιτική ιστορία της Κρήτης και της Ελλάδας γενικότερα. Έτσι, στις απο-φάσεις του 1910 διαβάζουμε: Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Α΄, στις αποφάσεις του 1914 διαβάζουμε: Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Κωνσταντίνου, στις αποφάσεις του 1925 διαβάζουμε: Εν ονό-ματι της ελληνικής Δημοκρατίας αλλά και Εν ονόματι του ελληνικού λαού, (ΠΠρωτΧαν 894/1925), στις αποφάσεις του 1939 και 1940 διαβάζουμε: Εν ονόματι του Βασιλέως,  στις αποφάσεις του 1943 διαβάζουμε: Εν ονόματι του ελληνικού έθνους. Σε αποφάσεις των ετών  1925, 1936, 1939, 1940, 1943, στη σύνθεση του Δικαστηρίου απαντήθηκε ο θεσμός του εισαγγελεύοντος δικηγόρου[137] ενώ σε κάποιες αποφάσεις του 1943 (γερμανική κατοχή) στη σύνθεση του δικαστηρίου συμμετείχε δικηγόρος (διορισμένος από τον προεδρεύοντα) και  χρέη εισηγητή εκτελούσε ο πρόεδρος ή ο προεδρεύων[138].

Το νομικό πλαίσιο αναφοράς ήταν κατά βάση[139] ο κρητικός αστικός κώδικας[140] για τις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, η κρητική πολιτική δικονομία[141] για τις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν την ισχύ  του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και ασφαλώς οι σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για τις μεταγενέστερες αποφάσεις. Σε 5 αποφάσεις γινόταν αναφορά σε διατάξεις  του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου[142] ενώ σε 2 αποφάσεις γινόταν επίκληση του Οθωμανικού Κώδικα[143].

Οι ‘αόριστες’ νομικές έννοιες  που αποκτούσαν περιεχόμενο με αναγωγή στις γενικές αντιλήψεις του μέσου συνετού ανθρώπου και στην κρατούσα  κοινωνική ηθική και απαντώνταν στα κείμενα των αποφάσεων του δείγμα-τος, ήταν η καλή πίστη, η δυσανάλογα μεγάλη αμοιβή και η δίκαιη αμοιβή, η πρόληψη της κερδοσκοπίας, η κακή πίστη και η αυθαίρετη κατάληψη, η αντί-θεση στην Ηθική,  η μάταιη δαπάνη, η ανωτέρα βία, η προσήκουσα επιμέλεια, η βάναυση συμπεριφορά, η εκμετάλλευση της ανάγκης,  η προφανής ωφέλεια  και η άφευκτος ανάγκη, η υπέρογκος βλάβη, η εύλογη άρνηση, η άδικη αποτίμηση, η αδύνατη εκτέλεση της παροχής, τα συναλλακτικά ήθη, τα χρηστά ήθη, η κατάχρηση δικαιώματος.

 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 8

Η αναφορά σε «αόριστες» νομικές έννοιες.


2.1.1.2. Η χρήση και ερμηνεία αόριστων εννοιών σε υποθέσεις εμπράγ-ματου δικαίου.

Η καλή πίστη στην άσκηση της νομής συσχετιζόταν με την ‘άδολη’ πεποίθηση ότι δικαίως ασκούνταν η νομή[144], με την  άσκηση συγκεκριμένων πράξεων νομής και με την έλλειψη διαμαρτυριών από τους πραγματικούς κυρίους. Ειδικότερα, ως πράξεις νομής που προσδιόριζαν την καλή πίστη του νομέα, αναφέρονταν το ξεχέρσωμα, η σπορά και ο θερισμός κτήματος από το νομέα[145], η φύτευση δένδρων και η καλλιέργεια και συλλογή των καρπών[146], η καλλιέργεια ανθών[147], η περίφραξη, η ανοικοδόμηση ενώ επι-πλέον, οι πράξεις νομής διενεργούνταν εν γνώσει των πραγματικών κυρίων που ανέχονταν ή αδιαφορούσαν για τις ως άνω πράξεις[148].

Αντίστοιχα, η κακή πίστη στην άσκηση της νομής συσχετιζόταν με τη γνώση της έλλειψης σχετικού  δικαιώματος, με την εκμετάλλευση πολεμι-κών γεγονότων για την υφαρπαγή της νομής,  με την παραβίαση θεσπισμέ-νων χρονικών ορίων χρήσης του πράγματος, με την άσκηση αυθαίρετων και βίαιων πράξεων νομής και διακατοχής, με την αυθαίρετη κατάληψη και κάρπωση, με την αναγνώριση της κυριότητας του πραγματικού κυρίου. Ειδικότερα, η κακή πίστη του νομέα προκειμένου να αναγνωριστεί η μη ύπαρξη δικαιώματος αφορούσε τη γνώση για διάπραξη αδικήματος[149] ή την εκμετάλλευση από μέρους του της αναγκαστικής απουσίας κυρίου (ανταλ-λαγή πληθυσμών) ώστε να ασκήσει διακατοχικές πράξεις[150]. Τα πολεμικά γεγονότα της μάχης της Κρήτης του 1941 επικαλούνταν για την τεκμηρίωση της κακής πίστης νομέα κινητού (κάρου)[151] ενώ  η αυθαίρετη άσκηση νομής αφορούσε τη χωρίς νόμιμο δικαίωμα διενέργεια οικοδομικών εργασιών[152], τη λαθραία καλλιέργεια[153] ή τη συνέχιση της  καλλιέργειας απαλλοτριωμένου κτήματος[154] [155]. Η άσκηση νομής όχι για ίδιο λογαριασμό αλλά με αναγνώ-ριση της κυριότητας των πραγματικών κυρίων που δεν εφησυχάζουν, απο-δεικνυόταν με την αποστολή σε αυτούς (κυρίους) των αγροτικών προϊόντων και του τιμήματός τους[156].  Η αναγνώριση της διατάραξης χρήσης ποτιστι-κού ύδατος συνδεόταν με τη δυνατότητα να ικανοποιηθούν οι σχετικές ανάγκες του κακόπιστου χρήστη από άλλες πηγές καθώς και με την παρα-βίαση θεσπισμένων χρονικών ορίων χρήσης με διανεμητήριο ύδατος[157].

Η (μη) καταχρηστική άσκηση δικαιώματος κατά την ΑΚ281 συσχετι-ζόταν με την πολυετή άσκηση πράξεων διακατοχής σε συνδυασμό με την έλλειψη αντιδράσεων από τον αντίδικο ενώ δεν περιοριζόταν στη μακρο-χρόνια πράξη ή παράλειψη. Έτσι, η επί 13 έτη παράλειψη άσκησης δικαιώ-ματος χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών[158] δεν στοιχειοθετούσε την καταχρηστικότητα της ΑΚ281 ενώ η πολυετής αδράνεια και μη αντί-δραση των δικαιούχων στις γνωστές πράξεις διακατοχής των νομέων (περί-φραξη και οικοδόμηση) ώστε να δημιουργήσουν την πεποίθηση σε αυτούς  της μη άσκησης δικαιώματος, σχετιζόταν με την καταχρηστικότητα του δικαιώματος[159]. Αντίστοιχα, οι πολυετείς πράξεις επισκευών και συντηρή-σεων οικίας με ίδια χρήματα συνδέονταν με την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος για την αναγνώριση κυριότητας[160]. Κατά συνέπεια, η καταχρη-στικότητα ή όχι, στην άσκηση (εμπράγματου) δικαιώματος συνδεόταν με τα πραγματικά στοιχεία του χρόνου (πολυετής νομή) και της άσκησης πράξεων νομής και διακατοχής (αντικειμενικά στοιχεία) όσο και με τη δημιουργία πεποίθησης μέσα από την αδράνεια των κυρίων ότι δε θα ασκηθεί το δικαίωμα (υποκειμενικό στοιχείο).

Ο προσδιορισμός του έννομου συμφέροντος κατά τη διανομή κληρονο-μιαίων ακινήτων συσχετιζόταν με την αποφυγή άσκοπης και μάταιης δαπά-νης[161] ενώ η έννοια του επιμελούς οικογενειάρχη συσχετιζόταν με το βαθμό εκμετάλλευσης και κάρπωσης του ακινήτου[162]. Η προφανής κυριότητα συνα-γόταν από τις επιτρεπόμενες διακατοχικές πράξεις[163] και  η αναγνώριση δυο-λείας διόδου συνδεόταν με την αδυναμία διέλευσης ζώων από την οριοθετη-μένη με πασσάλους δίοδο[164] . 

 

2.1.1.3. Η χρήση και ερμηνεία αόριστων εννοιών σε υποθέσεις ενοχικού δικαίου.

Η (μη) καταχρηστική άσκηση δικαιώματος της ΑΚ281 σχετιζόταν με την (μη) αντίθεση στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη. Ειδικότερα, θεωρήθηκε κακής πίστης  ο εκμισθωτής καταστήματος που εν γνώσει του έκτισε σε ξένο οικόπεδο και στη συνέχεια το εκμίσθωσε[165], ενώ η μη χορήγηση από την πωλήτρια των απαραίτητων εγγράφων πώλησης στον αγοραστή προκειμένου να εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας κρίθηκε ως ενέργεια αντιβαίνουσα στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη[166]. Μόνη η πολυετής αδράνεια στην άσκηση του δικαιώματος ή στη μη εφαρμογή δικαιικού κανόνα για την είσπραξη εισφορών δε στοιχειοθετούσαν την καταχρηστικότητα της άσκησης ή της αναζήτησης των εισφορών από δω και στο εξής ούτε ήταν αντίθετες στην καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη[167]. Τέλος, δε θεωρήθηκε καταχρηστική η καταγγελία εμπορικής μισθώσεως με αντικείμενο μίσθιο που επρόκειτο να ιδιοχρησιμοποιηθεί από τον σύζυγο της εκμισθώτριας για την άσκηση εμπορίας[168]. Ιδιαίτερο ιστορικό, κοινωνικό και εθνικό ενδιαφέρον παρου-σιάζει η ΠΠρωτΧαν 29/1943 (βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ) σύμφωνα με την οποία η υπέρβαση καθορισμένων διατιμήσεων  σε προϊόντα διατροφής –κατά την περίοδο της γερμανικής  κατοχής και λιμοκτονίας του ελληνικού λαού- δεν ήταν άκυρη αφού δεν ήταν  αισχροκερδής ή αντίθετη στα χρηστά ήθη. Αντί-θετα, στην ως άνω απόφαση εντοπίζονταν και θετικά αποτελέσματα  από την  τακτική της υπέρβασης των καθορισμένων τιμών αφού διατίθεντο τα αποθέματα  προς κατανάλωση.

Για την πρόληψη της κερδοσκοπίας δεν επιδικάζονταν τόκοι επί καθυ-στερούμενων μισθωμάτων[169] με βάση εκ των προτέρων καταρτισθείσα σύμ-βαση και η σχετική ένσταση (μη καταβολής τόκων) προβαλλόταν βάσιμα για πρώτη φορά στο Εφετείο[170].

Η αμοιβή για παρασχεθείσες εργασίες καταβαλλόταν ως δίκαιη (ή μη δυσανάλογη) ανάλογα με την εργασία που υλοποιήθηκε σε συνδυασμό με την αξία του αντικειμένου της εργασίας. Έτσι, προκειμένου να μετριασθεί κατ’ άρθρο 1008 Κρ.Αστ.Κώδ. η δυσανάλογα μεγάλη μεσιτική αμοιβή, λαμβανόταν υπόψη το τίμημα των ακινήτων για την πώληση των οποίων μεσολάβησε μεσίτης[171] ενώ για τον υπολογισμό αμοιβής για τη διάσωση ατμόπλοιου συνεκτιμήθηκαν οι δαπάνες και η εργατική αποζημίωση που κατέβαλλε ο δικαιούχος[172].

Η εκμετάλλευση της ανάγκης του αντισυμβαλλόμενου λήφθηκε υπόψη για την εκτίμηση  υπέρογκης βλάβης του από τη σύναψη της σύμβασης, θεωρήθηκε όμως χωρίς έννομη σημασία για το χαρακτηρισμό  σύμβασης ως τοκογλυφικής. Έτσι, η διάρρηξη σύμβασης πώλησης ως άκυρης στηρίχθηκε στην υπέρογκη βλάβη που προξένησε στην πωλήτρια η εκμετάλλευση της ανάγκης στην οποία βρισκόταν και ήταν γνωστή στον αγοραστή ώστε, αντί για σύμβαση δανείου να πειστεί (η πωλήτρια) να καταρτίσει σύμβαση πώ-λησης[173] ενώ αντίστοιχα η εκμετάλλευση ανάγκης του αντιδίκου δε λήφθηκε υπόψη ως περιττή, σε σύμβαση δανείου της οποίας αντικείμενο ήταν δυσανάλογη παροχή και το περιουσιακό όφελος υπερέβαινε το ποσοστό του νόμιμου τόκου[174].

Η διενέργεια επιμελημένου ελέγχου για την ύπαρξη συνομολογηθεισών ιδιοτήτων τεκμαιρόταν -μετά τη διεξαγωγή αποδείξεων- από την ανεπιφύ-λακτη παραλαβή των (‘καθαρών’, ‘αποστειρωμένων’ και ‘βραστερών’) μπιζελιών από τον ενάγοντα ώστε η αγωγή για μείωση τιμήματος να κριθεί απορριπτέα[175].

Η εύλογη άρνηση απόδοσης τιμήματος σε αγωγή διάλυσης αγοραπωλη-σίας με βάση προγενέστερη συμφωνία να αναλάβει κάθε συμβαλλόμενος την παροχή του σχετιζόταν με την ανάληψη ευθύνης από συναλλαγματική ώστε να κριθεί απορριπτέα η αγωγή[176]. Αντίστοιχα, η καταδίκη σε καταβολή υπο-λοίπου εμπορεύματος (χαρουπιών) και η συνακόλουθη κρίση περί μη αδύνα-της παροχής στηρίχτηκαν στο χαρακτηρισμό των πραγμάτων ως μη αναντι-κατάστατων χωρίς να ληφθεί υπόψη η παραχώρησή τους ως ενέχυρο από τον πωλητή στην εμπορική τράπεζα[177].

 

2.1.1.4. Η χρήση και ερμηνεία αόριστων εννοιών σε υποθέσεις των υπόλοιπων δικαιικών κλάδων.

Στην έννοια της ακαταμάχητης δύναμης προκειμένου να επέλθει απαλ-λαγή του μεταφορέα εμπορευμάτων από την ευθύνη καταστροφής ή φθοράς  υπαγόταν κάθε γεγονός που οφειλόταν σε ανώτερη βία, όπως πυρκαγιά, πολεμική σύρραξη, έκρηξη κ.α. Έτσι, η γνώση των συνθηκών μεταφοράς των εμπορευμάτων όσο δύσκολες και αν ήταν, δεν απάλλασσαν τον μετα-φορέα ο οποίος από τη στιγμή που αναλάμβανε τη μεταφορά έπρεπε να την εκτελέσει με την προσήκουσα επιμέλεια[178].

Στην κακή πίστη του κατόχου της συναλλαγματικής στηριζόταν η ακυρότητα της απαίτησης από τη  συναλλαγματική[179]. Αντίστοιχα η μη αναφορά στην καλή πίστη του νομέα των κατασχεθέντων (άρθρ. 274, 275 Κρ.Αστ.Κώδ.) συνεπαγόταν την απόρριψη της τριτανακοπής για ακύρωση κατάσχεσης εις χείρας τρίτου[180], ενώ η μη απόδειξη της καλής πίστης εμπόρου αλλά η αόριστη αναφορά σε πραγματικά γεγονότα στερούσαν τις προϋποθέσεις για την κήρυξη πτώχευσης[181].

Η μη αντίθεση στην ηθική και αντίστοιχα η αντίθεση των διατάξεων του καταστατικού στην κερδοσκοπία, αποτελούσαν τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση σωματείου[182].

Η βάναυση συμπεριφορά του συζύγου λήφθηκε υπόψη για τη λύση του γάμου με υπαιτιότητά του, ενώ ο προσδιορισμός της οφειλόμενης διατροφής συναρτήθηκε με την κοινωνική θέση και την οικονομική ευρωστία του[183].

Η ‘προφανής ωφέλεια’ και η ‘άφευκτος ανάγκη’ προκειμένου να δοθεί άδεια εκποίησης της περιουσίας της ανηλίκου στον πατέρα της ταυτιζόταν με την ανάγκη προίκισής της και αγοράς επίπλων, ρουχισμού και υαλικών[184].

Η δίκαιη ή όχι αποτίμηση της προίκας κρίθηκε με βάση το χρόνο σύστασής της. Κατά συνέπεια ήταν δυνατή η ακύρωση της  άδικης αποτίμησης της προίκας  με αίτηση του βλαπτόμενου αν αποδεικνυόταν από τις συνθήκες της εποχής[185].

Η αναφορά στις κοινωνικές/εργασιακές συνθήκες της εποχής προσδιόριζε τον εργασιακό ή όχι χαρακτήρα της σύμβασης προκειμένου να κριθεί η υπο-χρέωση ή όχι καταβολής μισθών.  Έτσι, η σύμβαση μαθητείας και όχι εργα-σίας προέκυπτε από τη βούληση της ενάγουσας και των συγγενών της να μαθητεύει στην κλινική του εναγόμενου αμισθί, ενώ από μόνη της η επαγ-γελματική ένδυση (λευκή μπλούζα) ως μέτρο υγιεινής δεν αποδείκνυε εργασιακή σχέση και κατ’ επέκταση δεν γεννούσε υποχρέωση καταβολής μισθού[186]. 

 

 

2.1.2. ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

2.1.2.1.Το αντικείμενο των αποφάσεων.

Από το σύνολο των δημοσιευμένων αποφάσεων, 55 αποφάσεις εκδόθη-καν επί υποθέσεων ενοχικού δικαίου, 43 αποφάσεις εκδόθηκαν επί υποθέ-σεων εμπράγματου δικαίου, 21 αποφάσεις εκδόθηκαν επί υποθέσεων εργατι-κού δικαίου, 11 αποφάσεις εκδόθηκαν επί υποθέσεων εμπορικού δικαίου, 11 αποφάσεις πραγματεύτηκαν ζητήματα δικονομικού δικαίου, 7 αποφάσεις εκδόθηκαν επί υποθέσεων οικογενειακού δικαίου, 7 αποφάσεις αποφάν-θηκαν σχετικά με την καταβολή αμοιβής δικηγόρων ή μηχανικών, 6 αποφά-σεις εκδόθηκαν επί υποθέσεων γενικών αρχών, σε 4 αποφάσεις γινόταν αναφορά σε σχετικές  διατάξεις συνταγματικού δικαίου, 2 αποφάσεις εκδόθηκαν επί υποθέσεων κληρονομικού δικαίου,  από 1 απόφαση εκδόθηκε επί υποθέσεων αγροτικής νομοθεσίας, δημοτικής νομοθεσίας, διαιτησίας και Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα[187].

 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 9

Το περιεχόμενο των αποφάσεων κατά δικαιικό κλάδο.

Σύνολο δημοσιευμένων αποφάσεων: 164.


Ειδικότερα, από τις  αποφάσεις του Αρείου Πάγου, σε 12 αποφάσεις εκδικάστηκαν ζητήματα ενοχικού δικαίου, σε 11 αποφάσεις εκδικάστηκαν ζητήματα εμπράγματου δικαίου, σε 5 αποφάσεις εκδικάστηκαν ζητήματα εργατικού δικαίου, σε 3 αποφάσεις εκδικάστηκε η καταβολή αμοιβών δικη-γόρων και μηχανικών, σε 3 αποφάσεις εκδικάστηκαν ζητήματα δικονομικού δικαίου και  από 1 απόφαση εκδόθηκε σε υποθέσεις γενικών αρχών, κληρο-νομικού δικαίου και αγροτικής νομοθεσίας.

 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 10

Το περιεχόμενο των αποφάσεων του Αρείου Πάγου κατά δικαιικό κλάδο.


Από τις 35 αποφάσεις του Αρείου Πάγου που εκδόθηκαν επί αποφάσεων του Εφετείου Κρήτης, σε 25 αποφάσεις επικυρώθηκε η κρίση του Εφετείου Κρήτης και δεν εξαφανίστηκαν οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, 9 απο-φάσεις αναίρεσαν τις εφετειακές αποφάσεις  ενώ μία απόφαση ήταν αναβλη-τική.

 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 11

Η αποδοχή των αποφάσεων του Εφετείου Κρήτης από τον Άρειο Πάγο.

Σύνολο αποφάσεων ΑΠ: 35.


Από τις αποφάσεις που εκδόθηκαν σε δεύτερο βαθμό (77 αποφάσεις του  Εφετείου Κρήτης και 6 αποφάσεις πολυμελών πρωτοδικείων που εκδόθηκαν επί εφέσεως σε αποφάσεις ειρηνοδικείων), σε 28 αποφάσεις εκδικάστηκαν ζητήματα ενοχικού δικαίου, σε 26 αποφάσεις εκδικάστηκαν ζητήματα εμπράγματου δικαίου, σε 11 αποφάσεις εκδικάστηκαν ζητήματα εργατικού δικαίου, σε 6 αποφάσεις εκδικάστηκαν ζητήματα οικογενειακού δικαίου, σε 3 αποφάσεις εκδικάστηκαν ζητήματα γενικών αρχών, σε 3 αποφάσεις εκδικάστηκαν ζητήματα εμπορικού δικαίου, σε 2 αποφάσεις εκδικάστηκε η καταβολή αμοιβών, σε 3 αποφάσεις γινόταν αναφορά σε σχετικές διατάξεις συνταγματικού δικαίου, σε 3 αποφάσεις εκδικάστηκαν ζητήματα δικονο-μικού δικαίου και  σε από 1 απόφαση το αντικείμενο αφορούσε  διαιτησία και δημοτική νομοθεσία.

 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 12

Το περιεχόμενο των αποφάσεων που εκδόθηκαν σε β΄ βαθμό δικαιοδοσίας,  κατά δικαιικό κλάδο.


Από τις αποφάσεις που εκδόθηκαν σε πρώτο βαθμό (22 αποφάσεις Πολυ-μελών Πρωτοδικείων, 20 αποφάσεις Μονομελών Πρωτοδικείων και 4 αποφάσεις Ειρηνοδικείου Χανίων), σε 15 αποφάσεις εκδικάστηκαν ζητή-ματα ενοχικού δικαίου, σε 8 αποφάσεις εκδικάστηκαν ζητήματα εμπορικού δικαίου, σε 6 αποφάσεις εκδικάστηκαν ζητήματα εμπράγματου δικαίου, σε 5 αποφάσεις εκδικάστηκαν ζητήματα εργατικού δικαίου, σε 5 αποφάσεις εκδικάστηκαν ζητήματα δικονομικού δικαίου, σε 2 αποφάσεις εκδικάστηκαν ζητήματα γενικών αρχών, σε 2 αποφάσεις εκδικάστηκε η καταβολή δικηγο-ρικών αμοιβών και σε από 1 απόφαση το αντικείμενο αφορούσε οικογενει-ακό δίκαιο, κληρονομικό δίκαιο, συνταγματικό δίκαιο και  Εισαγωγικό Νόμο ΑΚ.

 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 13

Το περιεχόμενο των αποφάσεων που εκδόθηκαν σε α΄ βαθμό δικαιοδοσίας, κατά δικαιικό κλάδο.


2.1.2.2. Η αναφορά ιστορικών γεγονότων.

Σε κάποιες  από τις -παλαιότερες  κυρίως- αποφάσεις του δείγματος κατάγράφονταν στην ελάσσονα πρόταση πραγματικά περιστατικά από την ιστορική εξέλιξη της Κρήτης. Χαρακτηριστικά αναφέρονται:

Η αιφνίδια έκρηξη της  κρητικής επανάστασης κατά την προγενέστερη περίοδο αναφερόταν σε απόφαση του 1902. Το Εφετείο της Κρήτης ασχολή-θηκε και αποφάνθηκε επί του ισχυρισμού των εναγομένων για την απαλλαγή τους από την υποχρέωση καταβολής ποινικής ρήτρας, επειδή  περιήλθαν σε απόλυτη αδυναμία να εκπληρώσουν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους εξαιτί-ας του ως άνω γεγονότος[188].

Τα γεγονότα κατά τη διάρκεια της κρητικής επανάστασης και ειδικότερα η διαρπαγή προϊόντων θεωρήθηκαν  από το Εφετείο Κρήτης το 1903 ως λόγοι ανώτερης βίας για τη μη εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης. Συγκε-κριμένα, κρίθηκε ότι οι πωλητές-εναγόμενοι όχι από υπαιτιότητα αλλά από εξωτερικά κωλύματα που συνιστούσαν λόγους ανώτερης βίας (διηρπάγησαν ταύτα παρά του επαναστατήσαντος οθωμανικού όχλου της κωμοπόλεως Ιερά-πετρας), δεν παρέδωσαν έγκαιρα την ποσότητα των πωληθέντων χαρουπιών και κατά συνέπεια δεν ενέχονταν στην καταβολή του διαφέροντος[189].

Εξαιτίας της  προσωρινής εγκατάλειψης γαιών από τους οθωμανούς λόγω της επανάστασης και της μετέπειτα παλινόστησής τους  και ανάληψης των γαιών, σύμφωνα με το ν. 60/1899 «Περί εγκαταστάσεως εις τα κτήματα των εις τας επαρχίας παλινοστούντων», το Εφετείο Κρήτης το 1903 έκρινε τις ως άνω γαίες ως μη εγκαταλειμμένες ώστε να μη δικαιολογείται η καλή πίστη κατά την κατάληψή τους[190]. 

Θεωρήθηκε έγκυρος από το Εφετείο Κρήτης το 1904 ο όρος σε μισθω-τήριο συμβόλαιο ότι οι μισθωτές δε θα προέβαλαν λόγο ανώτερης βίας προ-κειμένου να μειωθεί το τίμημα. Στην έννοια της ανώτερης βίας η εφετειακή απόφαση συμπεριέλαβε και τις επαναστάσεις στην Κρήτη που εξαιτίας της συχνότητάς τους ήταν γνωστή στους συμβαλλόμενους η πιθανότητα έκρηξης νέας επανάστασης. Κατά συνέπεια δεν έγινε δεκτός ο λόγος ανακοπής των μισθωτών εξαιτίας των ζημιών τις οποίες υπέστησαν κατά την πρόσφατη επανάσταση[191].

Κατά τη θέσπιση του Κρητικού Αστικού Κώδικα και ειδικότερα των δια-τάξεων για τον καθορισμό των προϋποθέσεων της χρησικτησίας, ο νομο-θέτης είχε ιδεολογικό σημείο αναφοράς τις αρχές του νέου πολιτικού καθεστώτος: την ευνομία, την ισότητα, το σεβασμό και την επιβολή του νόμου. Επιπλέον, εκφράστηκε η απόλυτη δυσπιστία του  νομοθέτη προς το κράτος του παρελθόντος όπου κυριαρχούσε η εκνομία και εξέλιπε η ατομική ελευθερία και η ιδέα του δικαίου. Σύμφωνα με τον Κρ.Αστ.Κώδ. (άρθρ. 295 κ.ε, 1356 κ.ε) ακόμη και αν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος χρησικτησίας πριν την ισχύ του Κώδικα με τα στοιχεία του νέου νόμου δηλ. 15 έτη καλόπιστης νομής και νόμιμος τίτλος,  απαιτούνταν επιπλέον να παρέλθει πενταετία από την ισχύ του Κρ.Ατ.Κώδ. προκειμένου να επέλθει καθαρμός της νομής και να αποσοβηθεί πιθανή αυθαιρεσία του χρησιδεσπόζοντος[192].

Το Εφετείο Κρήτης το 1920 ερμήνευσε διαφορετικά την έννοια της ανώτερης βίας σε μισθωτική σχέση από ό,τι το 1904 (βλ. παραπάνω ΕφΚρ 102/1904). Έτσι, η αναφορά σε μισθωτήριο συμβόλαιο ότι ο μισθωτής δε δικαιούνταν μείωση του μισθώματος λόγω βλάβης των καρπών των δέντρων όταν η βλάβη πήγαζε από ανώτερη βία ερμηνεύτηκε στενά από την εφετει-ακή απόφαση: περιοριζόταν μόνο στη βλάβη των καρπών εξαιτίας εκκοπής ή εκριζώσεως των καρπίμων δέντρων που οφειλόταν σε ανώτερη βία, χωρίς να εκτείνεται γενικά σε κάθε γεγονός ανώτερης βίας όπως αυτό της διαρπαγής των καρπών από τους επιδραμόντες επαναστάτες κατά την επαναστατική περίοδο 1896-1899[193].

Στη σφοδρή αντίδραση των μουσουλμάνων κατοίκων του νησιού κατά τη σύνταξη του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1907 σχετικά με τις αξιώσεις των μουσουλμανικών ιδρυμάτων επί των βακουφικών κτημάτων, αναφέρ-θηκε η ΕφΚρ 38/1920, Θέμις ΛΑ΄, σελ. 137 κ.ε.

Στην ύπαρξη ναρκοπεδίων, ενεργών και μετά τη λήξη της γερμανικής κατοχής με συνέπεια την πρόκληση ατυχημάτων και τη στοιχειοθέτηση αξί-ωσης αποζημίωσης, αναφέρθηκε η ΕφΚρ 202/1947, ό.π[194].

Στο χαρακτήρα των βακουφικών κτημάτων ως δημόσιων και στη δυνατό-τητα να αποκτηθεί η κυριότητα από ιδιώτη μόνο αν είχε εκδοθεί ‘ταπί’ υπέρ των δικαιοπαρόχων των αγοραστών, αναφέρθηκε η ΕφΚρ 121/1990, Τάλως Β΄, Επιτομή Κρητικής Νομολογίας, σελ. 371κ.ε. Σύμφωνα με την απόφαση, η κυριότητα των ως άνω δημόσιων κτημάτων μεταβιβάστηκε στο ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του τουρκικού δημοσίου κατά την ένωση της νήσου Κρήτης με το Βασίλειο της Ελλάδος.

Τέλος, στην ΑΠ 707/1996 (ΕφΚρ 91/1994, ΜΠρωτΛασηθ 539α/1991), Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ, αναφέρθηκαν ιστορικά γεγονότα της κατοχικής περιόδου στην Κρήτη όπως η πυρπόληση ολόκληρων χωριών και η μετέπειτα ανοικοδόμησή τους από συνεργεία του υπουργείου Οικισμού[195] ενώ στο βομβαρδισμό έτους 1941 της πόλης των Χανίων αναφέρθηκε η ΑΠ 1457/2004 (ΕφΚρ 610/1998, ΜΠρωτΧαν 298/1997), Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

 

2.1.2.3. Η θεωρητική τεκμηρίωση.

Στις αποφάσεις του δείγματος -όπως σε κάθε δικαστική απόφαση που δομείται πάνω στην ελλάσσονα και μείζονα πρόταση- παράλληλα με την υπαγωγή των πραγματκών περιστατικών στις ένοιες της καταχρηστικότητας, της καλής πίστης και των χρηστών ηθών ώστε να δικαιολογηθεί η εφαρμογή των σχετικών δκαιικών διατάξεων, επιχειρείται η ερμηνεία διατάξεων συνταγματικού, ουσιαστικού και  δικονομικού δικαίου. Η θεωρητική τεκμη-ρίωση αναφέρεται  τόσο στο σύγχρονο δίκαιο όσο και στα νομοθετήματα που ίσχυαν σε προγενέστερες ιστορικές περιόδους της Κρήτης, αξιοποιεί τα πορίσματα της νομικής σκέψης των εφαρμοστών και θεωρητικών του δικαίου και συμβάλλει στη νομολογιακή και θεωρητική εξέλιξη.

 

2.1.2.3.1.  Η θεωρητική τεκμηρίωση σύμφωνα με προγενέστερα νομοθετή-ματα.

Η άσκηση των δικαιωμάτων από απλή κακοβουλία, δηλαδή χωρίς να εξυπηρετείται κάποιο συμφέρον του δικαιούχου αλλά σκοπώντας μόνο τη βλάβη του άλλου, δεν είναι συγχωρητή σύμφωνα με τις αρχές του καθολικά ισχύοντος στην Ελλάδα βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που διέπει και την άσκηση δικαιωμάτων στην περιοχή της ισχύος του Κρητικού Αστικού Κώδικα, όταν δε γίνεται ρητή αναφορά στις διατάξεις του τελευταίου.  Σχε-τικές είναι οι διατάξεις  ν. 38 Πανδ. (6.1), ν. 9 Πανδ. (8.1)§2 Εισηγ. (1.8), ν. 5, ν. 31§20 Πανδ. (21.1), ν. 65§3, 6 Πανδ. (17.2), ν. 22, 11 Πανδ. (17.11). Ρητή αναφορά του Κρ. Αστ. Κώδ. στις ως άνω αρχές γίνεται στο άρθρο 787 όπου αποδοκιμάζεται η κακοβουλία με ευρύτερη έννοια ώστε να απαγο-ρεύεται η ενάσκηση δικαιώματος όταν έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της επιείκειας και της συνήθειας στις οποίες αρχές σιωπηρά θεωρείται ότι προσβλέπουν οι συμβαλλόμενοι με τη μη αντίθετη πρόβλεψη κατά την κατάρτιση της σύμβασης.  Η άσκηση του δικαιώματος σύμφωνα με τις αρχές της επιείκειας και συνήθειας αποτελεί υποχρέωση του δικαιούχου που απορρέει από τη σύμβαση ώστε η παράβαση των ως άνω αρχών να μη δημιουργεί νόμιμα δικαιώματα για το δικαιούχο και υποχρεώσεις για τον αντισυμβαλλόμενο [196].

Σύμφωνα με τα άρθρα 249 και 250 Κρ.Αστ.Κώδ. είναι αδιάφορη η καλή ή κακή πίστη  κυρίου ακινήτου που επιχειρεί οικοδομή με αλλότρια υλικά ως προς την υποχρέωσή του να καταβάλει την αξία αυτών (υλικών). Κατά συνέ-πεια ορθά απορρίπτεται η ένσταση περί ανύπαρκτης αξίωσης λόγω μη επίκλησης καλής πίστης[197].

Κατά το άρθρ. 799 Κρ.Αστ.Κώδ. η  ποινική ρήτρα που έχει καταπέσει και είναι δυσανάλογη και υπερβολική, μπορεί να μετριαστεί με βάση το προσήκον μέτρο που δεν περιορίζεται στο περιουσιακό αλλά σε κάθε δικαιο-λογημένο συμφέρον του πιστωτή.  Η ατομική βούληση στα συμβόλαια που εξυπηρετεί βιοτικά συμφέροντα και ισχύει αντί  του νόμου επί ποινικής ρήτρας,  υποχωρεί  όταν γίνεται σαφές ότι δεν αποβλέπει στην ικανοποίηση εννόμου συμφέροντος αλλά τείνει στην εκπλήρωση άδικης ιδιοτροπίας  και στη χρηματική εκμετάλλευση του οφειλέτη και ως τέτοια προσκρούει στα χρηστά ήθη[198].

Το άρθρο 1320 Κρ.Αστ.Κώδ. παρά τη γραμματική διαφοροποίηση στη διατύπωση από την αντίστοιχη διάταξη της ΑΚ914 που διαπνέεται από το κοινό περί δικαίου αίσθημα[199],  περιλαμβάνει κάθε πράξη ή παράλειψη που προκάλεσε ζημία είτε αντίκειται σε ρητή διάταξη του νόμου είτε προσκρούει στην καλή πίστη ή τα συναλλακτικά ήθη. Για την εφαρμογή της σχετικής διάταξης αρκεί ότι η ενέργεια, η παράλειψη της οποίας προκάλεσε τη ζημία, να είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση εξαιτίας των ειδικών συνθηκών επιβεβλημένη από την καλή πίστη και να ευρίσκεται προς τη ζημία σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος. Μάλιστα και επί ασκήσεως δικαιώματος, όταν στο ίδιο ωφέλιμο αποτέλεσμα  για τον πιστωτή οδηγούν διάφορα μέσα, εάν ο πιστωτής από κακοβουλία προκειμένου ο οφειλέτης να ζημιωθεί με τον τρόπο αυτό υπέρμετρα, παραλείψει το επιεικέστερο και ασκήσει το επαχθέ-στερο, η ενέργεια ή η παράλειψή του αυτή μπορεί να αποτελέσει τη βάση αξίωσης του οφειλέτη προς αποζημίωση[200].

Επί πουβλικιανής αγωγής ο ισχυρισμός  του ενάγοντα ότι απέκτησε την κυριότητα των επίδικων ακινήτων από τους αληθινούς κυρίους καθιστούν απορριπτέο τον ισχυρισμό του αντιδίκου για ακυρότητα του δικογράφου της αγωγής επειδή τάχα δεν αναφέρεται η καλή πίστη αυτού (ενάγοντα) αφού η επίκληση της καλής πίστης γίνεται ‘δια περιφράσεως’[201].

Ο θεσμός της ‘αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας’ (vetustas) του βυζαν-τινορωμαϊκού δικαίου (ν.3 παν. 43.7) για την πρόσκτηση της ιδιότητας του κοινόχρηστου πράγματος σε δημοτικές και κοινοτικές οδούς αφορά στην άσκηση της κοινής χρήσεως επί τόσο χρόνο, ώστε η παρούσα γενεά από δική της αντίληψη και από πληροφορίες της προηγούμενης έτσι γνώρισε την υφιστάμενη  κατάσταση στα τελευταία 80 χρόνια. Επειδή όμως ο θεσμός αυτός δεν αναγνωρίζεται από τον ΑΚ, για την εφαρμογή του πρέπει οι παραπάνω προϋποθέσεις να είχαν ολοκληρωθεί μέχρι την 23.2.1946, ημερομηνία  εισαγωγής του αστικού κώδικα. Μετά την ημερομηνία αυτή, ο ως άνω θεσμός μπορεί να βρει επαρκές  έρεισμα  στην ΑΚ281 ώστε να προταθεί με την excertio dolis generalis κατά του ιδιοκτήτη ο οποίος για μακρό χρονικό διάστημα άφησε το πράγμα εκτεθειμένο στην κοινή χρήση[202].

Ως ‘αδέσποτες’ γαίες προκειμένου να κριθεί η με καλή πίστη ενοικοδό-μηση, θεωρούνται κατά τον Οθωμανικό Κώδικα  μόνον οι νεκρές γαίες δηλαδή αυτές που βρίσκονται μακριά από κατοικημένη περιοχή (όσον η φωνή μεγαλοφώνου ανθρώπου) και δεν αφορούν νομή ή δάσος προς ξύλευση. Η κυριότητα επί των ‘αδεσπότων’ γαιών περιέρχεται σε αυτόν που κατέλαβε Σουλτανική αδεία ήτοι του κυριάρχου της γης (άρθρ. 1270 και 1272)[203]. 

Οι εγκαταλειμμένες γαίες (εραζέε μετρουκέ) κατά το άρθρο 97 του περί γαιών οθωμανικού νόμου ανήκουν κατά κυριότητα στο οθωμανικό δημόσιο, ενώ αναγνωρίζεται δικαίωμα βοσκής υπέρ των κατοίκων  του χωριού για το οποίο είναι προορισμένες. Οι γαίες αυτές ούτε αγοράζονται ούτε πωλούνται ούτε σε παραγραφή ή (άγνωστη  κατά το οθωμανικό δίκαιο) χρησικτησία υπόκεινται σύμφωνα με το οθωμανικό αστικό δίκαιο ενώ μετά το 1899 περιήλθαν  αυτοδίκαια στην Κρητική Πολιτεία[204].

Σύμφωνα με τον ίδιο Κώδικα (άρθρ.263, 365, 378, 616, 634, 658 Οθ. Κώδ.) ο πωλητής ή ο εγγυητής ευθύνεται για κάθε εκνίκηση ή αφαίρεση του πωλούμενου πράγματος εξαιτίας ισχυρότερου δικαιώματος τρίτου. Οφείλει δε, να παρέχει σχολαίαν την νομήν του πωλουμένου πράγματος με την έννοια ότι δεν ευθύνεται μόνο για τη στιγμιαία παράδοση ή μεταβίβαση της κυριότητας, αλλά αναλαμβάνει και τη νομική υποχρέωση και πέραν του χρό-νου πωλήσεως  ότι η νομή θα παραμείνει στον αγοραστή και ότι θα είναι ειρηνική, δηλαδή δε θα αφαιρεθεί από τρίτο πρόσωπο δυνάμει δικαιώματος.  Η καλή πίστη του πωλητή ως προς τους λόγους της εκνικήσεως δεν τον απαλλάσσει από την πληρωμή του διαφέροντος, όταν συντρέχει στο πρόσω-πό του  αδυναμία παραδόσεως της νομής του πωληθέντος[205].

Από καμία διάταξη του Οθωμανικού Κώδικα δεν αναγνωρίζεται η υπο-χρέωση του εκμισθωτή να αποζημιώσει το μισθωτή όταν ο τελευταίος στερήθηκε τη χρήση του μισθίου για λόγους ανώτερης βίας. Σύμφωνα όμως με το άρθρ. 478 Οθωμαν. Κώδ. το μίσθωμα αργεί εφόσον η χρήση του μισθίου αποβαίνει αδύνατη εξαιτίας αιτίων τυχηρών, ήτοι μη κειμένων εν τω προσώπω του μισθωτού[206].

 

2.1.2.3.2.  Η θεωρητική τεκμηρίωση σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο.

Κάθε πρόσωπο που έχει την ικανότητα δικαίου και δικαιοπραξίας, έχει την υπό μορφή φυσικής ευχέρειας εξουσία να συνάπτει ενοχικές, εμπράγ-ματες ή άλλου είδους συμβάσεις με τρίτους ή να μη συνάπτει τέτοιες συμ-βάσεις ή και να αποκρούει τη σύναψή τους, ως  έκφανση του κατ’ άρθρ. 5§1 Σε ατομικού δικαιώματος ανάπτυξης της προσωπικότητας με ελεύθερη επαγγελματική και κοινωνική δράση. Από τη φύση της η  ως άνω εξουσία δεν υπόκειται στους περιορισμούς της ΑΚ281 που προϋποθέτει άσκηση συγκεκριμένου δικαιώματος που παρέχεται στο δικαιούχο από θετική διά-ταξη του δικαίου και αποσκοπεί στην προστασία του ιδιωτικού συμφέ-ροντος. Εξάλλου η διάταξη του άρθρ. 25§3 Σ που απαγορεύει την καταχρη-στική άσκηση δικαιώματος, προστατεύει μεν τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα που προβλέπονται από το Σύνταγμα, πλην όμως τα περιορίζει όχι χάριν του ιδιωτικού συμφέροντος, αλλά μόνο εφόσον από την κατα-χρηστική άσκησή τους βλάπτεται το γενικότερο κοινωνικό ή δημόσιο συμφέρον[207].

Από το συνδυασμό των άρθρων 25§3Σ, 14Σ, 10§1 της Διεθνούς Συμβά-σεως της Ρώμης και  281ΑΚ συνάγεται ότι η ελεύθερη δημοσιογραφία  που εμφανίζεται ως ελεύθερη έκφραση στοχασμών, ως αδέσμευτη ειδησεο-γραφία και ως έντυπη άσκηση κριτικής και ελέγχου των δημόσιων προσώ-πων και πραγμάτων και  πρέπει να λειτουργεί προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, υπόκειται στους περιορισμούς των νόμων με τους οποίους σκοπεί-ται να προστατεύονται τα άτομα από την καταχρηστική άσκηση του συνταγ-ματικού δικαιώματος της ελευθεροτυπίας. Όσο και αν τα όρια μεταξύ ελεύ-θερης και καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ελευθεροτυπίας είναι δυσδιάκριτα, προσδιορίζονται ικανοποιητικά από τα σχετικά άρθρα 361-369 του Ποινικού Κώδικα, ως προς την προστασία της τιμής και της υπόληψης. Ο άδικος χαρακτήρας των δημοσιευμάτων αναφορικά με τις δυσφημιστικές ή εξυβριστικές εκφράσεις αίρεται, όταν υπάρχει δικαιολογη-μένο ενδιαφέρον για τη δημοσίευση ειδήσεων, γεγονότων, σχολίων, σχετι-κών με τις πράξεις και τα συμφέροντα προσώπων που παρουσιάζουν ενδια-φέρον για το κοινωνικό σύνολο. Δε συμβαίνει όμως αυτό (άρση άδικου χαρακτήρα) είτε στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφήμισης είτε όταν προκύπτει σκοπός εξύβρισης με τη χρήση χαρακτηρισμών, που δεν είναι αναγκαίοι για να αποτυπωθεί αντικειμενικά το περιεχόμενο της σκέψης του συντάκτη, αλλά αντίθετα εκφεύγουν του οριοθετημένου πεδίου στο οποίο πρέπει να κινείται η δημοσιογραφία και η ελευθεροτυπία ενώ το ύφος με το οποίο αποδόθηκαν οι ως άνω χαρακτηρισμοί υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλει η δημοσιογραφική δεοντολογία και εντιμότητα [208].

Η αρχή της ισότητας δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας δια-κρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων καθιστά καταχρηστική και άρα αντίθετη στο άρθρ. 25§3 Σ την άσκηση του εκ της ισονομίας ατομικού δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επομένως, αν γίνει με νόμο,   δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για μια κατηγορία προσώπων και αποκλει-στεί με αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση από τη ρύθμιση αυτή άλλη κα-τηγορία, για την οποία συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ευνοϊκής μεταχείρισης, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Για να αποκατασταθεί δε, η συνταγματικά επιβαλλόμενη ισότητα θα πρέπει να εφαρμοστεί η ειδική ρύθμιση και σε εκείνη την κατηγορία προσώπων, σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση[209].

Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που ως γενική αρχή του δικαίου ίσχυε και πριν την αποτύπωσή της στο Σύνταγμα κατά την αναθεώρηση του 2001 (άρθρ. 25§1δ΄ Σ), οι νόμιμα επιβαλλόμενοι περιο-ρισμοί των ατομικών δικαιωμάτων, πρέπει  να είναι πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, να είναι αναγκαίοι, δηλαδή να συνιστούν μέτρο το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό και τέλος, να τελούν σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν[210].

Η ΑΚ281 προϋποθέτει «άσκηση δικαιώματος» δηλαδή συμπεριφορά του δικαιούχου που τείνει στην πραγμάτωση του περιεχομένου του δικαιώματος, η οποία μπορεί να επιδιώκεται με υλική πράξη ή και με κάποιο δικονομικό τρόπο όπως με αγωγή ακόμη και αναγνωριστική. Στις διατάξεις της ΑΚ281 υπάγονται μόνον οι περιπτώσεις ασκήσεως δικαιώματος αναγνώρισης της ακυρότητας υφιστάμενων έννομων σχέσεων εξαιτίας ελαττωμάτων και ελ-λείψεων, που καθορίζονται από κανόνες ουσιαστικού δικαίου και παρέχουν δικαίωμα προσβολής αυτών λόγω ακυρότητας ή ακυρωσίας. Η αναγνωρι-στική αγωγή που ασκείται προς το σκοπό της παροχής έννομης προστασίας και της πιστοποίησης του ανυπόστατου μιας έννομης σχέσης που ως ανυπό-στατη δεν είναι ελαττωματική, άκυρη ή ακυρώσιμη, δε συνιστά άσκηση δικαιώματος ώστε να μην εφαρμόζεται η ΑΚ281[211].

Για την εφαρμογή της ΑΚ147, απάτη αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντί-ληψη ή εντύπωση, είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στο συμ-βαλλόμενο που τα αγνοούσε ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δήλωσης βούλησης από αυτόν που απατήθηκε ως απόρροια της απάτης[212].

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 κ.ε του ΑΚ, στην ερμηνεία των διαθηκών αναζητείται, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, η αληθινή βού-ληση του διαθέτη, σκοπούμενη από άποψη υποκειμενική και όχι αντικειμε-νική κατά την έννοια της οποίας η βούληση αυτή θα προσδιοριζόταν κατά τις αντιλήψεις τρίτων, σύμφωνα με τη συναλλακτική καλή πίστη, την προβλεπόμενη από το άρθρο 200 του ίδιου Κώδικα, το οποίο όμως δεν έχει εφαρμογή στην ερμηνεία των διαθηκών. Εξάλλου, έδαφος για μια τέτοια ερμηνεία, που θα αποβλέπει στην αναζήτηση βούλησης διαφορετικής από εκείνη η οποία εκφράστηκε με τις λέξεις που χρησιμοποίησε ο διαθέτης, δεν παρέχεται όταν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας η με τις παρα-πάνω λέξεις γενόμενη διατύπωση είναι απόλυτα σαφής και αποδίδει με πληρότητα αυτό που ο διαθέτης θέλησε[213].

Προκειμένου να τύχει εφαρμογής το άρθρ. 179ΑΚ και να ακυρωθεί η δικαιοπραξία λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη είναι απαραίτητο να προ-βληθεί αφενός ότι εκείνος κατά του οποίου ζητείται η ακύρωση αντισυμβαλ-λόμενος τελεί ‘εν γνώσει’ της κατάστασης ανάγκης αυτού που επιδιώκει την ακύρωση, η οποία γνώση αποτελεί προϋπόθεση της πραγματοποίησης της εκμετάλλευσής του, αφετέρου ότι η δυσαναλογία των περιουσιακών ωφελη-μάτων κατά το χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης υπήρξε προφανής [214]. Για να χαρακτηριστεί η δικαιοπραξία ως αισχροκερδής κατά την ΑΚ179 απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά τρία στοιχεία: α) φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλόμενου και γ) εκμετάλλευση της ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του άλλου ώστε αν λείπει ένα από τα ως άνω στοιχεία να μη μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας. Ως ανάγκη θεωρείται και η οικονομική εφόσον έχει χαρακτήρα επιτακτικό και ανεπίδεκτο αναβολής ενώ ως κουφότητα η αδιαφορία του συμβαλλόμενου για τη σημασία και τις συνέπειες των πράξεών του. Δηλαδή το θύμα λόγω της απερισκεψίας ή της έλλειψης επαρκούς σκέψης που μπορεί να οφείλεται και σε διανοητική μειονεξία, δεν αποδίδει στις πράξεις του τη ,σημασία και την αξία που αυτές έχουν. Τέλος ως απειρία θεωρείται η έλλειψη πείρας γύρω από τη ζωή και τις συναλλαγές[215].

Για την ερμηνεία του άρθρ. 197ΑΚ και την ανόρθωση της ζημίας κατ’ άρθρ. 198ΑΚ, ως καλή πίστη θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και εχέφρονος ανθρώπου που επιβάλλεται στις συναλλαγές ή το φρόνημα του τιμίου ανθρώπου ενώ ως συναλλακτικά ήθη νοούνται οι τρόποι που συνηθί-ζονται στις συναλλαγές. Κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων όποιος από τα συμβαλλόμενα μέρη προξενήσει στο άλλο μέρος από πταίσμα του ζημία, υποχρεώνεται σε ανόρθωση αυτής ενώ ως πταίσμα νοείται η μη τήρηση της συμπεριφοράς που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη [216].  Για την παροχή της έννομης προστασίας των ΑΚ197 και 198, ο ενάγων οφείλει να ισχυρισθεί και αποδείξει όχι μόνο τη σχέση διαπραγμάτευσης αλλά και την αντίθετη προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του αντιδιαπραγμα-τευθέντος με αυτόν η οποία (συμπεριφορά) οδηγεί στη διάψευση της εμπι-στοσύνης του προς τον αντισυμβαλλόμενο καθώς επίσης και τη ζημιά που έχει υποστεί από τη συμπεριφορά και βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με αυτήν[217].

Η πληρεξουσιότητα, σαν δικαίωμα, υπόκειται στη γενική απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης της ΑΚ281 ενώ ο αντιπρόσωπος οφείλει να κάνει χρήση της πληρεξουσιότητας σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. Είναι δε, καταχρηστική η άσκηση της πληρεξουσιό-τητας, όταν οι πράξεις που επιχείρησε με βάση αυτή ο αντιπρόσωπος, εμπίπτουν μεν στα όρια της δοθείσας πληρεξουσιότητας αλλά είναι προ-φανώς αντίθετες προς τα συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου ή του σκοπού για τον οποίο δόθηκε αυτή, ώστε να προκύπτει ότι ο αντιπροσωπευ-όμενος ουδέποτε θα επιχειρούσε την πράξη[218].

Η κατάχρηση δικαιώματος που συντελείται με την υπέρβαση των ορίων της ευθύτητας και της συμπεριφοράς που επιβάλλεται από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, απαγορεύεται και αποκρούεται δι’ ενστάσεως, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα ως σχετική με τη δημόσια τάξη. Ακριβώς επειδή πρόκειται για διάταξη δημόσιας τάξης που αποσκοπεί στην κατα-πολέμηση της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές, η ΑΚ 281 δεν αποκλείεται να εφαρμοστεί και επί δικαιωμάτων που επίσης πηγάζουν από διατάξεις δημόσιας τάξης[219]. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι με παλαιό-τερη απόφαση Δικαστηρίου της Κρήτης σε υπόθεση αναγνώρισης ακυρό-τητας γάμου λόγω ύπαρξης κωλύματος διγαμίας, κρίθηκε ότι η ΑΚ281 δεν μπορεί να εφαρμοστεί εναντίον των διατάξεων δημόσιας τάξης, όπως αυτές που ορίζουν τα κωλύματα του γάμου. Σύμφωνα με το Εφετείο Κρήτης που προέταξε θέματα κοινωνικής ηθικής και ευταξίας, η ΑΚ281 δεν εφαρμόζεται όταν πρόκειται όχι για άσκηση δικαιώματος, αλλά για άσκηση εξουσίας που απορρέει από την προσωπικότητα του ατόμου, εκδήλωση της οποίας είναι και η απόλαυση της τιμής, δηλαδή της κοινωνικής εκτίμησης που εδράζεται επί της ηθικής αξίας του προσώπου. Η ως άνω όμως εκτίμηση μειώνεται προδήλως όταν το άτομο βιοί εν σχέσει αποδοκιμαζομένη υπό της ηθικής, οία τυγχάνει και ο άκυρος γάμος. Κατά συνέπεια, η αξίωση του ατόμου να ανα-γνωριστεί η ακυρότητα του γάμου εξαιτίας κωλύματος που αφορούσε τον ίδιο, δεν μπορεί να προσβληθεί ως καταχρηστική αφού θεμελιώνεται σε δικαίωμα εκπορευόμενο από την προσωπικότητά του[220].

Αντίθετη προς την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη είναι η συμπεριφορά του δικαιούχου που έχει αδρανήσει στην άσκηση του δικαιώματός του για τόσο χρόνο και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες ώστε -και χωρίς τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής- να δημιουργείται εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπολογίζει πλέον το δικαίωμα ως ενεργό και δεν έχει σκοπό να το ασκήσει στο μέλλον[221]. Στον υπόχρεο θα πρέπει να δημιουρ-γηθεί η πεποίθηση για τέτοια εξασθένηση και απίσχναση του δικαιώματος ώστε σε περίπτωση που ασκηθεί (το δικαίωμα) να πρόκειται για συμπερι-φορά αφενός αντίθετη προς την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, αφετέρου αντιφατική (venire contra factum proprium) που μπορεί να αποκρουστεί με την ένσταση του δόλου (exceptio doli generalis) που αν και δε θεσπίζεται ρητά από τον ΑΚ, συνάγεται από το συνδυασμό  των άρθρων 200, 281 και 288. Ως ειδικές δε, συνθήκες που επιφέρουν την αποδυνάμωση του δικαιώ-ματος μπορούν μεταξύ άλλων να θεωρηθούν η διαρκής γενική συμπεριφορά του δικαιούχου, η ζημία την οποία υφίσταται ο οφειλέτης με την άσκηση τώρα του δικαιώματος και την οποία θα απέφευγε αν η άσκηση ελάμβανε χώρα εγκαίρως, οι γενικές οικονομικές συνθήκες σε περιόδους διακύμανσης τιμών και νομίσματος κ.α[222]. Το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρη-στικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δε δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Θα πρέπει δηλαδή, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνδυασμό με αυτή του υπόχρεου, η εύλογη πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του  ενώ επιπλέον από την αδράνεια του δικαιούχου σε συνδυασμό με τις ειδικές περιστάσεις και τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά των συμβαλλομένων θα πρέπει να έχει διαμορ-φωθεί και παγιωθεί μια κατάσταση, η ανατροπή της οποίας με τη μεταβολή της στάσης του δικαιούχου να επιφέρει δυσμενείς επιπτώσεις για τα συμφέ-ροντα του υπόχρεου[223]. Το ζήτημα πάντως αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανο-ποιήσεως του δικαιώματός του[224].  Η στοιχειοθέτηση της καταχρηστικότητας της αξίωσης εργασιακών παροχών δεν προϋποθέτει πάντοτε και κατ’ απόλυτη αναγκαιότητα την πρόκληση εις βάρος του εργοδότη δυσβάστα-κτων συνεπειών όταν η κατάχρηση δε στηρίζεται απλώς στη μακρά αδράνεια του δικαιούχου αφού πρόκειται για συμπεριφορά που αφενός έρχεται σε αντίθεση προς την προηγηθείσα στάση του δικαιούχου και διαψεύδει έτσι τη δικαιολογημένη πεποίθηση του υπόχρεου ότι  δε θα ασκηθεί το δικαίωμα και αφετέρου άγει σε διαστροφή του σκοπού του δικαιώματος[225]. Η συμπερι-φορά του δικαιούχου-εργαζόμενου για να χαρακτηριστεί καταχρηστική θα πρέπει να δημιουργεί στον υπόχρεο αδόκητη ανατροπή των δεδομένων στα οποία είχε στηριχτεί και βάσει των οποίων είχε διαμορφωθεί στο μεταξύ η κατάσταση[226].

Περαιτέρω, οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου αφού κατά τους κανόνες της καλής πίστης, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δε συγχωρείται να επικαλείται ο υπόχρεος προς απόκρουση του δικαιώματος[227]. Η χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστατικών παράλειψη της άσκησης δικαιώματος δεν εμπίπτει αυτή καθεαυτή  στο άρθρο 281ΑΚ ώστε οι επαχθείς συνέπειες για τον οφειλέτη να μη στοιχειοθετούν καταχρη-στικότητα και μόνο ευθύνη από το άρθρο 919 ΑΚ να μπορεί ενδεχομένως να προκύψει[228].  Επιπλέον, μόνη  και αυτή καθεαυτή η άσκηση του δικαιώματος δεν αποτελεί κατάχρηση εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση  συντρέχουν περιστάσεις που μαρτυρούν κατά προφανή τρόπο την υπέρβαση των αντικει-μενικών κριτηρίων που τάσσει η ΑΚ281. Η επιδίωξη πλήρους αποζημίωσης για την αποκατάσταση ζημίας που προέρχεται από υπερημερία, γίνεται αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του συμφέροντος του δικαιούχου το οποίο βαρύνει κατά τη σύγκρουσή του με αντιμαχόμενα συμφέροντα. Ο νόμος κατά την απονομή του δικαιώματος στο δικαιούχο εξετίμησε κάλλιον την κυριαρχία της βούλησης και το συμφέρον του τελευταίου  από τα αντιτι-θέμενα συμφέροντα του υποχρέου ή τρίτων και για το λόγο αυτό μόνο το γεγονός ότι περιέρχεται σε δυσμενή θέση ο οφειλέτης από την άσκηση του δικαιώματος, δεν μπορεί να συνιστά καταχρηστική άσκηση[229].

Η ΑΚ200 επιβάλλει να ερμηνεύεται σύμφωνα με την καλή πίστη και τη συναλλακτική συμπεριφορά του χρηστού και έμφρονα ανθρώπου η κρίσιμη δήλωση η οποία λαμβάνεται υπόψη σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση όπως απαιτεί η συναλλακτική ευθύτητα, ενώ ως συναλλακτικά ήθη νοούνται οι συνήθεις πρακτικές που προσιδιάζουν σε ορισμένη κατηγορία έργων ή σε ορισμένο επαγγελματικό κύκλο[230].

Σε αντίθεση με τις διατάξεις του ρωμαϊκού δικαίου, ο ΑΚ για την εφαρ-μογή του άρθρου 281 δεν αποβλέπει κυρίως στα ελατήρια που υποκινούν τον δικαιούχο στην άσκηση του δικαιώματός του ‘animus alii nocendi’, αλλά τάσσει αντικειμενικά κριτήρια όπως η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, προκειμένου να χαρακτηριστεί η ως άνω άσκηση ως καταχρηστική[231]. Τα κριτήρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονο-μικού σκοπού του δικαιώματος είναι έννοιες νομικές, τις οποίες ο δικαστής σχηματίζει με βάση τις γενικές του γνώσεις και όχι με δικονομικές απο-δείξεις. Η εφαρμογή της ΑΚ281 αποκλείεται κάθε φορά που καθορίζεται από το νόμο  η έκταση των εξουσιών του δικαιώματος οι οποίες αποτελούν το περιεχόμενο αυτού. Αν η άσκηση του δικαιώματος δεν υπαγορεύεται από το συμφέρον του δικαιούχου αλλά γίνεται από καθαρή κακοβουλία προκει-μένου να προξενηθεί μόνο βλάβη του άλλου, τότε απαγορεύεται η άσκηση των εξουσιών που απορρέουν από το εμπράγματο δικαίωμα της κυριό-τητας[232].

Η προσφυγή στα άρθρα 200, 281, 288 ΑΚ υπαγορεύεται και στις περι-πτώσεις που απαιτείται να γίνει προσδιορισμός κατά δίκαιη κρίση της έκτασης της αντιπαροχής που δεν ορίστηκε από το συμβαλλόμενο που δικαιούται να απαιτήσει την αντιπαροχή[233]. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 288ΑΚ που είναι κανόνας αναγκαστικού δικαίου και καθιερώθηκε τόσο υπέρ του δανειστή όσο και του οφειλέτη, το δικαστήριο προσδιορίζει ακόμη και κατ' απόκλιση εκείνων που συμφωνήθηκαν την παροχή ή την αντιπαροχή που είχε συμφωνηθεί με την περιστολή της ή την επέκτασή της ή τη συμπλήρωσή της, όταν αυτό επιβάλλει η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Η αρχή αυτή η οποία ισχύει σε κάθε σύμβαση έχει εφαρμογή και επί συμβάσεων μισθώσεως δημοσίων έργων όταν χωρίς υπαιτιότητα των συμ-βαλλομένων επέρχεται στον εργολάβο ζημία που υπερβαίνει τον κίνδυνο που αναλαμβάνει κατά τα συναλλακτικά ήθη, λόγω αυξήσεως του κόστους που είχε συμφωνηθεί από δυσμενείς συνθήκες που ανυπαίτια δεν είχαν προ-βλεφθεί. Η ζημία του εργολάβου θα περιοριστεί στα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών[234].

Η καλή πίστη επιβάλλει είτε την επιχείρηση θετικών πράξεων είτε την απαγόρευση ενεργειών τόσο στον οφειλέτη, όσο και στο δανειστή όπως η υποχρέωση του οφειλέτη σε συναίνεση για την τροποποίηση της σύμβασης, εφόσον υπάρχει ιδιαίτερα σοβαρός λόγος και συντρέχουν αντικειμενικά κριτήρια, αντλούμενα από την ίδια την έννομη τάξη και τις κρατούσες αντι-λήψεις. Στις μισθωτικές συμβάσεις, ο εκμισθωτής δεν αποκλείεται να ζητή-σει αναπροσαρμογή του οφειλόμενου μισθώματος, εφόσον εξαιτίας απρό-βλεπτων περιστάσεων επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσο  ουσιώδης αύξηση της μισθωτικής αξίας του μισθίου ώστε με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες η εμμονή του μισθωτή στην καταβολή ίδιου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η ανα-προσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει τη δυσανα-λογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη. Η κατ’ άρθρο 388 ΑΚ αόριστη αγωγή μπορεί να είναι ορισμένη κατ’ άρθρο 288ΑΚ ώστε να παρέχεται στο δικαστή η ευρύτερη δυνατότητα  με την έκδοση διαπλαστικής απόφασης να επεκτείνει ή περιορίζει την παροχή στο επίπεδο εκείνο το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλα-κτικής καλής πίστης, με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές[235].

Η καλή πίστη ενεργοποιείται προκειμένου να κριθεί αν συντρέχει σπου-δαίος λόγος που δικαιολογεί την καταγγελία μιας εμπορικής μίσθωσης σε συνδυασμό με το σύνολο των περιστάσεων που συντρέχουν στη συγκε-κριμένη περίπτωση  ώστε να μην είναι ανεκτή η διατήρηση  της ενοχικής σχέσης όπως στην περίπτωση που επήλθε ουσιώδης μεταβολή των προσω-πικών ή περιουσιακών σχέσεων και των δύο μερών ή του ενός μέρους ανεξάρτητα από οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητα[236].  Όταν ο μισθωτής δεν χρησιμοποιεί το μίσθιο με επιμέλεια, δηλαδή με την αντικειμενικά κρινό-μενη επιμέλεια του συνετού ανθρώπου, ο οποίος αποφεύγει πράξεις ή παρα-λείψεις οφειλόμενες σε πταίσμα του ακόμη και σε ελαφρά αμέλεια και για το λόγο αυτό συντρέχει κακή χρήση του μισθίου, το εύλογο διάστημα εντός του οποίου πρέπει να συντελεστεί η διακοπή της κακής χρήσης όταν η τελευταία δεν μπορεί -ενόψει της φύσης της- να διακοπεί άμεσα μετά την καταγγελία από τον εκμισθωτή, θα κριθεί σύμφωνα με την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις αντικειμενικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης. Το χρο-νικό αυτό διάστημα δεν μπορεί να εξακολουθήσει μετά το χρόνο συζήτησης της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η οποία (συζήτηση) αποτελεί κατά τις περιστάσεις το ύστατο χρονικό σημείο συμμόρφωσης του μισθωτή[237].

Προκειμένου να μην αποκρουστεί κατά την ΑΚ 281 η αγωγή απόδοσης μισθίου λόγω καθυστέρησης του μισθώματος από δυστροπία, θα πρέπει να συντρέχουν προϋποθέσεις χρονικές, ποσοτικές και οικονομικές με δεδομένο ότι η έννοια της επανειλημμένης δυστροπίας δεν προβλέπεται από το νόμο, ώστε  στην πράξη να είναι αμφίβολη και να δημιουργεί προβλήματα. Έτσι, η καθυστέρηση του μισθώματος δεν πρέπει να είναι ασήμαντη, γιατί σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης που διέπουν την εκπλήρωση της παροχής (ΑΚ288), ο οφειλέτης είναι υποχρεωμένος να ανέχεται την εκπλήρωση τέτοιας παροχής, καθυστερημένης ελάχιστα χρονικά ή υπολειπόμενης ελά-χιστα ποσοτικά. Εννοείται ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το συμφέρον του εκμισθωτή και μάλιστα η οικονομική του κατάσταση, εξαιτίας της οποίας και αντικειμενικά ασήμαντη χρονικά ή ποσοτικά καθυστέρηση μπο-ρεί να του δημιουργεί οικονομική βλάβη ή δυσχέρεια εκπλήρωσης δικών του υποχρεώσεων, όπως επίσης και το γεγονός ότι ο μισθωτής καθυστερεί συστηματικά το μίσθωμα οπότε δεν ενεργεί καλόπιστα[238].

Στην παροχή γένους, η συγκέντρωση της ενοχής έχει θεσπιστεί από εύνοια για τον οφειλέτη ώστε να μπορεί ο τελευταίος κατ’ εφαρμογή της ΑΚ288 μετά τον αποχωρισμό και την έγκυρη προσφορά προς το δανειστή,  να πωλήσει το αντικείμενο  της παροχής υποχρεούμενος να παράσχει άλλο του ιδίου γένους, εφόσον δεν υπάρχει ιδιαίτερο συμφέρον του δανειστή να παραλάβει αυτό το αντικείμενο στο οποίο συγκεντρώθηκε η παροχή και όχι άλλο του ιδίου γένους[239].

Η συμπεριφορά των συμβαλλομένων έρχεται σε προφανή αντίθεση με τα αντικειμενικά κριτήρια της ΑΚ281 όταν αποσκοπεί στην παγίδευση τρίτων, όπως όταν εμφανίζεται στα βιβλία μεταγραφών εξωτερικά έγκυρη δωρεά και έπειτα από χρόνια γίνεται επίκληση της ακυρότητάς της με βάση πρόσθετη μεταγενέστερη  συμφωνία των συμβαλλομένων προκειμένου να ανατραπεί η εξασφάλιση ενυπόθηκης απαίτησης. Η ως άνω συμπεριφορά αποτελεί δια-στροφή του δικαιώματος και έρχεται σε αντίθεση με τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος σύμφωνα με τον οποίο δεν πρέπει να παραβλάπτονται τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου, μέλος του οποίου είναι και ο ενυπόθηκος δανειστής[240].

Αντίθετη στις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών είναι η επίκληση ακυρότητας δικαιοπραξίας από το συμβαλλόμενο –προκειμένου να αποφύγει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν- ο οποίος με τη συμπε-ριφορά του συνέβαλλε στην ως άνω ακυρότητα. Η συμπεριφορά αυτή προσκρούει όχι μόνο στη συναλλακτική πρακτική την απαλλαγμένη από κακοβουλία ή μηχανορραφίες ή πρόθεση για πρόκληση υπέρμετρης ζημίας του αντισυμβαλλόμενου, αλλά και στην κατά γενική αντίληψη κοινωνική ηθική που δεν ανέχεται την παραπλάνηση με διαβεβαιώσεις για τη μη αναγκαιότητα περιαφής τύπου στη δικαιοπραξία  και τη μετέπειτα επίκληση της ακυρότητας της δικαιοπραξίας από αυτόν που χρησιμοποίησε ανέντιμα και ανεπίτρεπτα μέσα[241].

Σε σύμβαση εγγύησης, όταν τα αρμόδια όργανα της Τράπεζας που χορή-γησε δάνειο υπέρ του οποίου συμφωνήθηκε η εγγύηση, καταβάλλουν την απαιτούμενη επιμέλεια και δεν ενεργούν με δόλο ή βαριά αμέλεια αλλά και ούτε εναντίον των χρηστών ηθών, καθώς και όταν η δικαστική επιδίωξη απαιτήσεων από τη σύμβαση δανείου κατά του εγγυητή δεν είναι αντίθετη προς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη ή ο οικονο-μικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, δεν συντρέχουν οι προϋπο-θέσεις για ελευθέρωση του εγγυητή[242].

Οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών που ορίζονται ως οι συμβατικοί όροι τους οποίους ο ένας συμβαλλόμενος (επιχείρηση) επιβάλλει κατά την κατάρτιση της σύμβασης στον άλλο συμβαλλόμενο (καταναλωτή) χωρίς ατομική διαπραγμάτευση και έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων  για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι ως κατα-χρηστικοί, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων εις βάρος του κατάναλωτή. Και αυτό γιατί ο καταναλωτής βρίσκεται κατά κανόνα σε μειονεκτική θέση, αποδέχεται χωρίς αντίρρηση τους Γ.Ο.Σ που θέτει ο προμηθευτής, άλλοτε διότι λόγω της οικονομικής υπεροχής του τελευταίου είναι ή αισθάνεται αδύναμος να επιφέρει αλλαγές στους όρους οικονομικής κατωτερότητας, άλλοτε διότι δεν διαθέτει τις απαιτούμενες συναλλακτικές και νομικές γνώσεις για την κατανόηση των όρων αυτών (διανοητική κατω-τερότητα). Προκειμένου όμως να κριθούν καταχρηστικοί οι Γ.Ο.Σ κατά την έννοια της ΑΚ281, του άρθρ. 2§6 του ν.2251/1994 και του άρθρ. 24β΄ του ν.2741/1999, λαμβάνεται  υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του κατανα-λωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών και υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε, στα πλαίσια επίτευξης ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με θεμιτή την απλή και όχι την υπέρμετρη διατάραξη της ως άνω ισορροπίας. Στα μέσα άμυνας κατά της επιβολής  καταχρηστικών Γ.Ο.Σ περιλαμβάνεται και η άσκηση καταψηφιστικής αγωγής με αίτημα την καταβολή αποζημίωσης εφόσον πληρούνται οι όροι της αδικοπραξίας[243].

Τους άγραφους κανόνες επιμέλειας που επιβάλλουν οι ανάγκες των σύγχρονων συναλλαγών οφείλει να τηρεί ο παραγωγός έναντι του κατανα-λωτή, υποχρεούμενος κάθε φορά να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προστα-σίας για την πρόληψη ζημιών στον καταναλωτή προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη της ΑΚ914. Τέτοια δε, ευθύνη υπάρχει, όταν υπαίτια παρα-βιάστηκαν οι υποχρεώσεις πρόνοιας, ασφάλειας και ενημέρωσης, εξαιτίας των οποίων προέκυψε τελικά η ζημία του καταναλωτή, όπως για παράδειγμα όταν ο παραγωγός δε φροντίζει να εξέλθουν οι σπόροι από την επιχείρησή του κατάλληλοι προς χρήση, αποθηκεύοντας, συντηρώντας και συσκευά-ζοντάς τους ή όταν δεν προβαίνει σε επαρκή έλεγχο για την πιστοποίηση των ιδιοτήτων που αυτοί (σπόροι) πρέπει να έχουν πριν διατεθούν προς πώληση. Σημειώνεται ότι η αξίωση του καταναλωτή για αποζημίωση έναντι του παραγωγού ή/και του εισαγωγέα ελαττωματικού προϊόντος για ζημιές που υπέστη, μπορεί να θεμελιωθεί μόνο στο πλαίσιο των ΑΚ 281, 288, 914, αφού με βάση τη σύμβαση πώλησης δεν μπορεί (ο καταναλωτής) να στραφεί κατά των παραπάνω προσώπων λόγω αθέτησης ενοχικής υποχρέωσης δεδομένου ότι δεν συνδέεται μαζί τους με τέτοιου είδους συμβατικό δεσμό[244].  Προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία ώστε να εφαρμοστεί η ΑΚ914 είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέ-λεια που απαιτείται στις συναλλαγές ενώ η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτω-ση υπήρχε υποχρέωση σε πράξη από το νόμο, ή τη δικαιοπραξία ή την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αυτός που προκαλεί επικίν-δυνες καταστάσεις οφείλει κατά την καλή πίστη να λάβει όλα τα κατά τις περιστάσεις προστατευτικά μέτρα που είναι αναγκαία, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, της τέχνης και της κοινής πείρας για την αποτροπή ζημιών τρίτων[245].

Προκειμένου να κριθεί ότι συγκεκριμένη συμπεριφορά αντιτίθεται στα χρηστά ήθη ώστε να επέλθουν οι συνέπειες της ΑΚ919, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές συνθήκες και περιστάσεις πραγματώσεως της προβαλλόμενης ως επιλήψιμης συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής. Περίπτωση που εμπίπτει στη διάταξη της ΑΚ919 είναι και εκείνη κατά την οποία κάποιος, με πρόθεση και κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη, ματαιώνει την ελπίδα ή την πιθανότητα άλλου για την απόκτηση δικαιώματος ή κάποιου αγαθού. Για τον καθορισμό της έννοιας των χρηστών ηθών λαμβάνονται υπόψη και οι κρατούσες θεμελιακές δικαιικές αρχές που εκφράζονται ή ακόμη υπονο-ούνται στο θετικό δίκαιο. Κριτήριο εξειδίκευσης αποτελούν οι ιδέες του κατά τη γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Αν η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσόμενων, λαμβάνονται υπόψη οι αντίστοιχες κρατούσες αντιλήψεις στον κύκλο αυτό, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα, δε συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Έτσι, κριτήριο αντί-θεσης στα χρηστά ήθη δεν είναι η ατομική ηθική, δηλαδή αυτή που αναφέρεται στον εσωτερικό άνθρωπο που στοχεύει στην τελειοποίησή του, αλλά η κοινωνική ηθική αυτή δηλαδή που διαμορφώνεται μέσα σε ένα ευρύτερο κύκλο (επαγγελματικό, κοινωνικό, τοπικό κ.α) προσώπων. Ο εφαρμοστής του νόμου εξειδικεύει τη γενική ρήτρα των χρηστών ηθών με κριτήρια αντικειμενικά και όχι με βάση τις ατομικές του αντιλήψεις περί ηθικής οι οποίες μπορεί να είναι συντηρητικότερες ή προοδευτικότερες από αυτές του μέσου κοινωνικού ανθρώπου . Η ΑΚ919 διευρύνει την έννοια της κατάχρησης δικαιώματος, αφού δεν περιορίζεται, όπως στην ΑΚ281, στην άσκηση συγκεκριμένου δικαιώματος από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, αλλά καταλαμβάνει και κάθε πράξη ή παράλειψη από τη γενική ατομική ελευ-θερία, τις λεγόμενες ‘φυσικές ευχέρειες’ δηλαδή τις εξουσίες που απολαμ-βάνει κάθε πρόσωπο με ικανότητα δικαίου και δικαιοπραξίας [246].

Για τη στοιχειοθέτηση αξίωσης αποζημίωσης κατά την ΑΚ919, η αντί-θεση στα χρηστά ήθη συνάγεται και όταν προσβάλλεται η περιουσία επαγγελματία από παράβαση κανόνων άσκησης επαγγέλματος από άλλους επαγγελματίες.  Η παράβαση των  νομικών διατάξεων των ρυθμιστικών της επαγγελματικής δραστηριότητας, όταν αυτές είναι ηθικά ή αξιολογικά ουδέ-τερες, συνιστά αθέμιτη πράξη όταν συντρέχουν πρόσθετες περιστάσεις, που εμφανίζουν την παράνομη συμπεριφορά να γίνεται με σκοπό τον ανταγω-νισμό  και ως αντίθετη στα χρηστά ήθη. Τούτο συμβαίνει ιδίως, όταν ο παραβάτης παραβαίνοντας συστηματικά και με επίγνωση τέτοια διάταξη, επιδιώκει και αποκτά το οικονομικό προβάδισμα έναντι των άλλων ανταγω-νιστών του. Πρέπει δηλαδή η παράβαση να είναι αντικειμενικά πρόσφορη  και ικανή να οδηγήσει σε μια τέτοια ευνοϊκή κατάσταση   και να τελεί μαζί της σε σχέση αιτίου και αιτιατού[247].

Ευθύνη των Δήμων ως νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου για τις παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων τους, θεμελιώνεται στα άρθρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ και συντρέχει όχι μόνο όταν παραβιάζεται σχετική διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται καθήκοντα και υπο-χρεώσεις που επιβάλλονται από την κείμενη νομοθεσία και τα δεδομένα της κοινής πείρας ή προσιδιάζουν στις αρχές της καλής πίστης. Ενδεικτική περίπτωση αποτελούν όσα ορίζονται στο άρθρ. 24 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα  σχετικά με την κατασκευή,  συντήρηση και λειτουργία έργων δημοτικής οδοποιίας και στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας για την υποχρέωση λήψης μέτρων, ώστε από τη δημόσια κυκλοφορία να μη δημι-ουργείται  κίνδυνος για πρόσωπα ή έννομα αγαθά[248].

Στο δίκαιο του διαζυγίου, η ένσταση της ΑΚ281 μπορεί να προταθεί και προς απόκρουση αγωγής διαζυγίου, αλλά θεμελιώνεται σε περιστατικά μεταγενέστερα του διαζυγίου και συγκεκριμένα, ενόψει του ότι ο θεσμός του διαζυγίου από τη φύση του συνεπάγεται πάντοτε δυσμενείς επιπτώσεις σε βάρος των συζύγων που χωρίζουν, θα πρέπει οι συνέπειες να είναι ασυνή-θιστα σκληρές και να συντρέχουν σε ειδικές, σοβαρές και ακραίες περιπτώ-σεις πράγμα που συμβαίνει σε έκτακτες περιστάσεις και να μην αποτελούν τη φυσική συνέπεια του διαζυγίου, αλλά να χαρακτηρίζονται από σκληρό-τητα μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη για ένα διαζύγιο[249].

Στο χώρο του εργατικού δικαίου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ως αορίστου ή ορισμένου χρόνου ανήκει στο δικαστήριο το οποίο μη δεσμευό-μενο από το χαρακτηρισμό που προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, κρίνει ερμηνεύοντας το περιεχόμενό της, όπως απαιτούν η καλή πίστη, τα συναλ-λακτικά ήθη και οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες έχει συναφθεί η σύμ-βαση. Η σύναψη αλλεπάλληλων συμβάσεων εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δε δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος  και το σκοπό εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεω-τικής καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων, προσδίδει στις συμβά-σεις αυτές το χαρακτήρα  ενιαίας σύμβασης αορίστου χρόνου.  Σύμφωνα με το ν. 2112/1920 που αποτελεί «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» του εθνικού δικαίου για την πρόληψη και αποφυγή της κατάχρησης, η έλλειψη ενός αντικειμενικού λόγου, που να δικαιολογεί τη σύναψη διαδοχικών συμβά-σεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έχει ως αποτέλεσμα την ακυρότητα της σύμβασης. Οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καταρτίζονται  νομί-μως μόνο, όταν με αυτές καλύπτονται πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες και επεί-γουσες ανάγκες. Επομένως στην περίπτωση πρόσληψης προσωπικού που στην πραγματικότητα καλύπτει πάγιες, μόνιμες  και διαρκείς ανάγκες,  έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί συμβάσεων αορίστου χρόνου[250].

Η μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία της καταγγελίας της αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας, αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του μισθω-τού, υποκείμενη όμως στον περιορισμό της ΑΚ281. Επιπλέον, σε συνδυασμό με τις ΑΚ 200, 288 και 388,  η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη όταν υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, όπως όταν ο εργοδότης προσφεύγοντας στη διαδικασία των ομαδικών απολύσεων για οικονομοτεχνικούς λόγους, που προβλέπεται από το ν. 1387/1983, απολύει άκριτα και χωρίς να συνεκτιμήσει την εργασιακή εμπει-ρία ή την οικονομική και οικογενειακή κατάσταση των εργαζόμενων που οφείλει να πληροφορηθεί[251]. Για το χαρακτηρισμό της καταχρηστικότητας της καταγγελίας από την πλευρά του εργοδότη της σύμβασης εργασίας θα ληφθεί υπόψη η υπέρβαση των ορίων της ΑΚ281, περίπτωση που συντρέχει όταν η καταγγελία γίνεται από λόγους εχθρότητας ή εκδίκησης εξαιτίας προηγούμενης συμπεριφοράς του εργαζόμενου  η οποία δεν συνδέεται με την ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας του, αλλά απαρέσκει στον εργοδότη, διότι εμφανίζεται αντίθετη με τα συμφέροντά του, μη θεμιτά, όπως στην περίπτωση που ο μισθωτός αξιώνει από τον εργοδότη την τήρηση των συμφωνηθέντων όρων εργασίας και διεκδικεί τα, από την εργασιακή σχέση,  νόμιμα δικαιώματά του[252]. Επισημαίνεται ότι δεν αρκεί προκειμένου να κριθεί ως καταχρηστική η καταγγελία το ότι οι λόγοι που επικαλείται γι’ αυτήν ο εργοδότης είναι αναληθείς ή ότι δεν υπάρχει καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται  η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους που στοιχειοθετούν την καταχρηστικότητα κατ' άρθρ. 281ΑΚ[253]. Για να είναι άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του μισθωτού που προστα-τεύεται ως συνδικαλιστικό στέλεχος σύμφωνα με το ν. 1264/1982 και τα άρθρα 2, 5, 22, 23 του Συντάγματος, απαιτείται ως πρόσθετη αυτονόητη προϋπόθεση απορρέουσα και από την αρχή της καλής πίστης, να γνωρίζει ο εργοδότης με οποιοδήποτε τρόπο κατά το χρόνο που καταγγέλλει τη σύμβα-ση εργασίας, την ιδιότητα αυτή του απολυόμενου μισθωτού[254].

Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των μισθωτών που εργάζονται στον ίδιο εργοδότη, δεν θεσπίζεται από ρητή διάταξη, αλλά προκύπτει από τη σχετική συνταγματική διάταξη (άθρ. 22Σ) και την ΑΚ 288 για την εκπλήρωση της παροχής, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Έτσι, ο εργοδότης οφείλει σε όμοια αντικειμενικές καταστάσεις να τηρεί ως προς όλους τους μισθωτούς  της επιχείρησής του, ίσο μέτρο μεταχειρίσεως και να μην εξαιρεί κανέναν από ευνοϊκότερους όρους αμοιβής, εφόσον δε δικαιολο-γείται η εξαίρεση αυτή από ειδικό, σοβαρό και αποχρώντα λόγο κατά δίκαιη κρίση[255].

Η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος που αναφέρεται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης για την επίτευξη των σκοπών της, υπόκειται στους περιορισμούς της ΑΚ281 ώστε να μην επιτρέπεται στον εργοδότη να μεταβάλλει μονομερώς τους όρους της σύμβασης εργασίας σε βάρος του εργαζόμενου, αντίθετα στη συναλλακτική χρηστοήθεια και την καλή πίστη. Ειδικότερα, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να καθορίζει την έκταση της υπο-χρέωσης του εργαζόμενου ως προς το είδος, τον τόπο, το χρόνο, τον τρόπο και τις συνθήκες παροχής της εργασίας, καθώς επίσης και τα καθήκοντα της ειδικότητάς του που πρέπει να εκτελεί ο εργαζόμενος και κατά συνέπεια έχει δικαίωμα να μεταθέτει τον τελευταίο σε άλλο τόπο στα πλαίσια υπηρεσια-κών αναγκών. Η ως άνω μεταβολή όμως, όπως και οποιαδήποτε άλλη στα πλαίσια του διευθυντικού δικαιώματος, εφόσον είναι πραγματικά βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή οι συνθήκες της νέας εργασίας είναι δυσμενέ-στερες από εκείνες της παλαιάς, λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών και οικογενειακών υποχρεώσεων του εργαζόμενου και της αποδοτικότητάς του  σε συνδυασμό  με τις ανάγκες της επιχείρησης, είναι καταχρηστική και ως άκυρη θεωρείται σα να μην έγινε ποτέ[256].  Οι κατά την καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη επιβαλλόμενες από τον εργοδότη μονομερείς μεταβολές στους όρους εργασίας όπως είναι η μη απασχόληση του υπαλλή-λου κατά Κυριακές και αργίες και η αλλαγή του ωραρίου του, δεν επηρεά-ζουν την εργασιακή σύμβαση ως εγγενείς σε αυτήν και συνεπώς κατ’ αρχήν δεν απαγορεύονται. Εξαιρετικά όμως, η επιβαλλόμενη μονομερώς από τον εργοδότη μόνιμη και διαρκής τροποποίηση των όρων εργασίας του μισθω-τού που συνίσταται στην κατάργηση της κατά τις Κυριακές και αργίες απασχόλησής του και στην αλλαγή του ωραρίου από νυχτερινό σε ημερήσιο, αποτελεί αθέμιτη, βλαπτική μεταβολή εφόσον προκαλεί μείωση των αποδο-χών του[257]. Η μη αποδοχή από τον εργοδότη, των προσφερόμενων υπηρε-σιών του εργαζόμενου στα πλαίσια του διευθυντικού δικαιώματος, δεν επιφέρει άλλες συνέπειες πλην των επερχόμενων από την υπερημερία του. Η κατ’ αρχήν όμως, νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού καθίσταται παράνομη, όταν υπερβαίνει τα όρια της ΑΚ281 και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως, όταν, εντελώς αδικαιολόγητα, επηρεά-ζει την αμοιβή ή θίγει άλλα ηθικά ή υλικά συμφέροντα του εργαζόμενου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητάς του, οπότε παρέχεται σε αυτόν (εργαζόμενο) η αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον καθώς επίσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης[258].

Σε σύμβαση έργου, σε περίπτωση ύπαρξης ουσιωδών ελαττωμάτων τα οποία ο εργολάβος δεν αποκαθιστά σε εύλογη προθεσμία, καλούμενος σε τούτο από τον εργοδότη, ο εργοδότης έχει δικαίωμα σε αποζημίωση χωρίς να είναι υποχρεωμένος  να αναμείνει την περάτωση του έργου, πράγμα που θα ήταν αντίθετο προς την καλή πίστη κατά την ΑΚ288, αφού η πάροδος του χρόνου θα είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα τη διατήρηση μιας ανώμαλης κατάστασης βλαπτικής για τα συμφέροντα του εργοδότη[259].

Στο δίκαιο των εμπορικών σημάτων η επί μακρό χρόνο ανοχή της χρήσης όμοιου ή παρόμοιου σήματος από τρίτο καθιστά μη κατεπείγον, αλλά και καταχρηστικό το αίτημα λήψης ασφαλιστικών μέτρων εναντίον του τρίτου[260].

Στο εταιρικό δίκαιο, η ΑΚ 281 ενεργοποιείται και κατά την άσκηση του δικαιώματος της μειοψηφίας προκειμένου να γίνει δεκτό ή όχι από τον πρόεδρο  το αίτημα για αναβολή λήψης απόφασης από τη γενική συνέλευση της ανώνυμης εταιρείας[261]. Σπουδαίος λόγος για την αντικατάσταση του εκκαθαριστή αποτελεί κάθε γεγονός, το οποίο καθιστά αδύνατη ή πολύ δυσχερή την πραγματοποίηση του σκοπού της εκκαθάρισης  ή από το οποίο προκύπτει ότι η διατήρηση του εκκαθαριστή δεν εξασφαλίζει την ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της εκκαθάρισης και δημιουργεί φόβους σοβαρών ζημιών στα συμφέροντα της εταιρείας και των εταίρων, ώστε η εξακολού-θηση της διαχειριστικής εξουσίας να μην είναι ανεκτή κατά την καλή συναλ-λακτική πίστη και τα χρηστά ήθη[262].

Ως βραχυχρόνιες μισθώσεις που δεν υπάγονται στις διατάξεις του ν. 813/1978 θεωρούνται σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, αυτές που συνάπτονται για χρονικό διάστημα μικρό-τερο του έτους. Οι μισθώσεις όμως που συνάπτονται από τον σύνδικο της πτώχευσης κατόπιν άδειας του εισηγητή αυτής, δεν υπάγονται στην παρα-πάνω εξαίρεση, γιατί οι μισθώσεις αυτές κατά την καλή πίστη και τα συναλ-λακτικά ήθη συνάπτονται συνήθως για διάστημα βραχύτερο του έτους, ώστε να υπάγονται στις ρυθμίσεις του ν. 813/1978 για την αναπροσαρμογή του μισθώματος[263].

       Σύμφωνα με το δίκαιο του ανταγωνισμού (ν. 146/1914), απαγορεύ-εται κάθε πράξη που είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι περί ηθικής  ιδέες του κοινωνικού ανθρώπου, που σκέφτεται με χρηστότητα και φρόνηση κατά την εκάστοτε γενική αντίληψη και γίνεται προς το σκοπό του ανταγωνισμού, δηλαδή με πρόθεση ενίσχυσης των πελατειακών σχέσεων σε βάρος άλλων ανταγωνιστών, χωρίς να απαιτείται και πρόθεση για πρόκληση ζημίας σε αυτούς[264]. Το μέτρο των χρηστών ηθών αποτελούν οι υπάρχουσες και αναγνωρισμένες αντιλήψεις κάθε ανθρώπου  που σκέπτεται ορθά και δίκαια μέσα στο συναλλακτικό κύκλο, στον οποίο διενεργείται η πράξη ανταγωνισμού. Τέτοια πράξη, που να εμπίπτει στην παραπάνω γενική ρήτρα, μπορεί να θεωρηθεί και η απόσπαση πελατείας, εφόσον συντρέχουν ειδικές συνθήκες και περιστάσεις που της προσδίδουν αθέμιτο χαρακτήρα[265]. Οι πρόσθετες παροχές (δώρα) των επιχειρηματιών προς το καταναλωτικό κοινό  αντίκεινται στα χρηστά ήθη και συνεπώς είναι αθέμιτες, παράνομες και απαγορευμένες, όταν το προσελκυστικό τους αποτέλεσμα είναι τόσο ισχυρό, ώστε να καθορίζει και την απόφαση των πελατών για την αγορά του κύριου προϊόντος από λόγους άσχετους προς αυτό ή όταν αποσκοπούν, όχι στη διαφήμιση των προϊόντων των επιχειρη-ματιών, αλλά στην προσέλκυση πελατείας και  στην οικονομική εξουθένωση των ανταγωνιστών. Κάτι τέτοιο συμβαίνει με την προσφορά δυσανάλογων -σχετικά με το κύριο προϊόν- παροχών ώστε να παρεμποδίζεται ο σχηματι-σμός αντικειμενικής κρίσης σχετικά με τις ιδιότητες των εμπορευμάτων, ο πελάτης να μην έχει περιθώρια επιλογής με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της ποιότητας ή της τιμής  και να επιτυγχάνεται αθέμιτο προβάδισμα  έναντι των άλλων ανταγωνιστών. Αντίθετα, αν η πρόσθετη παροχή είναι ευτελούς αξίας, δεν απαγορεύεται κατά βάση, έστω και αν υφίσταται κάποια έλξη του κοινού.  Ένα από τα μέσα που καθιστούν μια πράξη ανταγωνισμού αθέμιτη ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, είναι ο υπερβολικός δελεασμός, η χρησιμο-ποίηση δηλαδή ισχυρών δελεαστικών μέσων για την προσέλκυση πελατών, στα οποία δύσκολα μπορούν να αντισταθούν, και τα οποία είναι άσχετα προς την ποιότητα ή την τιμή των προσφερόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, με αποτέλεσμα ο πελάτης να μην έχει περιθώρια επιλογής με βάση τα αντικει-μενικά κριτήρια της ποιότητας ή της τιμής[266].

Στο δίκαιο της επιταγής (ν. 5960/1933), ακόμη και εναντίον του καλό-πιστου κομιστή προτείνεται η ένσταση της συμπλήρωσης ατελούς επιταγής χωρίς να υπάρχει σχετική συμφωνία γι' αυτήν (συμπλήρωση), κατ’ απόκλιση της αρχής  του απρόβλητου των ενστάσεων εναντίον του με οπισθογράφηση καλόπιστου κομιστή. Στην περίπτωση που ατελής κατά την έκδοσή της επιταγή, συμπληρώθηκε χωρίς να υπάρχει συμφωνία για τη συμπλήρωσή της,  υπάρχει πλαστογράφηση, η δε, σχετική ένσταση προτείνεται ενάντια σε κάθε κομιστή, ακόμη και καλόπιστο [267].

Στο χώρο του δικονομικού δικαίου, η ένσταση της καταχρηστικής άσκη-σης της αγωγής διανομής εκ μέρους μερικών από τους εναγόμενους, ωφελεί και τους υπόλοιπους ομόδικους αυτών που δεν πρότειναν την ένσταση[268].

Για το παραδεκτό της ένστασης από το άρθρο 281 ΑΚ πρέπει τα περιστα-τικά που τη συγκροτούν να προβάλλονται με τις προτάσεις του ενιστάμενου κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό, οι οποίες εκτι-μώνται συνολικά και να επαναφέρονται νόμιμα στο δευτεροβάθμιο δικαστή-ριο[269]. Η ένσταση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος μπορεί να προβάλλεται σε κάθε στάση της δίκης αρκεί τα περιστατικά στα οποία βασίζεται να έχουν προταθεί εγκαίρως[270]. Ειδικότερα, για να είναι παρα-δεκτή σχετικά με το χρόνο προβολής της και πλήρης η ένσταση της ΑΚ281, θα πρέπει να προβάλλονται τα γεγονότα που συγκροτούν την κατάχρηση κατά την πρώτη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να γίνεται επί-κληση από τον ενιστάμενο της κατάχρησης που προκύπτει από αυτά και να υποβάλλεται αίτημα απόρριψης της αγωγής με την οποία ασκείται το δικαί-ωμα γι’ αυτήν την αιτία[271]. Κατ΄ εξαίρεση μπορεί να προβληθεί η πιο πάνω ένσταση και μετά την πρώτη συζήτηση καθώς και στη δίκη κατ΄ έφεση  είτε με το δικόγραφο της έφεσης είτε με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων όχι όμως με τις προτάσεις[272].

Μεταξύ των ενστάσεων που καλύπτονται από το δεδικασμένο, μολονότι δεν προτάθηκαν αν και μπορούσαν να προταθούν, περιλαμβάνεται και η από την ΑΚ281 ένσταση για κατάχρηση δικαιώματος. Ειδικότερα η ένσταση αυτή, παρά τη γινόμενη με το άρθρο 330 ΚΠολΔ ρύθμιση, μπορεί να προ-ταθεί στην περίπτωση κατά την οποία τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος, είναι μεταγενέστερα της τελευ-ταίας συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση[273].

Αν δεν εκτίθενται στην ένσταση της καταχρηστικότητας τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της ένστασης και συγκρο-τούν την κατάχρηση δικαιώματος, η ένσταση είναι αόριστη και η ποσοτική αυτή αοριστία ιδρύει λόγο αναίρεσης σύμφωνα με την ΚΠολΔ 559§14[274].

Η αξίωση για επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την εκτέλεση κατάσταση που προβλέπεται από την ΚΠολΔ 579 είναι αξίωση αυτούσιας αποζημίωσης, με δικαιολογητικό λόγο τη μεταγενέστερη εξαφάνιση της τελεσίδικης απόφασης που αποτέλεσε τον εκτελεστό τίτλο. Ως εκ τούτου, η εν λόγω αξίωση δεν μπορεί να αποκρουστεί με ενστάσεις ουσιαστικού δικαίου με τις οποίες αναιρείται η κύρια συνέπεια της επαναφοράς, όπως είναι η ένσταση αποδυναμώσεως της αξιώσεως εξαιτίας καταχρήσεως δικαιώματος. Επιπλέον, από τη φύση της η ως άνω αξίωση αποκλείεται να ασκείται κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη ή στην καλή πίστη[275].

Από το συνδυασμό των άρθρ. 281ΑΚ, 933 ΚΠολΔ και 25Σ προκύπτει ότι λόγο ανακοπής του άρθρ. 933 ΚπολΔ μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στην καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή στον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος προς επίσπευση της εκτελέσεως. Η αντίθεση αυτή, προς τα πιο πάνω αντικειμενικά, αξιολογικά κριτήρια, συνήθως περιλαμβάνεται στα ουσιαστικά ελαττώματα του τίτλου, μπορεί όμως και να αναφέρεται στην απαίτηση ή στην περαιτέρω πορεία  της διαδικασίας εκτελέσεως. Η αναγκα-στική εκτέλεση αποτελεί ‘stricto sensu’ δικαίωμα του οποίου η άσκηση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 281ΑΚ[276]. Αν  η αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στην καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή στον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος προς επίσπευση της εκτελέσεως  αναφέρεται στην εγκυρότητα του ίδιου του εκτελεστού τίτλου και συνιστά ουσιαστικό ελάττωμά του, με την επιδίωξη εκτελέσεως δια τίτλου τυπικώς μεν έγκυρου, ο οποίος όμως επιτεύχθηκε αντιθέτως προς το άρθρο 281 Α.Κ., ο σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ.1α΄ του Κ.Πολ.Δ., δηλαδή εντός δεκαπέντε ημερών από της κατασχέσεως. Αν η αντίθεση στα κριτήρια του άρθρου 281 αφορά στην απαίτηση ή στον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας της εκτελέσεως, ο λόγος της ανακοπής πρέπει να προβάλ-λεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ.1β΄ Κ.Πολ.Δ., δηλαδή προκειμένου περί χρηματικών απαιτήσεων μέχρι συντάξεως της εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακυρώσεως[277].

Προκειμένου να κριθεί αν ο αναγκαστικός πλειστηριασμός ενεργήθηκε κατά κατάχρηση του δικαιώματος του επισπεύδοντος δανειστή και συνεπώς αν εξαιτίας τούτου ο πλειστηριασμός είναι άκυρος, η μη ύπαρξη στο πρόσωπο του υπερθεματιστή οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητας ή συμπερι-φοράς που να αντίκειται στο άρθρο 281ΑΚ, είναι στοιχεία νομικά αδιάφορα. Η συμπεριφορά του υπερθεματιστή λαμβάνεται υπόψη μόνο όταν η ίδια είναι καταχρηστική ή έχει συμβάλλει ώστε να εμφανίζεται ότι ο πλειστηρια-σμός έχει ενεργηθεί κατά κατάχρηση δικαιώματος, εφόσον αυτός (υπερθεμα-τιστής) είναι πρόσωπο που μετέχει, πλειοδοτώντας στον πλειστηριασμό και δεν μπορεί να αγνοηθεί μια τέτοια συμπεριφορά του. Η ανάγκη της ασφά-λειας των πλειοδοτών, αλλά και της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέ-σεως από το ενδεχόμενο ακυρώσεώς της, δεν πρέπει να αποστερεί εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η  εκτέλεση από το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση του πλειστηριασμού όταν συντρέχει η καταχρηστικότητα της 281ΑΚ. Η κατασταλτική επέμβαση του δικαστηρίου, συνδυαζόμενη με τις προθεσμίες του άρθρου 934ΚΠολΔ και τα αντικειμενικά κριτήρια που προσδιορίζουν την κατάχρηση, παρέχουν την ασφάλεια δικαίου χωρίς να θίγεται η ακαμψία, η αυστηρότητα και η τυπικότητα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης[278]. Η καταχρηστική άσκηση των δικονομικών δυνατοτήτων του δανειστή  και κατά συνέπεια η αναγνώριση της ακυρό-τητάς τους, υπάρχει και όταν υφίσταται δυσαναλογία μεταξύ μέσου και σκοπού, υπερβολική δηλαδή καταπίεση του οφειλέτη, λαμβανομένων πάντα των κατ' ιδίαν περιστάσεων. Κατά τη στάθμιση της δυσαναλογίας θα πρέπει να συνεκτιμάται αν ο οφειλέτης έχει και άλλα χρέη, γεγονός το οποίο προμηνύει αναγγελίες άλλων δανειστών και εξασθενεί τη δυνατότητα ικανο-ποίησης της αξίωσης του δανειστή[279].  Η έννοια της αναλογικότητας μεταξύ μέσου και σκοπού που πρέπει να τηρείται στη διαδικασία του πλειστηρια-σμού, ώστε η επισπευδόμενη πράξη εκτέλεσης να μην αποτελεί μέτρο εξαιρετικής σκληρότητας που υπερβαίνει τα ανεκτά όρια θυσίας του οφειλέτη, έχει αυτοτελές νοηματικό περιεχόμενο, σαφώς διακρινόμενο από το αντίστοιχο του άρθρ. 281ΑΚ καθώς και αυτοτελές ρυθμιστικό πεδίο. Αποτελεί κατά συνέπεια αυτοτελή λόγο ανακοπής που προβάλλεται είτε με το δικόγραφο της ανακοπής είτε με αυτοτελές δικόγραφο πρόσθετων λόγων. Επιπλέον, η έκδοση εκτελεστού τίτλου και η επίσπευση  του δανειστή που επιλέγει να μη στραφεί κατά κληρονομιαίας περιουσίας προκειμένου να ικανοποιηθεί από το ενεργητικό της αναγγέλλοντας τις απαιτήσεις στον εκκαθαριστή, αλλά αντίθετα στρέφεται αποκλειστικά εναντίον του οφειλέτη, δεν συνιστά καταχρηστική επιλογή [280].

 

2.1.2.4. Η χρονική εξέλιξη   των εννοιών της καταχρηστικής άσκησης, των χρηστών ηθών, της καλής πίστης και συναφών εννοιών από τα δικαστήρια της Κρήτης.

Από τις αρχές του 20ου αιώνα και με την ισχύ διαφορετικού νομικού καθεστώτος, το δείγμα των δημοσιευμένων αποφάσεων  παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τη χρήση και ερμηνεία από τα δικαστήρια της Κρήτης των αόριστων εννοιών της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, των χρηστών ηθών, της καλής πίστης και συναφών εννοιών όπως οι αρχές της επιείκειας, η προσήκουσα επιμέλεια, η ανώτερη βία κ.α Η προσέγγιση των ως άνω εννοιών ακολουθεί χρονολογική σειρά ανεξάρτητα από το βαθμό δικαιοδο-σίας, τη σύνθεση του δικαστηρίου ή το είδος της διαδικασίας, προκειμένου να καταδειχτεί η νομολογιακή εξέλιξη. Σημειώνεται ότι η δημοσίευση κά-ποιων αποφάσεων, ιδιαίτερα παλαιότερων ετών, αφορά σε μικρό απόσπα-σμα του κειμένου των αποφάσεων, ώστε η αναφορά στις σχετικές έννοιες να είναι περιορισμένη. Επιπλέον, δεν αναφέρεται σε όλες τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου και του Εφετείου  Κρήτης ποια ήταν η αναιρεσιβαλλόμενη ή εφεσιβαλλόμενη απόφαση αντίστοιχα και  από ποιο πρωτοδικείο εκδόθηκε.

 

2.1.2.4.1. Ζητήματα ενοχικού δικαίου.

Ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι ο εναγόμενος δεν επέδειξε την προσή-κουσα επιμέλεια κατά την εκμίσθωση κτημάτων τα οποία ανήκαν στην περιουσία του (ενάγοντα)  και παράνομα διατήρησε τη διαχείρισή τους και στη συνέχεια  τα εκμίσθωσε καθώς και η απαίτησή του για  καταβολή των μισθωμάτων ως αποζημίωση, δεν εξετάστηκαν από το Εφετείο Κρήτης σε απόφαση του 1900 επειδή θεωρήθηκαν αντιφατικοί. Συγκεκριμένα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων δεν έπρεπε να ταυτίσει  την θετική ή αποθετική ζημία του εξαιτίας της παράνομης ενέργειας του εναγό-μενου με την καταβολή μισθωμάτων, αφού με τον τρόπο αυτό απαιτούσε από αυτόν το αντικείμενο της σύμβασης την οποία αποδοκίμαζε. Εξάλλου η μη επίδειξη προσήκουσας επιμέλειας από τον εναγόμενο προϋπέθετε νόμιμη ενέργεια από αυτόν ή τουλάχιστον αποδοχή από τον ενάγοντα, καταστάσεις οι οποίες ήταν αντιφατικές με τους ισχυρισμούς του τελευταίου[281].

Η μετά την πώληση ακινήτου εμφάνιση ελαττώματος εκνικήσεως και η ευθύνη του καλόπιστου πωλητή, απασχόλησε το Εφετείο Κρήτης. Παρά το γεγονός ότι ο αγοραστής καθυστέρησε 10-15 ημέρες να μεταγράψει το ακίνητο και στο διάστημα αυτό πρόλαβαν οι δανειστές του πωλητή να εγγράψουν υποθήκη δυνάμει νόμου, η αιτία της εκνικήσεως δεν αναζη-τήθηκε στην αμέλεια του αγοραστή που ολιγώρησε, αλλά στη μη πληρωμή ακόμη και λόγω απορίας ή αδυναμίας του ενυπόθηκου χρέους  από τον πωλητή. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε κατά πλειοψηφία  ότι, ευθύνη του πωλητή λόγω εκνικήσεως μεταγενέστερης της κατάρτισης πώλησης, θα είχε γεννηθεί  εάν αυτός (πωλητής) βαρυνόταν με πταίσμα, δηλαδή εν γνώσει του είχε πωλήσει για δεύτερη φορά το πράγμα ή το είχε υποθηκεύσει. Στην προκείμενη περίπτωση η ευθύνη του πωλητή του οποίου το χρέος πλη-ρώθηκε με την πώληση αλλότριου κτήματος, περιοριζόταν στο μέγεθος της ωφέλειάς του από την πώληση[282].

Η καλή πίστη των εναγομένων δεν αμφισβητήθηκε και τους αναγνωρί-στηκε το δικαίωμα αποζημίωσης για επωφελείς δαπάνες σε ακίνητο στις οποίες προέβησαν. Παρά την προβολή του ισχυρισμού από τον αντίδικο ότι οι εναγόμενοι προέβησαν στις δαπάνες εν γνώσει τους ότι κατείχαν το ακίνητο με τίτλο που τελούσε υπό διαλυτική αίρεση και για το λόγο αυτό δεν είχαν δικαίωμα αποζημιώσεως,  το Εφετείο Κρήτης έκρινε ότι οι εναγόμενοι-αγοραστές  στους οποίους περιήλθε η κυριότητα ακινήτου με τον όρο να ανατραπεί η δικαιοπραξία σε περίπτωση μη έγκαιρης καταβολής του τιμήμα-τος και παρόλ’ αυτά προέβησαν στις επωφελείς δαπάνες, δεν ήταν κακής πίστεως αφού κατείχαν δυνάμει τίτλου και βούληση κυρίου, ενώ στο πρόσω-πό τους υπήρχε η εύλογη προσδοκία για την ολοκλήρωση της αγοραπωλη-σίας, αλλά και αβεβαιότητα εάν ο ενάγων-πωλητής θα έκανε χρήση του διαλυτικού όρου[283].

Στις αρχές της επιείκειας προσέτρεξε το Εφετείο Κρήτης το 1903 προκειμένου να κρίνει σχετικά με την αδυναμία εκπλήρωσηςτης παροχής από τους εναγόμενους-πωλητές με βάση σύμβαση πώλησης χαρουπιών. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε ότι οι πωλητές που χωρίς δική τους υπαιτιότητα, αλλά από ανώτερη βία (διαρπαγή κατά τη διάρκεια επανάστασης) δεν παρέδωσαν τη συμφωνημένη ποσότητα χαρουπιών, δεν ενέχονταν στην καταβολή του διαφέροντος. Εξάλ-λου, συνεκτιμήθηκε ότι η εκπλήρωση της σύμβασης είχε οριστεί να γίνει ενώ διαρκούσε η επανάσταση, ώστε ο εφαρμοστής του δικαίου να ήταν υποχρεωμένος να επιλύσει τη διαφορά οδηγούμενος από τις αρχές της επιείκειας[284].

Στην έννοια της ‘ανωτέρας βίας’ που συμφωνήθηκε σε μισθωτήριο συμβόλαιο ότι δεν θα αποτελούσε λόγο για  μείωση του μισθώματος, το Εφετείο Κρήτης που επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, συμπεριέλαβε και τις επαναστάσεις στην Κρήτη, καθ΄όσον οι συμβαλλόμενοι γνωρίζοντες εκ πείρας τας συχνάς εν τη νήσω επαναστάσεις, είχον και ταύτας  υπ’ όψιν κατά την σύναψιν της συμβάσεως… Η συγκεκριμένη συμφωνία θεωρήθηκε έγκυ-ρη, μη αντιβαίνουσα σε διατάξεις δημόσιας τάξης αφού κρίθηκε ότι οι σχετικές διατάξεις του αστικού κώδικα δεν αφορούσαν στο δημόσιο συμφέ-ρον αλλά καθαρώς προνοούσι περί των ιδιωτικών συμφερόντων, ων εισί κύριοι οι συμβαλλόμενοι, δυνάμενοι να παραιτηθώσιν εκ των προτέρων και πάσης ζημίας εξ ανωτέρας βίας, ως εγένετο εν προκειμένω, χωρίς η τοιαύτη συμφωνία να θεωρήται άκυρος[285].

Σε αγοραπωλησία με εντολοδόχο διορισμένο από ανήλικο μουσουλμάνο, προστατεύτηκε ο καλής πίστεως αγοραστής ο οποίος όχι από υπαιτιότητά του αγνοούσε την ανηλικότητα του εντολέα-πωλητή. Στον τελευταίο, παρά το γεγονός ότι ετίθετο θέμα στέρησης της ιδιοκτησίας, δεν αναγνωρίστηκε το δικαίωμα να προσβάλει το κύρος της σύμβασης πώλησης αφού σύμφωνα με το νόμο, μεταξύ του ευρισκόμενου σε δόλο ανήλικου πωλητή και του καλό-πιστου τρίτου που αγόρασε από τον επίτροπο του ανηλίκου, προστατευόταν ο τελευταίος. Η ως άνω προστασία όμως δεν εκτεινόταν και στον τρίτο αγο-ραστή που ακύρως αγόρασε -ακόμη και προγενέστερα-  χωρίς να εγκριθεί εν τω μεταξύ η αγορά. Σύμφωνα με την απόφαση, μεταξύ των δύο τρίτων αγοραστών προστατευόταν αυτός που έγκυρα αγόρασε, αφού μεταξύ των δύο προτιμητέος εστι κατά την αγορασίαν ο μη ευρισκόμενος εν πταίσματι και εγκύρως αγοράσας, ουχί δε ο ακύρως αγοράσας, όστις ευρίσκεται εν πταίσματι μη ερευνήσας την  προσωπικήν ικανότητα του προσώπου μεθ’ ου συνηλλάγη [286].

Στην ιδιόρρυθμη διατύπωση του άρθρου 598 του Οθωμανικού Κώδικα που αποτελούσε το εφαρμοστέο δίκαιο για την επίδικη διαφορά σχετικά με την ωφέλεια (λάδι και χαρούπια) καλλιεργημένου κτήματος και την κατα-βολή αποζημίωσης, αναφέρθηκε το Εφετείο Κρήτης και την ερμήνευσε συνδέοντάς την με την έννοια της καλής πίστης. Συγκεκριμένα, το δευτερο-βάθμιο δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοδικείου Λασηθίου και έκρινε ότι δεν οφειλόταν αποζημίωση  για την ωφέλεια του κτήματος το οποίο είχε αγοράσει ο εναγόμενος πριν από την κάρπωση από τον πατέρα της ενάγουσας. Επιπλέον, αντιστοιχίστηκε η «χρήσις δια δικαιολογίας συναλ-λάγματος» (τεεβήλι μίλη) με τον καλής πίστεως χρήστη, ο οποίος  τεκμαιρό-ταν  αυτός που ενεργούσε δυνάμει συναλλάγματος. Σχετικά με την απόδοση των δημητριακών καρπών περιόδου 1900-1904, κρίθηκε ότι σύμφωνα με το νόμο (άρθρ. 907 και 1439 Οθ.Αστ.Κώδ) ανήκαν στον καλλιεργητή και κύριο του σπόρου και όχι στον κύριο του κτήματος, για τον οποίο προβλεπόταν αποζημίωση λόγω της μείωσης της παραγωγικότητας του ακινήτου από τη σπορά[287].

Για το χαρακτηρισμό της ποινικής ρήτρας ως δυσανάλογης και υπερβο-λικής κατά το άρθρ. 799 Κρ.Αστ. Κώδ. και τον αντίστοιχο  μετριασμό της ώστε να μην προσκρούει στα χρηστά ήθη  παρά τη βούληση των μερών για το ύψος της (συμφωνία για καταβολή 2000 δραχμών για μη έγκαιρη καταβολή χιλίων στατήρων), συνεκτιμήθηκαν η ανάγκη ικανοποίησης του πιστωτή (η φύση των πραγμάτων δεν καθιστούσε απαγορευτική, άχρηστη και ανωφελή την εκπλήρωση της ενοχής πέραν του συμφωνημένου χρόνου), αλλά και ο κολασμός του οφειλέτη-πωλητή που παρά την απειλή της ποινικής ρήτρας παραβίασε τη σύμβαση ως προς το χρόνο παράδοσης των εμπορευμάτων αν και οχλήθηκε σχετικά από τον αγοραστή[288].

Στους κανόνες της επιείκειας κατ’ άρθρ. 23 Εισαγωγικού Νόμου προσέ-τρεξε το Εφετείο Κρήτης προκειμένου να εκτιμηθεί και αποδειχθεί ως ‘σφόδρα πιθανό’ το πραγματικό γεγονός της διαρπαγής ασυγκόμιστων καρ-πών, δημητριακών και χαρουπιών, από πρόσφυγες και επαναστάτες  κατά τα έτη 1897 και 1898. Ακόμη και αν ήταν γνωστά τα πρόσωπα των επιδρα-μόντων επαναστατών που στέρησαν τους καρπούς από το μισθωτή με βάση μισθωτήριο συμβόλαιο του 1893, δε θα αναιρούνταν το δικαίωμα του τελευ-ταίου για μείωση του μισθώματος αφού η διαρπαγή έγινε εξαιτίας της επανά-στασης  και η βλάβη στο πρόσωπό του, απώλεια μοναδικής προσόδου από το μίσθιο, δεν ήταν μικρή και ευτελής. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, επέμεινε στην απόδειξη περί του ασυγκομίστου ή μη των καρπών από το μισθωτή κατά τη διαρπαγή,  γεγονός το οποίο σχετιζόταν με την πλήρη στέρηση της χρήσης του μισθίου[289].

Η επίκληση καλής πίστης κατά τις συναλλαγές από τον εκκαλούντα ώστε να στηριχτεί η συγγνωστή πλάνη του και να διαρραγεί η δικαιοπραξία, δεν έγινε δεκτή από το Εφετείο Κρήτης, που επικύρωσε την πρωτόδικη απόφα-ση. Συγκεκριμένα, η μετά την κατάθεση ενταλμάτων ανεπιφύλακτη παρα-λαβή από το ταμείο 23 γραμματίων χωρίς να εξακριβωθεί ότι ήταν όλα των 1000 δραχμών και η εκ των υστέρων διαπίστωση ότι δύο γραμμάτια ήταν των 500 δραχμών δε θεωρήθηκε εκδήλωση καλής πίστης στις συναλλαγές ώστε να εδραιωθεί συγγνωστή πλάνη. Κατά την καταμέτρηση των 23 γραμματίων από τον ταμία, επειδή τα πρώτα γραμμάτια αφορούσαν σε χιλιό-δραχμα, ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι καλή τη πίστει υπέθεσε ότι και τα υπόλοιπα γραμμάτια θα αφορούσαν στο ίδιο ποσό και για το λόγο αυτό παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα χρήματα δίνοντας εξοφλητικές αποδείξεις. Κρί-θηκε από το δικαστήριο ότι η καλή πίστη στις συναλλαγές και η ισότητα απαιτούσαν επιμέλεια κατά τη σύναψη της συμβάσεως και γι’ αυτό όπως ο ταμίας αποδείχθηκε επιμελής έναντι του εκκαλούντα διαβεβαιώνοντάς τον έμπρακτα  με την ακριβή μέτρηση για την αλήθεια της δήλωσής του έτσι και ο εκκαλών όφειλε προς ασφάλεια του ταμία να επιδείξει επιμέλεια και εφόσον είχε αμφιβολία να μετρήσει και ο ίδιος το ποσό ή να το παραλάβει με επιφύλαξη. Εύλογα δε ο ταμίας αποδέχθηκε την άνευ όρων παραλαβή, μη φανταζόμενος κάτω από αυτές τις συνθήκες πλάνη του αντισυμβαλλόμενου. Η καλή πίστη, που έπρεπε να υπάρχει κατά τη σύναψη και εκτέλεση της σύμβασης, προϋπέθετε και συνεπαγόταν να γίνονται οι συμβατικές δηλώσεις σύμφωνα με τα πράγματα, ώστε να ήταν εγγυημένες οι ενέργειες του ενός μέρους απέναντι στο άλλο[290].

Κρίθηκε απαράδεκτος από το Εφετείο Κρήτης που επικύρωσε την από-φαση του Πρωτοδικείου Ηρακλείου, ως αντίθετος στα χρηστά ήθη ο όρος σε σύμβαση δωρεάς οικίας, σύμφωνα με τον οποίο ο δωρητής παραιτούνταν από το δικαίωμα της ανακλήσεως της επίδικης δωρεάς για οποιονδήποτε λόγο. Η άρνηση της δωρεοδόχου να παρέχει στο δωρητή τη συμφωνηθείσα διατροφή, συνιστούσε αχαριστία που η μη συνεκτίμησή της για την ανάκλη-ση της δωρεάς αντιστρατευόταν τα χρηστά ήθη[291].

Κρίθηκε παραδεκτή η αξίωση αποζημίωσης για ζημία που προκλήθηκε από κακόβουλη και αντίθετη στα χρηστά ήθη ενέργεια του εναγόμενου σύμφωνα με το άρθρ. 1320Κρ.Αστ.Κώδ. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση αγρο-ζημίας, αυτός που έβρισκε στο δικό του αγρό μεγάλο ζώο, είχε αναμφίβολα το δικαίωμα να το διώξει όταν ήταν περιφερόμενο. Όταν όμως το έβρισκε  προσδεμένο, όφειλε ή να το οδηγήσει στις αρμόδιες για τη διαπίστωση της παράβασης Αρχές ή προκειμένου να αποφευχθεί υπέρμετρη βλάβη με την άφεση ελεύθερου του ζώου να το προσδέσει αλλού και όχι να το αφήσει ελεύθερο. Το Εφετείο Κρήτης επικυρώνοντας την απόφαση του Πρωτο-δικείου Χανίων, έκρινε ότι η ενέργεια του εναγόμενου, ο οποίος αφού βρήκε στον αγρό του  προσδεμένο το άλογο του ενάγοντα, το έλυσε και το οδήγησε σε παρακείμενο ναρκοπέδιο προκαλώντας έτσι το θάνατο του ζώου, ήταν κακόβουλη και αντίθετη στην καλή πίστη[292].

Το Εφετείο Κρήτης επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση έκρινε ότι δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος κατά την ΑΚ281 η αξίωση του εκμισθωτή να του αποδώσει τη χρήση του μισθίου ο μισθωτής. Συγκεκρι-μένα, η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων που αποτέλεσε τη βάση της επίδικης αξίωσης, αφορούσε  στη λήψη από τον εναγόμενο μισθωτή ποσού 5.000.000 δρχ. ως αποζημίωση, προκειμένου να παραιτηθεί από την προστασία του ενοικιοστασίου για τη χρήση του μισθίου ως υποδηματοποιείου με μηνιαίο μίσθωμα 30.000 δρχ. και να το παραδώσει (το μίσθιο) ελεύθερο στον ενάγοντα  ιδιοκτήτη. Το δικαίωμα του εκμισθωτή να ιδιοχρησιμοποιήσει το μίσθιο όπως στην περίπτωση ανοικοδόμησης, κρίθηκε υπέρτερο της προστα-σίας που παρεχόταν από τις διατάξεις του ενοικιοστασίου, ώστε η σχετική συμφωνία των συμβαλλόμενων με την καταβολή αποζημίωσης στο μισθωτή να κριθεί νόμιμη, εξυπηρετούσα και το γενικό συμφέρον του κοινωνικού συνόλου αλλά και το ατομικό βιοτικό συμφέρον. Για τη νομιμότητα της συμφωνίας των διαδίκων συνεκτιμήθηκε και η πρόβλεψη από το νόμο (άρθρ. 37&2 του ισχύοντος ενοικιοστασίου) για καταβολή αποζημίωσης στο μισθω-τή ο οποίος λόγω υπέρτερου δικαιώματος του εκμισθωτή απωθούνταν από το μίσθιο ώστε να μη μπορούσε να θεωρηθεί παράνομη, ανήθικη και χωρίς αιτία η αποζημίωση που δόθηκε με βάση τη συμφωνία αυτή[293].

Οι αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών που έπρεπε  να διέπουν το στάδιο των διαπραγματεύσεων, επικλήθηκαν από το Εφετείο Κρήτης στην περίπτωση υπό σύσταση ομόρρυθμης εταιρίας, η οποία ματαιώ-θηκε τελικά. Τάχθηκαν συμπληρωματικές αποδείξεις ως προς την έκταση της ζημίας του ενός εταίρου, ο οποίος με την πεποίθηση της ίδρυσης και λειτουργίας της ομόρρυθμης εταιρείας με τη μορφή εταιρικού εργοστασίου, κατέβαλε ως προκαταβολή για την αγορά μηχανημάτων το ποσό των 30.000.000 δραχμών, ενώ απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του ιδίου εταίρου για ζημία 2.000.000 δραχμών που αφορούσε σε τόκους δαπανών  σχετικά με την ως άνω αγορά των μηχανημάτων[294].

Επί παροχής γένους (οίνου), μετά τη συγκέντρωση της ενοχής που πραγματοποιήθηκε με τον αποχωρισμό ποσότητας 126 τόνων οίνου και τη μετέπειτα πώληση του αντικειμένου της παροχής σε τρίτο από τον οφειλέτη, αφού είχε προηγηθεί έγκυρη προσφορά και άρνηση αποδοχής από το δανειστή της παροχής και οφειλέτη του τιμήματος, ο οψιγενής ισχυρισμός του τελευταίου για  υπαιτιότητα του αντισυμβαλλόμενου στη μη εκπλήρωση της ενοχής, κρίθηκε  από το Εφετείο Κρήτης που επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, απορριπτέος ως αντίθετος προς τις  ΑΚ 200 και 288. Σύμφωνα με την καλή πίστη που έπρεπε να διέπει τις συναλλαγές δεν μπορούσε να αποκομίζει κάποιος οφέλη από τη δική του υπαιτιότητα ούτε να προβάλλει αξίωση για εκπλήρωση της ενοχής με το συγκεκριμένο αντικείμενο, εφόσον δεν επικαλούνταν ούτε   αποδείκνυε σχετικό ειδικό συμφέρον[295].

Σε σύμβαση παρακαταθήκης με αντικείμενο 12.650 κιλά ελαιόλαδου χωρίς να έχει καθοριστεί η προθεσμία φύλαξης και απόδοσης, το Εφετείο Κρήτης έκρινε ότι η μη συμμόρφωση του θεματοφύλακα μετά την από 16.9.1958 εξώδικη πρόσκληση από τον παρακαταθέτη προς αυτόν (θεματο-φύλακα) να αποδώσει το ελαιόλαδο εντός προθεσμίας 5 ημερών, τον περι-ήγαγε σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης σε κατάσταση υπερημερίας μέχρι την 26.2.1962, οπότε και εκπλήρωσε την παροχή. Επιπλέον, η έγερση αγωγικής αξίωσης για πλήρη αποζημίωση προκειμένου να αποκατασταθεί  η ζημία του παρακαταθέτη από τη μη δυνατότητά του εξαιτίας της υπερημε-ρίας του οφειλέτη να μεταπωλήσει το ελαιόλαδο το Νοέμβριο του 1960 στην τιμή των 19 δραχμών ανά κιλό,  κρίθηκε ότι δε συνιστούσε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος αφού δεν υπερέβαινε τα αντικειμενικά κριτήρια της ΑΚ281 και το συμφέρον του δανειστή υπερτερούσε έναντι του συμφέ-ροντος του οφειλέτη[296].

Σε σύμβαση δωρεάς της 21.1.1946, ο όρος που τέθηκε με πρόσθετη συμ-φωνία των συμβαλλομένων (εγένετο  υπό τον ρητόν όρον και υποχρεούται να παραιτηθή του κληρονομικού της μεριδίου) ότι σε περίπτωση που δεν παραι-τηθεί η δωρεοδόχος από  την κληρονομιά τρίτων να θεωρείται άκυρη η δωρεά, ερμηνεύτηκε από το Εφετείο Κρήτης σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών ότι έφερε το νομικό χαρακτήρα του ‘τρόπου’ ώστε να πρόκειται για δωρεά υπό τρόπο  και όχι για δωρεά που ενείχε κληρονομική σύμβαση. Παράλληλα, ο ως άνω ‘τρόπος’ κρίθηκε ότι υποχρεώνοντας τη δωρεοδόχο σε παραίτηση από μελλοντικό κληρονομικό μερίδιο μετά το θάνατο τρίτων, ζώντων ήδη κατά τη σύναψη της δωρεάς, ρύθμιζε υποχρέωση ανήθικη κατά το νόμο (άρθρ. 95 Κρ.Αστ.Κώδ.) ως αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη. Στην ίδια υπόθεση, κρίθη-κε ότι συνιστούσε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος ο ισχυρισμός ότι ήταν άκυρη η υποθήκη που ενέγραψε η Τράπεζα επί των δωρηθέντων ακινήτων προς εξασφάλιση απαίτησής της κατά της δωρεοδόχου, αφού: ενώ το δωρητήριο συμβόλαιο μεταγράφηκε αμέσως μετά τη σύμβαση δωρεάς (1949), τα ιδιαίτερα συμβόλαια με τα οποία προστέθηκε ο ως άνω όρος, μεταγράφηκαν πολύ αργότερα (1954) και σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου εγγραφής της υποθήκης[297].

Στην κρίση περί αντίθεσης στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη της συμπεριφοράς του διαδίκου, ο οποίος επικαλούνταν ακυρότητα σύμβασης  πώλησης ελλείψει προβλεπόμενου τύπου, τη στιγμή που ο ίδιος προκάλεσε την ακυρότητα δημιουργώντας πλάνη στον αντισυμβαλλόμενό του με τις διαβεβαιώσεις του ότι δεν ήταν αναγκαίος ο τύπος, οδηγήθηκε το Εφετείο Κρήτης που θεώρησε εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση. Σύμφωνα με την ελάσσονα πρόταση, ο εναγόμενος επώλησε άτυπα την κυριότητα επί του ?  εξ αδιαιρέτου ποσοστού βυτιοφόρου αυτοκινήτου και αρνούνταν, παρά την επιμονή του ενάγοντα, να συμπράξει στην κατάρτιση του προβλεπόμενου από το νόμο συστατικού τύπου (συμβολαιογραφικό έγγραφο), εκμεταλλευό-μενος τη συγγενική τους σχέση (σύγγαμβροι) και διαβεβαιώνοντάς τον ότι ήταν επαρκής για το κύρος της πώλησης η ιδιωτική επιστολή. Συνεχίζοντας δε, την αντίθετη στην καλή πίστη συμπεριφορά και επιτείνοντας την πλάνη του ενάγοντα, κατέβαλλε σε αυτόν τα ωφελήματα από την εκμετάλλευση του βυτιοφόρου που αντιστοιχούσαν στο ποσοστό πώλησης ενώ αιτιολο-γούσε τη μη σύναψη τύπου στην αποφυγή μείωσης της συναλλακτικής του πίστης που αναπόφευκτα θα επερχόταν με τη δημοσιοποήση του συμβολαίου πώλησης. Η αντίθετη στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του πωλητή επιτάθηκε από την επερχόμενη ανατίμηση και υπερδιπλασσιασμό της αξίας του βυτιοφόρου ώστε να επικαλείται ακυρότητα της σύμβασης πώλησης σταματώντας παράλληλα την καταβολή των ωφελημάτων[298].

Σύμφωνα με τη συναλλακτική ευθύτητα, την κοινή πείρα και τα συναλ-λακτικά ήθη που επικρατούσαν στις συναλλαγές και στον επαγγελματικό κύκλο των εργολάβων ή υπεργολάβων δημοσίων έργων, το Εφετείο Κρήτης έκρινε ότι ως ρυθμιστικοί της συμβατικής σχέσης λαμβάνονταν οι συντελε-στές  των προδιαγραφών της υπηρεσίας εκείνης στη διοικητική αρμοδιότητα της οποίας ανήκε το εκτελούμενο έργο και από την οποία ευθέως και αμέσως αυτό εποπτευόταν και όχι άλλοι συντελεστές από διάφορες δημόσιες υπηρε-σίες. Εφόσον δε, εξέλιπαν οι ειδικές προδιαγραφές  από την εποπτεύουσα δημόσια αρχή που ήταν το υπουργείο εθνικής άμυνας σχετικά με την κατα-σκευή από την κοινοπραξία Τ-Μ του αεροδρομίου της Σούδας με τη συναρ-μογή του αργού υλικού που κατά 1200 κ.μ έπρεπε να εξορυγνύεται από το λατομείο του πωλητή, ο υπολογισμός της επιμέτρησης του ενσωματωθέντος στο έργο υλικού θα έπρεπε να γίνει με βάση τεχνική εργασία με επιτόπια δειγματοληπτική έρευνα προκειμένου να ανευρεθούν οι προσιδιάζοντες στο συγκεκριμένο έργο συντελεστές[299].

Ο Άρειος Πάγος σε ολομέλεια, επικυρώνοντας την απόφαση του Εφε-τείου Κρήτης, έκρινε ότι δεν ενείχε κατάχρηση δικαιώματος η άσκηση αγωγής για την αναγνώριση της εικονικότητας πώλησης ακινήτου αφού από τη συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης δεν ήταν δικαιολογημένο να πιστεύει η αναιρεσείουσα εταιρεία ότι δεν θα αμφισβητούνταν το κύρος της πώλησης. Συγκεκριμένα, η αναιρεσίβλητη συνέστησε με το σύζυγό της την αναιρεσεί-ουσα εταιρεία στην οποία μεταβίβασε εικονικά το προικώο ακίνητό της,  προκειμένου να καταρτιστεί σύμβαση δανείου με την Τράπεζα για να ανεγερθεί τουριστικό συγκρότημα. Με δεδομένη τη σταδιακή εκταμίευση των χρημάτων, η άσκηση -σε πρώιμο στάδιο- εναντίον της εταιρείας αγωγής προκειμένου να αναγνωριστεί η εικονικότητα της πώλησης, δεδομένης της διάστασης και στη συνέχεια διάζευξης των συζύγων και η παρόλ’ αυτά συνέχιση, ολοκλήρωση και επέκταση του έργου με τη  σύναψη και άλλων δανείων από την αναιρεσείουσα εταιρεία, δε δικαιολογούσε την ευθύνη της αναιρεσίβλητης για τις επαχθείς οικονομικές συνέπειες από την ανατροπή της διαμορφωθείσας κατάστασης[300].

Η αξίωση του εκμισθωτή να κατεδαφιστούν αποθηκευτικοί χώροι και υπόστεγο που κατασκεύασε στο μίσθιο (ταβέρνα) ο μισθωτής, πιστεύοντας καλόπιστα ότι είχε το σχετικό δικαίωμα στα πλαίσια της μισθώσεως, κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο που επικύρωσε την αντίστοιχη  απόφαση του Εφετείου Κρήτης ως καταχρηστική αφού: τα κτίσματα κατασκευάστηκαν με τη συναί-νεση του εκμισθωτή, ήταν καλαίσθητα και δε μείωναν την αισθητική εμφά-νιση του μισθίου, από την κατασκευή τους δεν επήλθε ούτε μπορούσε να επέλθει βλάβη στο μίσθιο αλλά αντιθέτως υπήρξαν επωφελή γι’ αυτό, η προχειρότητα δε και το είδος της κατασκευής τους, καθιστούσαν εύκολη και όχι δαπανηρή την κατεδάφισή τους. Έγινε δεκτό ότι σύμφωνα με τα παρα-πάνω και με γνώμονα την καλή πίστη, δεν μπορούσε να καταλογιστεί στον  μισθωτή ότι μεταχειρίστηκε το μίσθιο όχι με επιμέλεια και όχι όπως συμφω-νήθηκε. Επιπλέον, οι ενέργειες του εκμισθωτή να εκδοθεί από το αρμόδιο πολεοδομικό γραφείο Ηρακλείου άδεια κατασκευής ισόγειας οικοδομής εμβαδού 112,46 τ.μ στο μίσθιο, με την προϋπόθεση ότι θα είχε ισχύ (η άδεια) μετά την κατεδάφιση των αυθαίρετων κτισμάτων, κρίθηκαν ότι έγιναν με μοναδικό σκοπό την αποβολή από το μίσθιο του μισθωτή, αφού δεν υπήρχε αληθινή πρόθεση κατασκευής οικοδομής από τον εκμισθωτή[301].

Σε σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου, η μη σύσταση από την εργο-δότρια εταιρεία (ΟΤΕ) επιτροπής χαρακτηρισμού εδαφών και παραδοχής των επιμετρήσεων κρίθηκε από το Εφετείο Κρήτης ότι δε στοιχειοθετούσε την αξίωση κατά την ΑΚ288 της εργολήπτριας εταιρείας για καταβολή χρηματικού ποσού προς αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη εξαιτίας της καλόπιστης εκτέλεσης των υποχρεώσεών της και των υπερσυμβατικών ενερ-γειών στις οποίες προέβη, χάριν της αρτιότητας και λειτουργικότητας του έργου. Κρίθηκε ότι τα με τη σύμπραξη της επιτροπής χαρακτηρισμού εδα-φών καταρτιζόμενα πρωτόκολλα και οι ολικές ή μερικές παραδοχές ή απορ-ρίψεις των επιμετρήσεων της εργολήπτριας δεν συνιστούσαν γενεσιουργούς λόγους των αξιώσεων της τελευταίας[302].

Κρίθηκε αόριστος από το Εφετείο Κρήτης ο ισχυρισμός της μισθώτριας-ενάγουσας-εφεσίβλητης ότι ήταν άκυρη ως αισχροκερδής η άφεση χρέους που αφορούσε στη μη επιστροφή από την εκμισθώτρια-εναγόμενη-εκκαλού-σα, της καταβληθείσας εγγύησης ποσού 400.000 δραχμών με τη λήξη της μισθωτικής σχέσης. Σύμφωνα με τη μισθώτρια, η εκμισθώτρια εκμεταλλεύ-τηκε την επείγουσα ανάγκη της να τερματιστεί η μίσθωση, επειδή δεν ήταν καλή η πορεία της επιχείρησης που στεγαζόταν στο μίσθιο (super market)  και προκειμένου να συναινέσει στη λύση της, αρνήθηκε να επιστρέψει την εγγύηση. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε για την αοριστία του ισχυρισμού αφού: δεν προσδιοριζόταν επακριβώς η κατάσταση ανάγκης της μισθώτριας ούτε αναφέρονταν τα πραγματικά περιστατικά που τη συνέθε-ταν, δεν αναφερόταν ότι η εκμισθώτρια γνώριζε την ως άνω ανάγκη ούτε προέκυπτε ότι η δυσαναλογία των περιουσιακών ωφελημάτων που αποκό-μισε η εκμισθώτρια κατά την κατάρτιση  της σύμβασης ήταν προφανής[303].

Η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης από την Τράπεζα κατά της δανειο-λήπτριας τουριστικής επιχείρησης που παραβίασε τις υποχρεώσεις της από τη σύμβαση δανείου συνολικού ύψους 98.900.000 δραχμών, κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο που επικύρωσε την αντίστοιχη εφετειακή απόφαση, ως μη αντίθετη στην ΑΚ281 αφού η συμπεριφορά της Τράπεζας ήταν απολύτως σύννομη και δεν μπορούσε, ούτε κατ’ ελάχιστον να δημιουργήσει στην αναιρε-σείουσα την πεποίθηση ότι δεν θα ασκούσε εναντίον της την απαίτησή της και δεν θα επιχειρούσε την ικανοποίησή της με αναγκαστική εκτέλεση.  Η ως άνω, προγενέστερη της επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης συμπεριφορά, συνί-στατο στην καταγγελία της δανειακής σύμβασης από την Τράπεζα μετά τη μη τοκοχρεωλυτική εξυπηρέτηση του δανείου από τη δανειολήπτρια εται-ρεία και την κοινοποίηση επιταγών προς πληρωμή του υπολειπόμενου ποσού, καθώς επίσης και στην αντίδραση (της Τράπεζας) με εξώδικη δήλω-ση αμέσως μόλις πληροφορήθηκε την επικείμενη μίσθωση της ξενοδοχεια-κής μονάδας στο Μύρθιο Ρεθύμνης -για την αποπεράτωση της οποίας είχε συναφθεί η δανειακή σύμβαση- σε ιταλική τουριστική επιχείρηση προς εκμε-τάλλευση για 14 χρόνια[304].

Σε κατασκευή δημόσιου έργου, κρίθηκε από το Εφετείο Κρήτης ότι παραλλαγές που αναφέρονταν στα τεχνικά μέσα που ήταν απαραίτητα για την εκτέλεση του έργου (όπως η χρησιμοποίηση γερανών μεγαλύτερης ανυψωτικής δύναμης ή ικριωμάτων μεγαλύτερης αντοχής από εκείνα που είχαν αρχικά προβλεφθεί) ή μεταβολές στη σύνθεση του εργατοτεχνικού προσωπικού στο οποίο στηρίχτηκε το τιμολόγιο της μελέτης και η προσφορά του αναδόχου ή χρήση υλικών που διευκόλυναν την εκτέλεση του έργου (όπως δυναμίτη για εκβραχισμούς) ή ενδιάμεσες αποθηκεύσεις των υλικών που προορίζονταν για την εκτέλεση του έργου και που όλα αυτά επιβλή-θηκαν στον ανάδοχο του έργου από απρόβλεπτες δυσχέρειες που εμφανί-στηκαν κατά την εκτέλεση του έργου και ανέβασαν το αρχικό κόστος, αν και δεν αποτελούσαν νέες εργασίες ούτε μετέβαλαν το χαρακτήρα των εργασιών που περιγράφονταν στη σύμβαση, ώστε να υπάρχει δικαίωμα καθορισμού νέων τιμών, μπορούσαν να επισύρουν την εφαρμογή της ΑΚ288. Ειδικό-τερα, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και τα  συναλλακτικά ήθη οι ως άνω μεταβολές μπορούσαν να συνεκτιμηθούν υπέρ του αναδόχου ώστε το Δικαστήριο να εξισορροπήσει τις εκατέρωθεν παροχές και προκειμένου να αποφευχθεί η ζημία του αναδόχου από την άνοδο του κόστους να προχω-ρήσει σε αύξηση της τιμής.[305].

Η αξίωση του ενάγοντα-εκμισθωτή να αυξηθεί κατά 15% το μίσθωμα όπως είχε συμφωνηθεί με τον μισθωτή, κρίθηκε από το Πρωτοδικείο Χανίων ότι δεν καθιστούσε το μίσθωμα σε σχέση με τη μισθωτική αξία του ακινήτου-καταστήματος, έκτασης 42 τ.μ, προφανώς δυσανάλογο και αντίθετο στη συναλλακτική πρακτική και αντίληψη του δικαίου ώστε να εφαρμοσθεί η ΑΚ288, παρά την περί του αντιθέτου ένσταση του εναγόμενου. Για το σχηματισμό της ως άνω κρίσης λήφθηκαν υπόψη η θέση του ακινήτου σε περιοχή των Χανίων που χαρακτηριζόταν από αξιόλογη εμπορική κίνηση,  η καλή κατασκευή και ‘ηλικία’ του μισθίου (15 ετών) και η αύξηση της μισθωτικής αξίας εξαιτίας ανόδου του τιμαρίθμου και μετατροπής της ‘τυφλής’ στοάς στην οποία βρισκόταν το μίσθιο σε διαμπερή,  αυξάνοντας έτσι την προσβασιμότητα του ακινήτου σε περισσότερους δρόμους. Επι-πλέον, απορρίφθηκε η ένσταση του εναγόμενου ότι η αξίωση του ενάγοντα ήταν καταχρηστική κατά την ΑΚ281 επειδή, διαβεβαιώνοντάς τον προφο-ρικά ότι δε θα ίσχυαν οι συμφωνημένες αναπροσαρμογές του μισθώματος, του δημιούργησε εύλογη πεποίθηση περί αυτού, ενώ η αληθινή πρόθεση του εκμισθωτή ήταν ο εξαναγκασμός του μισθωτή σε έξωση ώστε να λάβει (ο εκμισθωτής) ‘αέρα’ από νέο μισθωτή. Σύμφωνα με την απόφαση, από τις αντικειμενικές συνθήκες που αφορούσαν στο επίδικο, δε δικαιολογούνταν η πεποίθηση του εναγόμενου, αλλά αντίθετα βαρυνόταν τουλάχιστον με αμέλεια ως προς την καταβολή του οφειλόμενου συμβατικού μισθώματος[306].

Ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι ήταν καταχρηστική η αγωγή της ενά-γουσας για απόδοση από αυτούς του μισθίου-οικίας στα Χανιά που χρησίμευε ως οικογενειακή τους στέγη, επειδή καθυστέρησαν τα μισθώματα τριών  μηνών για λίγες ημέρες, απορρίφθηκε από το Πρωτοδικείο Χανίων που διέταξε την απόδοση της χρήσης στην ενάγουσα. Συγκεκριμένα, από το Δικαστήριο έγινε αποδεκτή και κρίθηκε ότι ήταν δικαιολογημένη και γνωστή στους εναγόμενους η εμμονή της εκμισθώριας στην έγκαιρη καταβολή του μισθώματος -είχε ασκηθεί προγενέστερα σχετική αγωγή- ώστε αυτοί (εναγό-μενοι) μη καταβάλλοντας εμπρόθεσμα το μίσθωμα, αν και είχαν όλο το χρο-νικό περιθώριο, δεν ενεργούσαν συνετά και καλόπιστα, αλλά αντίθετα επε-δείκνυαν οι ίδιοι εμμονή στην καθυστερημένη καταβολή[307].

Η ουσιώδης αύξηση της μισθωτικής αξίας του μισθίου ώστε να επέρχεται ζημία στον εκμισθωτή, που υπερέβαινε κατά τα συναλλακτικά ήθη τον κίνδυνο που ανέλαβε αυτός, καταρτίζοντας τη μίσθωση με το συγκεκριμένο μισθωτή, κρίθηκε από το Πρωτοδικείο Χανίων ότι αποτελούσε προϋπόθεση σύμφωνα με την ΑΚ288, για την αναπροσαρμογή του μισθώματος από το Δικαστήριο, με την έκδοση διαπλαστικής απόφασης κατά δίκαιη κρίση[308].

Κρίθηκε από το Εφετείο Κρήτης ότι προσέκρουσε στις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών η αμελής συμπεριφορά της Τράπεζας (υπο-κατάστημα Χανίων) σύμφωνα με την οποία ενώ είχε αναλάβει τη διενέργεια όλων των απαραίτητων διατυπώσεων για την έγκριση της εισαγωγής 1500 ξηράλατων δερμάτων από την Υεμένη, βάρους 7.500 κιλών και αξίας 12.915,50 δολλαρίων ΗΠΑ και την παροχή άδειας εκτελωνισμού από τις ελληνικές αρχές, παρόλ’ αυτά δε μερίμνησε για την έκδοση ειδικής άδειας εισαγωγής από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Γεωργίας, δηλαδή δεν προέβη στην πρόσθετη και υποχρεωτική διατύπωση που προέβλεπε η από 9.12.1980 Υ.Α, με αποτέλεσμα να απαγορευτεί ο εκτελωνισμός των αφιχθέντων στο λιμάνι του Πειραιά δερμάτων από την κτηνιατρική υπηρεσία και να απαγορευτεί η εισαγωγή τους στην Ελλάδα. Η ως άνω απόφαση αναι-ρέθηκε από τον Άρειο Πάγο λόγω ανεπαρκούς αιτιολόγησης, που καθι-στούσε ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο αφού δε βεβαιωνόταν ότι η Υ.Α είχε πράγματι κοινοποιηθεί στην Τράπεζα πότε και από ποιον, ούτε διαλαμβα-νόταν πώς η Τράπεζα θα μπορούσε να γνωρίζει  από άλλη πηγή για την ανάγκη παροχής της συγκεκριμένης άδειας από το Υπουργείο Γεωργίας, ενώ επιπλέον δεν διευκρινιζόταν αν η ματαίωση της εισαγωγής των δερμάτων οφειλόταν στην παράλειψη προηγούμενης λήψης άδειας ή στην απαγόρευση χορήγησής της εξαιτίας ακαταλληλότητας ή επικινδυνότητας των δερμάτων ή από άλλη αιτία[309].

Δεν έγινε αποδεκτός από το Πρωτοδικείο Ηρακλείου ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι ήταν καταχρηστική η αξίωση αποζημίωσης της ενάγουσας λόγω παράδοσης έργου υδραυλικών και αποχετευτικών εγκαταστάσεων με ελλιπείς τις συμφωνημένες ιδιότητες, επειδή δε χρησιμοποιήθηκαν τα υλικά που συμφωνήθηκαν και επιπλέον επειδή το έργο παρουσίασε σημαντικά ελαττώματα σε ξενοδοχειακή μονάδα στο Σίσι Μεραμβέλλου αξίας 73.753.540 δραχμών. Συγκεκριμένα, δεν έγινε αποδεκτό ούτε ότι η αγωγή ασκήθηκε από την ενάγουσα μόνο για τη δημιουργία επιχειρημάτων ώστε να διαπραγματευτεί στη συνέχεια την οφειλόμενη αμοιβή για το έργο ούτε ότι η ενάγουσα παρέλειψε να αναφέρει τα ελαττώματα του έργου  έγκαιρα ώστε καταχρηστικά να τα επικαλείται εκ των υστέρων. Ο ισχυρισμός περί εναντί-ωσης στην ΑΚ281 απορρίφθηκε, διότι οι εναγόμενοι δεν επικαλέστηκαν στοιχεία απαραίτητα προκειμένου να κριθεί η αντίθεση της άσκησης της αγωγής στην καλή πίστη, στα χρηστά ήθη ή στον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος, ενώ τα υποβαλλόμενα επιχειρήματα των τελευταίων  κρίθηκε ότι  δε στοιχειοθετούσαν την έννοια της κατάχρησης[310] .

Η αποδοχή από τους ενάγοντες-εκμισθωτές της ετήσιας αύξησης του μισθώματος σε ποσοστό 75% επί του τιμαρίθμου επί πέντε συνεχόμενα έτη για εμπορική μίσθωση με αντικείμενο ισόγειο κατάστημα με υπόγειο και πατάρι, που χρησιμοποιούνταν για την άσκηση εμπορίας παιδικών επίπλων στην πόλη του Ηρακλείου, κρίθηκε από το Εφετείο Κρήτης ότι δημιούργησε στον εναγόμενο μισθωτή την εύλογη πεποίθηση ότι οι ενάγοντες δε θα έκαναν χρήση του δικαιώματος αναπροσαρμογής  σε ποσοστό 6% επί της αντικειμενικής αξίας του μισθίου, όπως προέβλεπε το π.δ 34/1995. Η μετά τη δημιουργία της ως άνω πεποίθησης άσκηση του σχετικού δικαιώματος από τους εκμισθωτές, θεωρήθηκε ότι υπερέβαινε τα όρια που επέβαλαν η καλή πίστη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος[311].

Σε σύμβαση τραπεζικού δανείου, η χωρίς νόμιμο λόγο άρνηση της Τράπε-ζας να προβεί ακόμη και στη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων  που αφορούσαν τη ρύθμιση της αποπληρωμής με δόσεις της οφειλής της αιτούσας δανειολήπτριας, η εμμονή της Τράπεζας στην ανεπιφύλακτη ανα-γνώριση από τη δανειολήπτρια του οφειλόμενου ποσού όπως προέκυψε από το μονομερή (από την Τράπεζα) επαναπροσδιορισμό του και αντίθετα η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος της δανειολήπτριας  προκειμένου να εισπραχθεί η ως άνω οφειλή, κρίθηκε από το Πρωτοδικείο Ηρακλείου ως καταχρηστική και καθ’ υπέρβαση των ορίων που επέβαλαν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος της αναγκαστικής εκτέλεσης.  Συγκεκριμένα, συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο η φερεγγυότητα της δανειολήπτριας η οποία μετά τη σύναψη των τραπεζικών δανείων προκειμένου να λειτουργήσει ξενοδοχει-ακή μονάδα στις νότιες ακτές του ν. Ηρακλείου (οικισμός ‘Κόκκινος Πύρ-γος’) όχι μόνο δεν είχε αντίρρηση, αλλά επεδίωξε τη ρύθμιση του τρόπου καταβολής της οφειλής της καθώς επίσης και η βιωσιμότητα της επιχείρησης (ήδη είχε μετατραπεί σε μονάδα φροντίδας υπερηλίκων ατόμων) που εξα-σφάλιζε τη δυνατότητα της δανειολήπτριας να ανταποκριθεί στις οικονο-μικές της υποχρεώσεις[312].

Η συμπεριφορά της εναγόμενης  κατά το μέρος που αφορούσε  άσκηση δικαιώματος και συνίστατο στην πλήρη και αποκλειστική διαχείριση εργα-σιών εταιρικής εκπαιδευτικής επιχείρησης με την επωνυμία ‘Λύκειον ο Κοραής Ο.Ε’, όπως ανακοινώσεις στο ραδιόφωνο και τον Τύπο, οργάνωση λειτουργίας για το σχολικό έτος 1997-98 με βάση τις προσωπικές της ικανότητες κ.α. αν και γνώριζε ότι ήταν άκυρη η συστατική της εταιρείας σύμβαση, κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο που επικύρωσε την αντίστοιχη απόφαση του Εφετείου Κρήτης ότι δεν ήταν καταχρηστική. Η προαναφε-ρόμενη συμπεριφορά σε σχέση με τους υπόλοιπους εταίρους της επιχείρησης κρίθηκε ότι δεν υπερέβαινε τα  όρια που επέβαλλε η καλή πίστη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος ώστε να προξενηθεί περιουσιακή και ηθική βλάβη στους τελευταίους[313].

Η παραβίαση του Κώδικα ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος (α.ν 1565/1939), του Κώδικα ιατρικής δεοντολογίας (β.δ 25-5/6.7.1955), του ν. 2194/1994 και του π.δ. 84/2001 με σκοπό την προσέλκυση πελατείας μέσα από (ανεπίτρεπτες) διαφημιστικές πρακτικές, όπως η ανάρτηση πινακίδων ή επιγραφών σε δημόσιο χώρο, οι αγγελίες, τα διαφημιστικά έντυπα κ.α και η χρήση των όρων «κέντρο υγείας» ή «ιατρικό κέντρο» από ιδιωτικούς φορείς Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, κρίθηκαν από το Πρωτοδικείο Ρεθύμνης ως αντίθετες στα χρηστά ήθη, ώστε να καθίσταται εφαρμοστέα η ΑΚ919. Συγκεκριμένα, η εναγόμενη εταιρεία  παραβίασε τις ως άνω διατάξεις αφού προέβαινε σε συστηματική και οργανωμένη παροχή ιατρικών υπηρεσιών προς το κοινό, ως φορέας πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας με τη συνεργασία των υπόλοιπων εναγόμενων ιατρών, οι οποίοι δέχονταν στους χώρους της εταιρείας καθημερινά ιατρικά περιστατικά υπό την επωνυμία και το διακρι-τικό τίτλο της εταιρείας αν και από τους καταστατικούς σκοπούς της εταιρείας αυτή έπρεπε να περιορίζεται στην εκμίσθωση των χώρων της  για τη λειτουργία ιατρείων και στη σύναψη συμβάσεων με ασφαλιστικές εταιρείες για την ιατρική φροντίδα των ασφαλισμένων από επαγγελματίες υγείας με τους οποίους αυτή θα είχε συμβληθεί. Η ως άνω αντίθετη στα χρηστά ήθη δραστηριότητα της εναγόμενης εταιρείας αποδείχτηκε από το γεγονός ότι είχε προβεί σε καταχωρίσεις σε ταξιδιωτικούς οδηγούς που απευθύνονταν σε αλλοδαπούς τουρίστες που επισκέπτονταν την Κρήτη, στις σχετικές με τα νοσοκομεία και ιατρεία σελίδες, όπου παράλληλα με την επωνυμία της στην αγγλική γλώσσα (first line of human assistance) χρησιμο-ποιούσε το σύμβολο του ερυθρού σταυρού με την ένδειξη DAY NIGHT. Μάλιστα, στον πλέον έγκυρο ταξιδιωτικό οδηγό Neckermann η εταιρεία καταχωρήθηκε ως ιατρικό κέντρο ακόμη και πριν το νομαρχιακό νοσοκομείο Ρεθύμνου. Αποτέλεσμα της παράνομης συμπεριφοράς ήταν να προσελκυστεί από την εναγόμενη εταιρεία το μεγαλύτερο ποσοστό ιατρικών περιστατικών μεταξύ των αλλοδαπών τουριστών, δεδομένης της συνεργασίας της με ασφα-λιστικές εταιρείες, αλλά και της μικρότερης αμοιβής που εισέπραττε λόγω χαμηλού λειτουργικού κόστους, αποκτώντας έτσι οικονομικό προβάδισμα στην αγορά και παράλληλα προκαλώντας την αντίδραση των ιατρών του Ρεθύμνου που κατήγγειλαν στα αρμόδια όργανα την ως άνω συμπεριφορά[314].

Η μη κατασκευή  στηθαίου ύψους τουλάχιστον ενός μέτρου στον πεζό-δρομο από ξενοδοχειακή μονάδα στο Λιμένα Χερσονήσου ως προστατευ-τικό μέτρο, το οποίο είχε υποχρέωση να λάβει ώστε να αποφευχθεί τραυμα-τισμός από πτώση, κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο ότι συνιστά παράνομη συμπεριφορά λόγω αντίθεσης στην καλή πίστη, αναιρώντας την απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Στην αξίωση για αποζημίωση του ενοίκου του ξενο-δοχείου ο οποίος σε νυχτερινή βόλτα στους πλακόστρωτους πεζόδρομους     του ξενοδοχείου πάτησε σε υποτιθέμενο σκαλοπάτι και κατέπεσε σε κενό, ύψους δύο μέτρων, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί, το Εφετείο Κρήτης αντέτεινε τη δική του αποκλειστική αμέλεια, καθόσον αν αυτός κατέβαλε την επιμέλεια του μέσου συνετού ανθρώπου θα μπορούσε άνετα να διακρίνει ότι στο σημείο εκείνο δεν υπήρχε σκαλοπάτι, ούτε σκάλα αλλά ούτε και δρόμος, ο οποίος θα τον οδηγούσε  στο φωτιστικό σημείο στο οποίο ήθελε να μεταβεί[315].

Η άσκηση αγωγής για την ικανοποίηση αξίωσης από σύμβαση δανείου μετά από οκτώ χρόνια, κρίθηκε από το Εφετείο Κρήτης, που επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, ότι δεν ενείχε τα στοιχεία της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Συγκεκριμένα, μόνη η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστή-ματος προκειμένου να απαιτηθεί το ποσό του (άτοκου) δανείου ύψους 14.673,51 ευρώ (5.000.000 δρχ.) από τον ενάγοντα και η μη παράλληλη ανα-φορά από τον εναγόμενο ειδικών συνθηκών βάσει των οποίων τυχόν ικανο-ποίηση του δανειστή θα ήταν αντίθετη στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη, θεωρήθηκαν ότι δεν υπήγαγαν τη συμπεριφορά του ενάγοντα στην έννοια της καταχρηστικότητας, λαμβανομένων υπόψη: της συγγενικής σχέσης που  συνέδεε τους διαδίκους (αδέρφια), της οικονομικής  επιφάνειας του δανειστή που του επέτρεπε να μην καταγγείλει άμεσα τη δανειακή σύμβαση και της δυστροπίας που επέδειξε ο δανειολήπτης καθυστερώντας την επιστροφή του δανεισθέντος ποσού[316].

Με δεδομένη τη σοβαρότητα του ιού ToMV και την ιδιαίτερη εξάπλωσή του στην Κρήτη ώστε να πλήττονται οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες της τομάτας, η συμπεριφορά της εναγόμενης εταιρείας που εισήγαγε και διέθεσε μαζικά στην αγορά σπόρους τομάτας, αφού προηγουμένως τους συσκεύασε με αυτοματοποιημένες διαδικασίες στις εγκαταστάσεις της σε φακελάκια  των 1000 τεμαχίων που έφεραν πάνω τους ετικέτα πιστοποίησης με την ένδειξη TMV ώστε να υποδηλώνεται ότι ήταν ανθεκτικοί (οι σπόροι) στους συγγενικούς ιούς  TMV (ιός του μωσαϊκού του καπνού) και  ToMV (ιός του μωσαϊκού της τομάτας), χωρίς όμως παράλληλα να  διενεργήσει όλους τους απαραίτητους ελέγχους που εύλογα ανέμεναν οι καταναλωτές ώστε εξερχό-μενοι οι σπόροι  από την επιχείρησή της να είναι πράγματι ανθεκτικοί στους ως άνω ιούς, κρίθηκε από το Πρωτοδικείο Χανίων ότι ήταν αντίθετη στη συναλλακτική καλή πίστη και γεννούσε υποχρέωση για αποζημίωση. Συγκε-κριμένα, οι ενάγοντες, κατ’ επάγγελμα αγρότες, μετερχόμενοι όλων των σύγχρονων καλλιεργητικών μεθόδων, φύτευσαν και καλλιέργησαν στα θερμοκήπιά τους σπόρους τομάτας που είχαν εισαχθεί, συσκευαστεί και διατεθεί στην αγορά  από την εναγόμενη εταιρεία, πλην όμως  διαπιστώθηκε ότι τα υβρίδια  είχαν μολυνθεί με τον ιό του μωσαϊκού της τομάτας (ToMV) με συνέπεια να παρουσιάζουν τα συμπτώματα της συγκεκριμένης ίωσης (νανισμό, έντονο μωσαϊκό, κατσάρωμα και παραμόρφωση των φύλλων τους, ακαρπία ή μικροκαρπία, έντονο καφέ μεταχρωματισμό της σάρκας τους, ανομοιόμορφη ωρίμανση). Η ευθύνη της εταιρείας σύμφωνα με το Πρωτο-δικείο Χανίων δεν αναιρούνταν επειδή είχε διενεργήσει εργαστηριακές εξετάσεις κατά την εισαγωγή των σπόρων, με δεδομένο ότι αυτές (εξετάσεις) αποτελούσαν μέρος της ‘ρουτίνας’ εκτελωνισμού τους με σκοπό να διαπι-στωθεί απλά η ύπαρξη ή η απουσία βακτηρίων καραντίνας και σε καμία περίπτωση δεν εξαντλούσαν τις σοβαρές υποχρεώσεις της για πρόνοια, ασφάλεια και ενημέρωση με τις οποίες βαρυνόταν έναντι των καταναλωτών-αγροτών [317].

Η συμπεριφορά της εναγόμενης Τράπεζας που μέσω των προστηθέντων υπαλλήλων της δεν προέβη σε ταυτοποίηση τόσο της διεύθυνσης κατοικίας  όσο και του προσώπου του πραγματικού πιστούχου με τα αντίστοιχα στοιχεία του ενάγοντα, κρίθηκε από το Πρωτοδικείο Χανίων ότι συνιστούσε αμέλεια και παράβαση της αρχής της συναλλακτικής καλής πίστης ώστε να γεννά αξίωση για αποζημίωση. Συγκεκριμένα, η εναγόμενη Τράπεζα πληρο-φόρησε τον ενάγοντα -ως συνονόματο με τον πραγματικό οφειλέτη- με επιστολή της ότι είχε χρεωστικό υπόλοιπο 42.425,34 ευρώ εσφαλμένα, επειδή οι αρμόδιοι υπάλληλοί της δεν επέδειξαν τη στοιχειώδη επιμέλεια και σύνεση που απαιτείται στις συναλλαγές, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτοί απασχολούνταν σε έναν μεγάλο και αναγνωρισμένο τραπεζικό οργανισμό με μεγάλο κύκλο συναλλαγών και εν γένει επενδυτικών δραστηριοτήτων εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων. Η αμέλεια των προστηθέντων της Τρά-πεζας επιτάθηκε με την αποστολή και δεύτερης επιστολής η οποία αναγνώ-ριζε το περιεχόμενο της αρχικής, παρά το γεγονός ότι είχε προηγηθεί η συνάντηση του ενάγοντα με υπαλλήλους της Τράπεζας, όπου είχε λάβει διαβεβαιώσεις ότι από λάθος φαινόταν αυτός ως οφειλέτης. Το Πρωτοδικείο Χανίων καταλόγισε στην Τράπεζα ότι παραβίασε στοιχειώδεις κανόνες συναλλακτικής ηθικής και καλής πίστης αφού δεν προέβη έστω εκ των υστέρων σε έγγραφη παραδοχή του λάθους της και σε διαβεβαίωση του ενάγοντα περί μη οφειλής οποιουδήποτε ποσού, επιδεικνύοντας τουλάχιστον την ίδια σπουδή για την άμεση αναγνώριση του λάθους της με αυτήν (σπουδή) που επέδειξε στην προσπάθειά της να αποφύγει συναλλακτική της ζημία σε βάρος όμως λάθος προσώπου. Ακόμη, κρίθηκε ότι η αξίωση του ενάγοντα για αποζημίωση προκειμένου να αποκατασταθεί η βλάβη που υπέστη, δε συνιστούσε κατάχρηση δικαιώματος αφού εθίγη πολύπλευρα στην προσωπικότητά του σε επίπεδο σωματικής υγείας -δοκίμασε μεγάλη στενο-χώρια και φόρτιση για εύλογο χρονικό διάστημα που επιβάρυναν την ήδη βεβαρημένη κατάσταση της υγείας του ως καρδιοπαθούς- αλλά και σε ηθικό επίπεδο αφού δοκιμάστηκαν η εντιμότητα και η κοινωνική του υπόληψη  ακόμη και από το στενό οικογενειακό του περιβάλλον[318].

Η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση πέντε υπολειπόμενες ληξιπρόθε-σμες συναλλαγματικές από εταιρεία πώλησης αυτοκινήτων για αυτοκίνητο για το οποίο κατά τη σύμβαση πώλησης είχε παρακρατήσει την κυριότητα μέχρι εξοφλήσεως του τιμήματος και στη συνέχεια, έχοντας εισπράξει το μεγαλύτερο ποσό του τιμήματος  από τους ενάγοντες, αφαίρεσε από αυτούς την κυριότητα του αυτοκινήτου και το μεταπώλησε σε τρίτο, κρίθηκε από το Ειρηνοδικείο Χανίων ότι υπερέβαινε τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό-οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και γι’ αυτό έπρεπε να ακυρωθεί. Για την καταχρηστικότητα του δικαιώ-ματος έκδοσης διαταγής πληρωμής συνεκτιμήθηκαν η ληξιπρόθεσμη οφειλή για την οποία άσκησε το δικαίωμά της η εταιρεία (περίπου 1.000.000 δρχ για αυτοκίνητο αξίας περίπου 10.000.000 δρχ.), ο χρόνος άσκησης του δικαι-ώματος (πριν συμπληρωθούν τρία χρόνια από την αγορά του και ενώ είχε συμφωνηθεί πενταετής διακανονισμός αποπληρωμής), ο χρόνος μεταπώλη-σης σε τρίτο (τον ίδιο μήνα που αφαίρεσε την κυριότητα από τους ανακό-πτοντες) και το γεγονός ότι η εναγόμενη εταιρεία όχι μόνο δεν ζημιώθηκε, αλλά αντίθετα εισέπραξε παραπάνω χρήματα από την αξία του αυτοκινήτου εις βάρος των εναγόντων συνάπτοντας ουσιαστικά δύο πωλήσεις για το ίδιο εμπόρευμα[319].

Η πρόβλεψη για επιπλέον καταβολή χρηματικού ποσού σε δανειακή σύμ-βαση στα πλαίσια Γενικών Όρων Συναλλαγών και στη συνέχεια η είσπραξή του ως έξοδα φακέλου, προκειμένου να καταβληθεί από την Τράπεζα προς τους δανειολήπτες-παλιννοστούντες ομογενείς από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στεγαστικό δάνειο για την αγορά ή για βελτίωση πρώτης κατοικίας, κρίθηκε από το Ειρηνοδικείο Χανίων ότι δεν ήταν καταχρηστική.  Η μη καταχρηστικότητα στηρίχτηκε στο γεγονός ότι επρόκειτο για δάνεια που διέπονταν από ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους όπως, διοικητικά καθορισμένο επιτόκιο, παρεχόμενη εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου, μη εγγραφή εμπράγματων βαρών για την εξασφάλιση της απαίτησης της Τράπεζας. Επι-πλέον, ο ως άνω Γενικός Όρος Συναλλαγών δε θεωρήθηκε ότι διατάρασσε την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε βά-ρος των δανειοληπτών λαμβανομένων υπόψη των ευνοϊκών όρων για τη χορήγηση των συγκεκριμένων στεγαστικών δανείων[320].

Η διεκδίκηση αμοιβής μηχανικού σύμφωνα με την πραγματοποιηθείσα δαπάνη έργου που αφορούσε στην  ανέγερση ξενοδοχειακής μονάδας σε οικόπεδο 71 περίπου στρεμμάτων στην περιοχή του Ηρακλείου, αποτελού-μενης από 47 κτίρια, για πρώτη φορά μετά την πάροδο ετών από την κατάρτιση της σύμβασης μεταξύ αυτού και της εργοδότριας εταιρείας και αφού είχε προηγηθεί συμφωνία για ανάληψη της επίβλεψης και αμοιβή  όχι με βάση την πραγματοποιηθείσα δαπάνη, κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο που επικύρωσε τη σχετική απόφαση του Εφετείου Κρήτης, ότι υπερέβαινε προφανώς τα όρια που επιτάσσει η ΑΚ281. Θεωρήθηκε ότι στην εργοδότρια εταιρεία όσο διαρκούσε η συνεργασία με τον μηχανικό, εύλογα δημιουργή-θηκε η πεποίθηση ότι ο τελευταίος  είχε παραιτηθεί από το δικαίωμά του να διεκδικήσει αμοιβή με βάση την πραγματοποιηθείσα δαπάνη, ενώ συνεκτι-μήθηκε το γεγονός ότι δεν τέθηκαν υπόψη της αναιρεσίβλητης εταιρείας στοιχεία από τα οποία προέκυπτε μεγαλύτερη δαπάνη κατασκευής του έργου από αυτήν που εγκρίθηκε και από τα οποία στοιχεία εξαρτούσε η εταιρεία το ύψος της επιδότησής της, υποβάλλοντας σχετικό αίτημα στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας για την υπαγωγή της ανέγερσης του ξενοδοχειακού συγκροτήματος σε καθεστώς επιδότησης[321].

Για τη θεμελίωση αξίωσης αποκατάστασης περιουσιακής ζημίας και  ικανοποίησης ηθικής βλάβης από αδικοπραξία, που είχε ως γενεσιουργό λόγο την απάτη του αγοραστή σε σύμβαση πώλησης οικοπέδου 110τ.μ στην περιοχή της πόλεως Ηρακλείου, λήφθηκαν υπόψη από τον Άρειο Πάγο η διαβεβαίωση  που είχε παρασχεθεί από την πωλήτρια και η έκδοση σχετικών παραστατικών -με βάση όμως αναληθή στοιχεία- από την αρμόδια Δ/νση Τεχνικών Υπηρεσιών, ότι το επίδικο οικόπεδο ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο και ότι δεν υπόκειτο σε ρυμοτόμηση. Η ως άνω συμπεριφορά σύμφωνα με την οποία παραστάθηκαν ως αληθινά ψευδή γεγονότα και αποσιωπήθηκαν αληθινά γεγονότα, που η αποκάλυψη στον αγοραστή ήταν επιβεβλημένη από την  καλή πίστη και από τη σχέση των συμβαλλόμενων, είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή προστίμου εις βάρος του αγοραστή που απατήθηκε και την υποχρέωσή του να κατεδαφίσει τμήμα του κτίσματος, που ανήγειρε στο οικόπεδο αφού το τελευταίο  έπρεπε να ρυμοτομηθεί. Αν και το Εφετείο Κρήτης ακολούθησε τον ίδιο συλλογισμό, η εκκαλούμενη απόφαση αναιρέ-θηκε λόγω ανεπαρκούς αιτιολόγησης σχετικά με το ζήτημα της υπαιτιότητας της πωλήτριας και ειδικότερα του δόλου της για την πραγμάτωση της απάτης εις βάρος του αγοραστή[322].

Τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200ΑΚ, τις αρχές της συναλλακτικής ευθύτητας και τους συνηθισμένους τρόπους ενέργειας στις συναλλαγές επικαλέστηκε το Πρωτοδικείο Χανίων προκειμένου να κρίνει αν από το περιεχόμενο ιδιωτικού συμφωνητικού, με δεδομένη τη μη σαφή και ρητή διατύπωση και την ύπαρξη κενών και αμφιβολίας στις δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλόμενων, προέκυπτε ο αποκλεισμός του δικαιώματος του ενάγοντα για λύση της κοινωνίας. Κρίθηκε ότι η σχέση κοινωνίας που δημιουργήθηκε από τη συγκυριότητα οικοπέδου και τη συνεκμετάλλευση ενοικιαζόμενων δωματίων που κτίστηκαν σ’ αυτό μεταξύ των κοινωνών-συζύγων στην περιοχή των Χανίων, δεν μπορούσε να λυθεί μετά τη διά-σπαση της έγγαμης συμβίωσής τους για ορισμένο χρονικό διάστημα. Συγκε-κριμένα, αν και στο ιδιωτικό συμφωνητικό των κοινωνών δεν αναφερόταν με πανηγυρικό τρόπο η απαγόρευση στον ενάγοντα να καταγγείλει την κοινωνία, αυτό συναγόταν από το γεγονός ότι στο συμφωνητικό, χωρίς να εξαιρείται ρητά το δικαίωμα αυτό, γινόταν λόγος για τον αποκλεισμό των δικαιωμάτων γενικά (άρα και του δικαιώματος λύσης της κοινωνίας) του ενάγοντα πριν αποπληρωθεί το δάνειο, που είχαν λάβει οι κοινωνοί από την Τράπεζα για τη λειτουργία της επιχείρησής τους. Επιπλέον, η δυνατότητα να καταγγείλει ο ενάγων την κοινωνία, μετά όμως από ορισμένο διάστημα εκμετάλλευσης της ξενοδοχειακής επιχείρησης, συναγόταν και από το ότι είχε προβλεφθεί στο ιδιωτικό συμφωνητικό το δικαίωμα απόληψης από αυτόν του ½ από τα κέρδη της επιχείρησης με την αντίστοιχη υποχρέωση της εναγόμενης-διαχειρίστριας να αποδίδει λογαριασμό στο τέλος της τουρι-στικής σαιζόν[323].

Η συμπεριφορά του εναγόμενου ο οποίος ως κύριος καταστήματος  στην πόλη του Ηρακλείου συμφώνησε τη μίσθωση του ακινήτου του μαζί με τους ιδιοκτήτες όμορων καταστημάτων σε ανώνυμη εταιρεία, προκειμένου η τελευταία να ασκήσει την επιχειρηματική της δραστηριότητα (πώληση ενδυ-μάτων, υποδημάτων και αθλητικής ένδυσης) σε όλα τα ακίνητα, μετά τη συνένωση και μετατροπή τους σε ενιαίο λειτουργικά και μορφολογικά εμπο-ρικό κατάστημα, και τελικά η υπαναχώρησή του από την υπογραφή της μισθωτικής σύμβασης, κρίθηκε από το Πρωτοδικείο Ηρακλείου ως αντίθετη στα χρηστά ήθη. Η επιδίκαση αποζημίωσης σύμφωνα με την ΑΚ919 αφο-ρούσε στην αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας των εναγόντων, οι οποίοι με την προσδοκία της ματαιωθείσης τελικά μίσθωσης, εκποίησαν τα εμπορεύματά τους σε τιμές πολύ χαμηλότερες του κόστους και αποζημίωσαν τους υπαλλήλους τους λόγω της επικείμενης διάλυσης της επιχείρησής τους. Επιπλέον, επιδικάστηκε ποσό για την αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης λόγω της ψυχικής ταλαιπωρίας που υπέστησαν από τη μάταιη, όπως απο-δείχθηκε, διάλυση και μετεγκατάσταση της επιχείρησής τους, τη διάψευση των ελπίδων και προσδοκιών τους αλλά και από το γεγονός ότι ο εναγό-μενος απέφευγε συστηματικά να επικοινωνήσει μαζί τους, μη ενημερώ-νοντάς τους για την πρόθεσή του να υπαναχωρήσει και αφήνοντάς τους εκτεθειμένους στις πιέσεις της ενδιαφερόμενης εταιρείας κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων. Η συμπεριφορά του εναγόμενου, με βάση τα κίνητρα, το σκοπό του, τα μέσα που χρησιμοποιούσε και τις εν γένει περιστάσεις, υπήρ-ξε αντικειμενικά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, όπως αυτά διαγράφονται από τις κρατούσες δικαιικές αρχές στο πεδίο των εμπορικών συναλλαγών και εκφράζονται στις σχετικές αντιλήψεις του σκεπτόμενου με σύνεση μέσου κοινωνικού ανθρώπου, καθόσον (ο εναγόμενος) γνώριζε εξαρχής ότι: οι ενάγοντες προκειμένου να υλοποιηθεί η συμφωνία μίσθωσης, προέβαιναν στην πώληση των εμπορευμάτων τους σε τιμές πολύ κατώτερες του κόστους, η μίσθωση θα πραγματοποιούνταν μόνο αν συμφωνούσαν όλοι οι ιδιοκτήτες   και παρά το γεγονός ότι προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του, παρέλειψε να ενημερώσει τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες  για τη διαφωνία του στην τελική υπογραφή της μισθωτικής σύμβασης αποδεχόμενος τις εις βάρος τους δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις[324].

Η διεκδίκηση απαίτησης με βάση σύμβαση δανείου από την Τράπεζα (Eurobank-Ergasias A.E., ως καθολικός διάδοχος της Τράπεζας Κρήτης Α.Ε.) εναντίον του εγγυητή, με δεδομένο ότι τα αρμόδια όργανά της κατέβα-λαν την προσήκουσα επιμέλεια και δεν ενήργησαν με δόλο ή βαρειά αμέλεια αλλά και ούτε εναντίον των χρηστών ηθών, κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο που επικύρωσε την αντίστοιχη απόφαση του Εφετείου Κρήτης ότι δεν ήταν προφανώς αντίθετη στα όρια που επέβαλαν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικοοικονομικός σκοπός του δικαιώματος ώστε να μη συντρέχουν οι προϋποθέσεις ελευθέρωσης του εγγυητή από την εν λόγω σύμβαση. Η προσήκουσα κατά τις συναλλαγές επιμέλεια των οργάνων της Τράπεζας τεκμηριώθηκε στο ότι η σύμβαση δανείου λειτούργησε μέχρι ένα χρονικό σημείο κατά τα συμφωνημένα, ώστε να επιτρέπεται η πιστοδότηση του πρωτοφειλέτη που ελάμβανε χρήματα, μεταβιβάζοντας με οπισθογράφηση λόγω ενεχύρου στη δανείστρια επιταγές που είχαν εκδοθεί εις διαταγή του, στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο του πρωτοφειλέτη, στην έγγραφη αναγνώριση από τον εγγυητή του υπόλοιπου τμήματος του δανείου και στη διαβεβαίωσή του προς την Τράπεζα, μετά την εξαφάνιση του πρωτο-φειλέτη, ότι θα το εξοφλήσει με χρήματα που θα εισέπραττε από την πώληση οικοπέδου του[325].

Η ένσταση του εναγόμενου για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος που στηριζόταν στον ισχυρισμό ότι υπερέβαινε κατά πολύ την πραγματική αξία του πράγματος η αιτούμενη αποζημίωση από τους ενάγοντες, για βλάβη που υπέστη το οικόπεδό τους από εκτεταμένες εκχωματώσεις, που ενήργησε σε αυτό αυθαίρετα ο εναγόμενος με συνέπεια να αλλοιωθεί η μορφολογία του εδάφους, έγινε δεκτή από τον Άρειο Πάγο. Συγκεκριμένα, λήφθηκε υπόψη  ότι το ύψος της βλάβης και συνακόλουθα η καταβλητέα αποζημίωση, υπο-λειπόταν της δαπάνης αποκατάστασης στην πρότερη κατάσταση με τα απαιτούμενα τεχνικά μέσα. Αντίθετα, η απόφαση του  Εφετείου Κρήτης την οποία αναίρεσε ο Άρειος Πάγος, απέρριψε την ως άνω ένσταση ως νόμω αβάσιμη με την αιτιολογία ότι η διάταξη της ΑΚ281 δεν εφαρμοζόταν όσον αφορά το ύψος του αιτήματος της αγωγής, το οποίο ήταν θέμα ουσιαστικής εκτίμησης[326].

Η άσκηση αγωγής για καταβολή οφειλόμενων μισθωμάτων με την ετήσια αναπροσαρμογή ποσοστού 15% όπως προβλεπόταν στο συμφωνητικό μί-σθωσης για μίσθιο αποτελούμενο από καταστήματα ισογείου, πρώτου και δεύτερου ορόφων, από τους εκμισθωτές εναντίον του μισθωτή, ο οποίος σταμάτησε να καταβάλλει ολόκληρο το μίσθωμα ισχυριζόμενος ότι λύθηκε η μίσθωση για μέρος του μισθίου και επιπλέον υποβλήθηκε σε δαπάνες από-κατάστασης του μισθίου, δεν θεωρήθηκε καταχρηστική από τον Άρειο Πάγο. Συγκεκριμένα, δεν προέκυψε ότι οι ενάγοντες αποδέχτηκαν την προτεινό-μενη από το μισθωτή μείωση του μισθώματος λόγω των επισκευών των φθορών του μισθίου τις οποίες υλοποίησε ο τελευταίος ούτε ελάμβαναν μισθώματα που αφορούσαν στη μίσθωση λιγότερων χώρων στην οποία μονομερώς προχώρησε ο μισθωτής, αλλά αντίθετα επέμεναν στην κανονική και πλήρη καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων. Πολύ περισσότερο, αποδείχτηκε ότι οι ενάγοντες δε δημιούργησαν στον εναγόμενο την πεποί-θηση ότι δεν προτίθεντο να ασκήσουν το δικαίωμά τους για την καταβολή των μισθωμάτων με τη συμφωνημένη ετήσια αναπροσαρμογή (15%). Ακό-μη, το γεγονός ότι ο τιμάριθμος των τελευταίων ετών ήταν αισθητά χαμη-λότερος από το συμφωνημένο ποσοστό αναπροσαρμογής, όπως επίσης ότι άλλα ακίνητα απέδιδαν χαμηλότερο μίσθωμα από το επίδικο και άλλα πολύ υψηλότερο, δεν καθιστούσε την άσκηση του δικαιώματος των εναγόντων ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επέβαλαν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος[327].

Η συνδρομή σπουδαίου λόγου για την αντικατάσταση εκκαθαριστών ομόρ-ρυθμης εταιρείας με έδρα την περιφέρεια του Δήμου Χανίων και σκοπό την ανάληψη και εκτέλεση δημόσιων έργων, στοιχειοθετήθηκε από το Εφετείο Κρήτης στον υπαρκτό κίνδυνο διενέξεων και προστριβών μεταξύ των εκκα-θαριστών, ώστε η εξακολούθηση της διαχειριστικής τους εξουσίας να μην αποβαίνει ανεκτή σύμφωνα με την καλή συναλλακτική πίστη και τα χρηστά ήθη και να υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για τα συμφέροντα της εταιρείας. Συγκεκριμένα, η αδράνεια, αδιαφορία και άρνηση του ενός εκκαθαριστή να συμμετάσχει με το συνεκκαθαριστή και πρώην συνεταίρο του στην έναρξη και ολοκλήρωση της εκκαθάρισης, κρίθηκε ότι δυσχέραιναν το έργο της εκκαθάρισης, έπλητταν τα συμφέροντα της εταιρείας και δημιουργούσαν εχθρότητα και συγκρούσεις μεταξύ τους[328].

Η ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εκμισθω-τών να αξιώσουν τα μισθώματα από τη μίσθωση καταστήματος που λειτουρ-γούσε ως καφετέρια, μη αποδεχόμενοι τη μονομερή  καταγγελία της μίσθω-σης από το μισθωτή για σπουδαίο λόγο, κρίθηκε από το Εφετείο Κρήτης  που εξαφάνισε την απόφαση του Πρωτοδικείου Χανίων, μη βάσιμη. Συγκε-κριμένα, δεν έγινε δεκτή η αιτιολογική βάση της καταχρηστικότητας ότι δηλαδή ενώ το μίσθιο ήταν κενό, αυτοί (εκμισθωτές) αρνούνταν να παρα-λάβουν τα κλειδιά και να εκμισθώσουν το μίσθιο σε νέους μισθωτές που το ζητούσαν, διότι αποδείχτηκε ότι εντός του καταστήματος οι εναγόμενοι μισθωτές διατήρησαν εξοπλισμό που καθιστούσε απαγορευτική την εκ νέου μίσθωσή του. Επιπλέον, κρίθηκε ότι δεν αποτελούσε σπουδαίο λόγο για τη μονομερή καταγγελία της μίσθωσης από τον μισθωτή η ισχύς και εφαρμογή από 30.7.2002 του ν. 3037/2002 που απαγόρευε τη διεξαγωγή όλων των ηλεκτρικών, ηλεκτρομηχανικών και ηλεκτρονικά διεξαγόμενων παιγνίων σε δημόσια κέντρα ώστε να καθίσταται ασύμφορη η λειτουργία της επιχείρησης κατά τους ισχυρισμούς του μισθωτή, διότι αφενός η συμφωνημένη χρήση του μισθίου ήταν αίθουσα ψυχαγωγίας-καφετέρια αφετέρου και μετά την απομάκρυνση από το μίσθιο των ηλεκτρονικών παιχνιδιών εξακολουθούσε αυτό επί μία τριετία να λειτουργεί[329]. 

Σε σύμβαση μίσθωσης ακινήτου για τη διενέργεια εμπορικών πράξεων, το Πρωτοδικείο Ηρακλείου έκανε δεκτό το αίτημα του μισθωτή για αναπρο-σαρμογή του μισθώματος σύμφωνα με την ΑΚ288, επειδή επήλθε απρό-βλεπτη μεταβολή των συνθηκών με βάση τις οποίες συνήφθη αυτή. Η ως άνω απρόβλεπτη μεταβολή αφορούσε στη διεθνή οικονομική κρίση, που είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της εμπορικής δραστηριότητας, αλλά και της μισθωτικής αξίας των εμπορικών καταστημάτων κατά ποσοστό 40% ώστε υφίστατο δυσαναλογία ανάμεσα στο καταβαλλόμενο μίσθωμα και σε αυτό που μπορούσε ελεύθερα να επιτευχθεί και επιβαλλόταν κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη η προσαρμογή του μισθώματος στο ανωτέρω ποσοστό[330].

 

2.1.2.4.2. Ζητήματα εμπράγματου δικαίου.

Η ένσταση του εναγόμενου-εφεσίβλητου σε διεκδικητική αγωγή ότι το δικαίωμα συγκυριότητάς του ήταν ανεπίδεκτο παραγραφής, ώστε να μη ληφθεί υπόψη η επί δεκαπενταετία νομή ολόκληρου του κτήματος από τον άλλο συγκύριο, απορρίφθηκε από το Εφετείο Κρήτης. Στην απόφαση γινό-ταν αναφορά στη σχετική διάταξη του Οθωμαν. Αστ. Κώδ. που εκτός από τη χρονική διάρκεια και την άσκηση νομής δεν απαιτούσε ως επιπλέον προϋπο-θέσεις την ύπαρξη καλής πίστης ή νόμιμου τίτλου στο πρόσωπο του ενάγον-τα-εκκαλούντα για την ενεργοποίηση της αποσβεστικής παραγραφής[331].

Η επίκληση της καλής πίστης σχετικά με την ανοικοδόμηση γηπέδου προκειμένου να αναγνωριστεί δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντα στα πλαίσια κατάληψης αδεσπότου ακινήτου, δεν έγινε δεκτή από το Εφετείο Κρήτης. Έγινε αναφορά στη σχετική διάταξη του Οθωμανικού νόμου (άρθρ. 1248) ως προς τις αδέσποτες γαίες η κατάληψη των οποίων παρήγαγε κυριότητα. Σύμφωνα με το νόμο,   χαρακτηρίζονταν ως νεκρές-αδέσποτες οι γαίες που βρίσκονταν τόσο μακριά, ‘όσον η φωνή μεγαλοφώνου ανθρώπου’, από τις κατοικημένες περιοχές. Κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι δε συνέτρεχε κανένας λόγος να θεωρήσει ο ενάγων ως ‘νεκρά γη’ το γήπεδο εντός της κωμόπολης Βουκολιών ώστε η κατάληψη  και στη συνέχεια ανοικοδόμησή του να παράγει λόγο κυριότητας[332].

Η καλή πίστη κατά την ανοικοδόμηση ξένου γηπέδου κρίθηκε από το Εφετείο Κρήτης που επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, ότι προφανώς συνέτρεχε στο πρόσωπο του ενάγοντα και δικαιολογούνταν και τεκμαιρόταν ‘αριδήλως’ από τους προσαγόμενους και επικαλούμενους τίτλους αγορα-πωλησίας. Γινόταν αναφορά στο άρθρο 906 του αστικού κώδικα σύμφωνα με τη ‘λογική’ ερμηνεία του οποίου εξαγόταν κατά την κρίση του Δικαστη-ρίου ότι αυτός που καλόπιστα ανοικοδομούσε σε ξένο ακίνητο και η αξία της νέας οικοδομής ήταν κατά πολύ ανώτερη της παλαιάς, αποκτούσε την κυριότητα, με την προϋπόθεση όμως να πληρώσει την αξία του παλαιού κτιρίου και του γηπέδου. Με δεδομένο ότι η αξία της νέας οικοδομής ήταν πενταπλάσια της παλαιάς οικίας η αξία της οποίας κατά τις εκτιμήσεις των μαρτύρων ανερχόταν σε 5000 γρόσια, ο κύριος του νέου ακινήτου υποχρεώ-θηκε στην καταβολή αποζημίωσης 2500 γροσσίων έντοκα από την επίδοση της αγωγής[333].

Η κατοχή του επίδικου ακινήτου από τον εναγόμενο πέραν της δεκαπεντα-ετίας σύμφωνα με τον Οθωμαν. Αστ. Κώδ. (άρθρο 1660), χωρίς όμως διά-νοια κυρίου και καλή πίστη αφού ως συγγενής και συγκοινωνός του ενάγον-τα δεν έπαυσε ποτέ να αναγνωρίζει τα δικαιώματά του, δεν κρίθηκε από το Εφετείο Κρήτης –όπως και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις της κτητικής παραγραφής και παρήγαγε εις βάρος του ενάγοντα δικαίωμα κυριότητας[334].

Στο δικαίωμα του βόσκειν υπέρ των κατοίκων της κοινότητας Λάκκων που αναγνωριζόταν από το άρθρο 97 του οθωμανικού νόμου περί γαιών και προσιδίαζε με την εμπράγματη δουλεία του βόσκειν κατά τον κρητικό αστικό κώδικα, σύμφωνα με το Πρωτοδικείο Χανίων περιλαμβανόταν και το δικαί-ωμα του ποτίζειν και ελαύνειν, αρκεί να ασκούνταν ‘δεόντως’ και κατά τον ηπιότερο τρόπο. Σύμφωνα με την απόφαση, από τις μαρτυρικές καταθέσεις προέκυψε ότι τα επίδικα κτήματα προωρίσθησαν έκπαλαι προς βοσκήν των ποιμνίων και υπάγονταν στις διατάξεις σχετικά με τις εγκαταλειμμένες γαίες (εραζέε μετρουκέ)[335].

Η πλέον της εικοσαετίας μέχρι την έγερση της αγωγής συνεχής νομή του επίδικου ακινήτου με αδιάφορη την ύπαρξη καλής πίστης στο πρόσωπο του νομέα, κρίθηκε από το Εφετείο Κρήτης που επικύρωσε την πρωτόδικη από-φαση, ότι κατέλυσε το δικαίωμα κυριότητας του εφεσίβλητου και παρήγαγε δικαίωμα κυριότητας στον εκκαλούντα. Είναι αξιοσημείωτο ότι παρά την εκτενή αναφορά στις παθογένειες του προγενέστερου (οθωμανικού) καθε-στώτος που ευνοούσε την ανομία και την ανισότητα, ώστε να υπάρχει δυσπιστία ως προς την έννοια της καλόπιστης νομής με δεδομένες τις συνεχείς διαρπαγές και τις εναλλαγές στην κατοχή της κινητής και ακίνητης περιουσίας (‘λόγω της δυσπιστίας του παρελθόντος είχε κατά πρόληψιν κατ’ αυτής και την κηλίδα της αρπαγής’), το Εφετείο Κρήτης επέτεινε τη διάσταση σχετικά με την ερμηνεία της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας ώστε να επικριθεί από τη θεωρία. Συγκεκριμένα, ενώ δεν είχε συμπληρωθεί η πεντα-ετία από την ισχύ του κρητικού αστικού κώδικα (7.8.1904) μέχρι την έγερση της αγωγής (Απρίλιος 1908) ως απαιτούμενη επιπλέον προϋπόθεση για την αναγνώριση της τακτικής χρησικτησίας (για τον καθαρμό της καλόπιστης νομής), το Εφετείο έκρινε ότι δεν απαιτούνταν η προϋπόθεση αυτή στην έκτακτη χρησικτησία περιοριζόμενο στην εφαρμογή του άρθρου 1357 κρητι-κού αστικού κώδικα για συνέχιση της νομής μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου κώδικα[336].

Στην προστασία που παρείχε το Σύνταγμα του 1907 στους  τρίτους που με καλή πίστη απέκτησαν εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας ή υποθήκης ή άλλο επί μονοτελών βακουφικών κτημάτων, αναφέρθηκε το Εφετείο Κρήτης προκειμένου να περιορίσει το δικαίωμα  των εκκαλούντων μουσουλμανικών ιδρυμάτων σε προσωπική αξίωση κατά των αρχικών πωλητών και των καθο-λικών τους διαδόχων. Σημειώνεται ότι αν και με το Σύνταγμα του 1907 είχε αναγνωριστεί στη Διεύθυνση Μουσουλμανικών Ιδρυμάτων -σε αντίθεση με το Σύνταγμα του 1899 και ύστερα από σφοδρές αντιδράσεις των μουσουλ-μάνων πολιτών- το δικαίωμα συγκυριότητας  επί των ως άνω κτημάτων που έγιναν κτήματα τελείας ιδιοκτησίας και σε ποσοστό ίσο με αυτό που το εφκάφιο ελάμβανε από τα εισοδήματα, παράλληλα είχε προβλεφθεί στο ίδιο άρθρο (107) και η προστασία των τρίτων που καλόπιστα απέκτησαν εμπράγ-ματο δικαίωμα μέχρι την 18.10.1906[337].

Η ένσταση ότι η κατάσχεση εις χείρας τρίτου (της συζύγου του οφειλέτη) ήταν ανίσχυρη επειδή ο σύζυγος-οφειλέτης δεν προέβη καλή τη πίστει σε δαπάνες υλικών για την ανοικοδόμηση σε ακίνητο της συζύγου, απορρίφθηκε από το Εφετείο Κρήτης που επικαλέστηκε το άρθρο 249 του Κρ. Αστ. Κώδ. σύμφωνα με το οποίο ο ιδιοκτήτης του εδάφους που επιχειρούσε οικοδομή με αλλότριο υλικό, όφειλε την αξία του υλικού ανεξάρτητα αν ήταν ή όχι καλής πίστεως. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση επειδή το Πρωτοδικείο έκρινε εσφαλμένα ότι ο σύζυγος έκτισε με δικά του έξοδα στο οικόπεδο της συζύγου, με δεδομένο ότι και οι δύο σύζυγοι αρνήθηκαν το επίμαχο αυτό γεγονός  αφού οι γονείς της συζύγου ήταν αυτοί που κατέβαλαν στο σύζυγο χρήματα για την αγορά υλικών και την πληρωμή εργατών για την ανοικοδόμηση οικίας, ενώ επιπλέον δεν επέβαλε (το Πρωτοδικείο) στο δανειστή να αποδείξει την αλήθεια της κατα-σχεθείσας απαίτησης[338].

Η καλή πίστη του νομέα που εξέλαβε ξένο ακίνητο ως δικό του και προέβη σε δαπάνες για την ανέγερση σε αυτό οικοδομήματοςοικίσκου εξ ενός δωματίου, κουζίνας κ.α, λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο Κρήτης που εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και εφάρμοσε το άρθρο 250 του Κρ. Αστ. Κώδ. (εμφανές ότι υπόκειται η παρά του άρθρ. 250 Κρ. Αστ. Κώδ. -άρθρ. 555 Γαλλικού Αστικού Κώδικα- ρυθμιζομένη περίπτωσις κατασκευής έργου -ouvrage-  και ουχί η όλως διάφορος περίπτωσις των απλών βελτιώσεων). Διευκρινίστηκε ότι η καλή πίστη μπορούσε να αποδειχτεί όχι μόνο με έγγραφο αλλά με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, ενώ ο νόμιμος τίτλος απλώς λειτουργούσε ως τεκμήριο  για την ύπαρξή της[339].

Τον ισχυρισμό του εναγόμενου Δήμου ότι κατέλαβε το επίδικο ακίνητο εν έτει 1922 δυνάμει τίτλου, απέρριψε το Εφετείο Κρήτης διότι με βάση προγενέστερες αποφάσεις των δικαστηρίων της Κρήτης είχε αναγνωριστεί  ότι για το επίδικο ακίνητο δεν υπήρχε τίτλος, γιατί δεν περιλαμβανόταν στην απαλλοτρίωση την οποία ως τίτλο επικαλούνταν ο εναγόμενος. Το δευτερο-βάθμιο δικαστήριο επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, έκανε  δεκτούς τους ισχυρισμούς –με άσκηση πουβλικιανής αγωγής, των εναγόντων-κληρονόμων του αρχικού νομέα, ο οποίος από το 1906 συνεχώς, αδια-λείπτως, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου  ασκούσε τη νομή στο επίδικο ακίνητο και αναγνώρισε την κυριότητά τους επί του επιδίκου[340].

Η αποκοπή ‘φλέβας’ ύδατος που εισερχόταν υπόγεια στο κτήμα των εναγόμενων στα πλαίσια ασκήσεως του δικαιώματος κυριότητάς τους επί του ακινήτου, κρίθηκε από το Πρωτοδικείο Λασηθίου ως καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, με δεδομένο ότι η ως άνω γήινη φλέβα προσπόριζε νερό σε πηγή που βρισκόταν σε γειτονικό ακίνητο κυριότητας της ενάγουσας. Η αντίθεση στα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και των χρηστών ηθών από τις ενέργειες των εναγόμενων στους οποίους δεν κατα-λογίστηκε πρόθεση, προέκυψε από το αποτέλεσμα εις βάρος της ενάγουσας αφού η στείρευση της πηγής την οποία η ενάγουσα από αμνημονεύτων χρόνων χρησιμοποιούσε, της στέρησε τη δυνατότητα να ποτίζει  το αγροτικό της ακίνητο[341].

Η άσκηση αγωγής για αναγνώριση και απόδοση κυριότητας αγρού εκτά-σεως 1,5 μουζουρίου, που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εναγουσών είχε καταληφθεί αυθαίρετα από τους εναγόμενους, συσχετίστηκε με την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος από το Πρωτοδικείο Λασηθίου που διέταξε αποδείξεις. Με την οριστική του απόφαση και μετά τη διεξαγωγή αποδεί-ξεων, το ίδιο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η συμπεριφορά των εναγουσών συνιστούσε κατάχρηση δικαιώματος, κάνοντας δεκτή την ένστα-ση των εναγομένων, ότι έπρεπε να απορριφθεί η αγωγή κατ’ εφαρμογήν των περί γενικού δόλου αρχών. Για το σχηματισμό της κρίσης του, το Δικαστήριο συνεκτίμησε τις ειδικές περιστάσεις όπως, την πολύχρονη μη ενεργοποίηση του δικαιώματος από τις δικαιούχους και συγκεκριμένα την κατάθεση της αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής μετά 25ετία και πλέον από τότε που οι εναγόμενοι και ο δικαιοπάροχός τους κατείχαν το ακίνητο. Επιπλέον, την ύπαρξη προσυμφώνου  πωλήσεως του αγρού μεταξύ του δικαιοπάροχου των εναγουσών και του  πατέρα-δωρητή των εναγομένων από το έτος 1928 και την προσωπική εγγύηση της συζύγου του αρχικού κυρίου και ήδη ενάγουσας ότι θα συντασσόταν το οριστικό συμβόλαιο μετά την παρέλευση του απαι-τούμενου χρόνου. Τέλος, συνεκτιμήθηκαν η καταβολή όλου του τιμήματος (20.000 δρχ) στον πωλητή με τη σύνταξη του προσυμφώνου και η ζημία την οποία θα υφίσταντο οι εναγόμενοι με την εκ των υστέρων άσκηση της αγωγής, λαμβανομένων υπόψη των δαπανών που καταβλήθηκαν για τη μετατροπή του αγρού σε άμπελο και την καλλιέργειά του. Σημειώνεται ότι, ο επίδικος αγρός παραχωρήθηκε μεταξύ άλλων στο δικαιοπάροχο των εναγου-σών (και σε 14 ακόμη καλλιεργητές) το 1925 με εκούσια απαλλοτρίωση από το Μοναστηριακό Ταμείο Λασηθίου  για την αγροτική τους αποκατάσταση και για το λόγο αυτό ήταν απαγορευμένη οποιαδήποτε εκποίησή του πριν την πάροδο  δεκαετίας [342].

Η αξίωση του ενάγοντα να του αποδοθεί το επίδικο ακίνητο, το οποίο ως μη άρτιο ήταν προσκυρωτέο στην ιδιοκτησία της εναγόμενης και είχε συνταχθεί ήδη πράξη προσκυρώσεως, κρίθηκε από το Εφετείο Κρήτης  που εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, καταχρηστική. Συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο η αδυναμία ανοικοδόμησης σ’ αυτό από τον ενάγοντα αν του αποδιδόταν λόγω μη αρτιότητας, αλλά και η υπόσχεσή του προς την εναγό-μενη ότι το οικόπεδο που της επωλείτο θα είχε ανατολικά ως όριο το δρόμο και όχι οικόπεδο του ενάγοντα. Κατά συνέπεια, κρίθηκε ότι αντέβαινε προφανώς στην καλή πίστη να διεκδικεί ο ενάγων έκταση μη οικοδομήσιμη, δηλαδή χωρίς να έχει κανένα ουσιαστικό συμφέρον πολύ δε περισσότερο που η ικανοποίηση της αξίωσής του θα επέφερε καταφανή βλάβη στην εναγόμενη εξαιτίας της οικοδομής που ανήγειρε. Επιπλέον, η καταχρηστικό-τητα της αξίωσής του έγκειτο και στο γεγονός ότι έπρεπε να αποδώσει εκ νέου το ακίνητο στην εναγόμενη εφόσον αυτό ήταν προσκυρωτέο, άρα απαλλοτριωτέο υπέρ αυτής αναγκαστικά. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την εφετειακή απόφαση, η καταχρηστικότητα της διεκδικητικής αγωγής δεν στερούσε από  τον ενάγοντα το δικαίωμα αποζημίωσής του[343].

Η ένσταση των εναγομένων ότι ήταν καταχρηστική η άσκηση διεκδικη-τικής αγωγής από τον ενάγοντα ακινήτου εκτάσεως 10 στρεμμάτων (ήδη άμπελος σουλτανί)  της περιοχής Γουρνών-Νέων Κλαζομενών (Τοπ-Αλτί) Ηρακλείου, απορρίφθηκε από το Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Στον ισχυρισμό των εναγομένων ότι αφορούσε ακίνητο που περιλήφθηκε σε οριστική διανομή κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα και συνεπώς είχε παρα-χωρηθεί για κοινωνικό σκοπό (αγροτική αποκατάσταση), το Δικαστήριο προέταξε την προστασία του δικαιώματος του ενάγοντα από το άρθρο 17 του Συντάγματος και τη στέρηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 242&1 Αγροτικού Κώδικα αποζημίωσης, στην οποία θα υποβαλόταν ο ενάγων σε αντίθετη περίπτωση ώστε η διεκδικητική αγωγή να μην υπερβαίνει τα όρια της ΑΚ281. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν επήλθε αποδυνάμωση του δικαιώματος διεκδίκησης της κυριότητας του ακινήτου εξαιτίας της αδράνειας του ενάγοντα και των δικαιοπαρόχων του οθωμανών υπηκόων επί 15ετία, από τότε που πληροφορήθηκαν ότι ορισμένες εκτάσεις τους στην Κρήτη κατά τα έτη 1934-1937 παραχωρήθηκαν σε ακτήμονες κληρούχους ώστε να εφησυχάσουν και να μην προβούν σε ενέργειες απόδοσης των ακινήτων, εκδηλώνοντας  έτσι σιωπηρώς μεν πλην σαφώς  την επιθυμία τους να μην στραφούν εναντίον των νέων κτητόρων[344].

Η ένσταση του αντενάγοντα-εκκαλούντα ότι ήταν καταχρηστική η άσκηση διεκδικητικής αγωγής από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο με καταψηφι-στικό αίτημα την κατεδάφιση κτίσματος που ανήγειρε ο εναγόμενος σε λωρίδα γης γειτονικού ακινήτου ιδιοκτησίας του ενάγοντα, απορρίφθηκε από το Πρωτοδικείο Ηρακλείου που έκρινε σε δεύτερο βαθμό. Στους επιμέρους  ισχυρισμούς του αντενάγοντα ότι την οικοδομή που ανήγειρε στο ακίνητό του επεξέτεινε καλόπιστα σε έκταση πέντε περίπου τ.μ στο γειτονικό ακίνη-το του ενάγοντα, ο οποίος δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου και άσκησε όψιμα μετά από 20 μήνες την αξίωσή του για λόγους εκδίκησης, ενώ επιπλέον η κατεδάφιση του τοίχου στο ακίνητο του ενάγοντα θα επέφερε την κατεδά-φιση ολόκληρης της οικοδομής και συνακόλουθα την οικονομική του κατα-στροφή, το Δικαστήριο απάντησε γενικά ότι η συμπεριφορά του ενάγοντα δεν υπερέβαινε τα όρια της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. Σημειώνεται όμως, ότι το Δικαστήριο προέταξε έναντι της εφαρμογής της ΑΚ281 τη διάταξη δημόσιας τάξης περί απαγόρευσης αποκτήσεως κυριό-τητας ακινήτου σε παραμεθόριες περιοχές όπως η Κρήτη από αλλοδαπούς όπως ο αντενάγων ο οποίος ήταν Τούρκος υπήκοος. Κατά συνέπεια, η ασφά-λεια των εθνικών συνόρων και της εθνικής ακεραιότητας δεν μπορούσαν να αποκλειστούν από οποιαδήποτε ιδιωτική βούληση και συμπεριφορά όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση που εφαρμοζόταν η ΑΚ281[345].

Σε αγωγή διανομής ορόφου οικοδομής στην πόλη του Ηρακλείου, το Πρωτοδικείο Ηρακλείου απέρριψε τον ισχυρισμό των εναγομένων ότι το δικαίωμα του ενάγοντα για δικαστική διανομή είχε αποβεί ανενεργό εξαιτίας της αντίθεσής του στην ΑΚ281. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εκποίηση σε πλειστηριασμό του ακινήτου δεν συνιστούσε καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντα, παρά τους ισχυρισμούς των αντιδίκων ότι ενόψει των οικονομικών συνθηκών  και της πρόθεσης του ενάγοντα να μετέχει στον πλειστηριασμό προκειμένου να περιέλθει σ’ αυτόν όλο το ακίνητο, οι ίδιοι δε θα μπορούσαν να πλειοδοτήσουν και να συναγωνισθούν  τον οικονομικά κατά πολύ ισχυρότερο ενάγοντα[346].

Σε αρνητική αγωγή για άρση της προσβολής του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντα-εφεσίβλητου από τη διέλευση μέσα από το κτήμα του των εναγόμενων-εκκαλούντων, ο ισχυρισμός των τελευταίων ότι ήταν καταχρη-στική η αξίωση του ενάγοντα, απορρίφθηκε από το Εφετείο Κρήτης που επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Συγκεκριμένα οι εκκαλούντες, αμυνό-μενοι αντέτειναν ότι από μακροτάτου χρόνου (εξηκονταετίας) συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την άσκηση του επίδικου δικαιώματος, αφού ήδη από το 1915 διήρχοντο και μετέφεραν λιπάσματα ή καρπούς συνεχώς και εμφανώς όλες τις εποχές του χρόνου μέσα από το ακίνητο του εφεσίβλητου, πλην όμως ο τελευταίος και οι δικαιοπάροχοί του παρέλειψαν να εγείρουν σχετική αγωγή δημιουργώντας σχετική πεποίθηση σ’ αυτούς. Ακόμη, ισχυρίστηκαν ότι η προσπέλαση στο ακίνητό τους ιδίως κατά την περίοδο των βροχών εξυπηρετούνταν με συντομία και βατότητα από το χθαμαλότερο κτήμα του ενάγοντα χωρίς αυτός να υφίσταται σοβαρή οικονομική ζημία από τη μείωση της αξίας του ακινήτου του που υπολογιζόταν στις 1000 δραχμές ενώ οι ίδιοι αν ικανοποιούνταν το αίτημα του αντιδίκου και τους αποστερούνταν η διέλευση, θα υφίσταντο δεκαπλάσια ζημιά. Το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της καταχρηστικότητας με την αιτιολογία ότι η επί μακρόν παρά-λειψη άσκησης του δικαιώματος δεν εμπίπτει αυτή καθεαυτή στο πραγμα-τικό της ΑΚ281 χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, τα οποία όμως δεν εξέθεσαν τόσο πρωτοδίκως όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο οι εκκαλούντες. Το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι δημιουργήθηκε η εύλογη πεποίθηση στους εκκαλούντες ότι ο εφεσίβλητος αποξενώθηκε από το δικαί-ωμά του επειδή δεν προέκυψε ότι η διέλευσή τους γινόταν μπροστά του και χωρίς αυτός να προβάλλει αντιρρήσεις. Τέλος, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι προκαλούνταν σημαντική ζημιά, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς των εκκαλούντων, στο ακίνητο του εφεσίβλητου επειδή η διέλευσή τους γινόταν σε όλο το μήκος και στο μέσο του κτήματος, σε όλες τις εποχές με τα πόδια ή με υποζύγια, με αποτέλεσμα την καθ΄ έκαστον καλλιεργητικόν έτος αχρή-στευσιν του επί του εδάφους πατουμένου ελαιοκάρπου[347].

Σε άσκηση αρνητικής αγωγής ώστε να κριθεί το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντα-εφεσίβλητου ελεύθερο και απαλλαγμένο από τη δουλεία αποχέτευ-σης ομβρίων υδάτων που επικαλούνταν η εναγόμενη-εκκαλούσα, ο ισχυρι-σμός της τελευταίας ότι καταχρηστικά ασκούνταν η ως άνω αγωγή, απορρί-φθηκε από το Πρωτοδικείο Λασηθίου που δικάζοντας σε β΄ βαθμό επικύ-ρωσε την ειρηνοδικειακή απόφαση. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η βρα-δεία και καθυστερημένη άσκηση του δικαιώματος από το δικαιούχο που αδράνησε, δεν την καθιστούσε καταχρηστική. Επιπλέον, δεν τεκμηριωνόταν η καταχρηστικότητα της άσκησης ούτε με βάση τον ισχυρισμό της εναγό-μενης ότι τα όμβρια ύδατα της οικίας της διοχετεύονταν με αγωγό μέσω της οικίας του ενάγοντα κατόπιν ρητής ατύπου συμφωνίας μεταξύ τους ή άλλως κατόπιν σιωπηράς παραιτήσεως του προτεινομένου δικαιώματος, διότι με την ιδιωτική βούληση δεν μπορούσε να αποκλειστεί η εφαρμογή των κανόνων δημόσιας τάξης. Επιπλέον, η παραίτηση από δικαίωμα για να θεωρηθεί έγκυρη και σύννομη θα έπρεπε να μην προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή σε κανόνα δημόσιας τάξης. Η απόφαση σημείωνε ότι οι διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού για τη διέλευση, περισυλλογή, απαγωγή και παρεμπόδιση της διοχέτευσης των ομβρίων υδάτων σε ξένες ιδιοκτησίες ήταν διατάξεις δημόσιας τάξης για την προστασία της ασφά-λειας, υγείας και αισθητικής των πολιτών, ώστε κάθε δουλεία με αντίθετο περιεχόμενο να μην αναγνωριζόταν  και να μην μπορούσε να συσταθεί[348].

Ο ισχυρισμός της εναγόμενης-εκκαλούσας ότι ήταν καταχρηστική η άσκηση αγωγής από την ενάγουσα-εφεσίβλητη για την αναγνώριση της  συγκυριότητάς της μετά από πολυετή αδράνεια  και ενώ είχε ήδη ανεγερθεί οικοδομή στο επίδικο ακίνητο, κρίθηκε απορριπτέος από το Εφετείο Κρήτης που επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Με δεδομένο ότι το επίδικο ακίνη-το, που βρισκόταν στην πόλη του Ηρακλείου και παραχωρήθηκε στη μητέρα των διαδίκων από το ελληνικό Δημόσιο  στα πλαίσια της αποκατάστασης αστών προσφύγων το 1953, κληρονομήθηκε από τις αντιδίκους το 1962 και η αγωγή ασκήθηκε το 1967, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν παρήλθε μακρό διάστημα (αδράνειας) από την αποδοχή της κληρονομιάς μέχρι την έγερση της αγωγής. Επιπλέον, οι δαπάνες στο επίδικο από την εναγόμενη δεν καθιστούσαν καταχρηστική την άσκηση της αγωγής ούτε επηρέαζαν τη νομιμότητα της ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος. Κατά συνέπεια, η μη επίκληση από την εναγόμενη ουσιωδών περιστατικών απέκλειε την εφαρ-μογή της  ΑΚ281[349].

Η άσκηση μετά από δώδεκα χρόνια διεκδικητικής αγωγής ακινήτου ευρισκόμενου στη θέση Διαβαϊδέ Πεδιάδας, που αγοράστηκε το 1963 από τον ενάγοντα μετά από κατακύρωσή του σε δημοπρασία και αφού είχε προηγηθεί έγγραφη συμφωνία των διαδίκων, κρίθηκε από το Εφετείο Κρήτης που επικύρωσε την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρα-κλείου, ότι συνιστούσε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Για την ως άνω κρίση, συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο η συμφωνία των διαδίκων να αγοραστεί το επίδικο ακίνητο από τον ενάγοντα και στη συνέχεια να παραχωρηθεί στον εναγόμενο, με δεδομένο ότι ο τελευταίος δεν μπορούσε να συμμετέχει στη δημοπρασία επειδή ήταν διευθυντής σε σχολείο της περιφέρειας Πεδιάδας, η (προ)καταβολή από τον τελευταίο στον ενάγοντα του τιμήματος (1500 δρχ.) και η εγκατάστασή του (εναγόμενου) αμέσως μετά την κατακύρωση στο επίδικο και η μέχρι την επίδοση της αγωγής αδιάλειπτη και με διάνοια κυρίου νομή            που αφορούσε στην καλλιέργεια και φροντίδα οπωροφόρων, στη συγκομιδή των καρπών και στη χρήση της αγροτικής αποθήκης πάντοτε εν γνώσει του ενάγοντα, ο οποίος ποτέ δε διαμαρτυρήθηκε[350].

Η αγορά έκτασης 42.000 τ.μ περίπου,  στη θέση ‘Λατζιμά’ περιφέρειας Μυλοποτάμου το 1908 και οι μετέπειτα πράξεις μεταξύ των αγοραστών και των δικαιοπαρόχων τους (άτυπης) διανομής, κληρονομικής αποδοχής και μεταγραφής δεν ήταν επαρκείς ώστε να προσδοθεί η κυριότητα του ακινήτου σ’ αυτούς. Σύμφωνα με το Εφετείο Κρήτης που εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και έκανε δεκτή την έφεση του εναγόμενου ελληνικού δημοσίου, δε συνέτραχαν οι προϋποθέσεις για την κτήση της κυριότητας με χρησι-κτησία, αφού εξέλειπε το στοιχείο της καλής πίστης που κατά το άρθρο 294 Κρητ. Αστ. Κώδ. υπήρχε όταν ο νομέας αγνοούσε ότι απέκτησε πράγμα από μη κύριο με δεδομένο ότι οι ενάγοντες διεκδικούσαν την κυριότητα βακου-φικού κτήματος χωρίς να έχει εκδοθεί τίτλος παραχώρησης (ταπί). Η μη άγνοια των εναγόντων προέκυπτε από την ιδιότητα του πωλητή που ήταν ο διευθυντής τν Μουσουλμανικών και Θρησκευτικών Ιδρυμάτων και Ανωνύ-μων Αφιερωμάτων του Ιεροδικείου Ρεθύμνης, ενώ η πώληση είχε εγκριθεί από τη Μουσουλμανική Δημογεροντία Ρεθύμνης. Επιπλέον, από την αγορά της επίδικης έκτασης (1908) μέχρι την 11.5.1915 δεν είχε συμπληρωθεί ο απαιτούμενος χρόνος ενώ κατά το οθωμανικό δίκαιο ήταν άγνωστος ο θεσμός της χρησικτησίας [351].

Σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών με βάση τις οποίες ερμηνεύονται οι συμβάσεις, σε μεταβίβαση κυριότητας  ακινήτου με πραγματική έκταση μεγαλύτερη της καθορισμένης, υπερίσχυε η μείζων έκταση και έδινε δικαίωμα διεκδικητικής αγωγής στον πωλητή[352].

Σε υπόθεση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, η ένσταση ότι ήταν καταχρη-στική η αίτηση από τον καθ΄ου η απαλλοτρίωση, προκειμένου να βεβαιωθεί από το Δικαστήριο η αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτρίωσης λόγω παρέ-λευσης άπρακτης της προθεσμίας των τριών ετών για τον καθορισμό προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης (ν.δ 797/1971, ν. 212/1975), απορρί-φθηκε από το Εφετείο Κρήτης. Το γεγονός ότι ο καθ΄ου η απαλλοτρίωση είχε παραλείψει να προτείνει την αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτρίωσης λόγω μη εμπρόθεσμου προσδιορισμού της προσωρινής αποζημίωσης κατά τη συζήτηση σχετικής αίτησης/κλήσης του υπέρ ού, δεν κρίθηκε επαρκές ώστε να επιφέρει την εφαρμογή της ΑΚ281, με το αιτιολογικό ότι η εξ αυτού του λόγου θεσπισθείσα αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτρίωσης, τάχθηκε  προς το συμφέρον του καθ΄ου-ιδιοκτήτη στον οποίο εναπόκειτο να κρίνει ανάλογα με τα συμφέροντά του αν θα προέβαλε το ως άνω περιστατικό ή θα το αποσιωπούσε εμμένοντας στη διαδικασία της απαλλοτρίωσης[353].

Σε πολυκατοικία χωρίς κανονισμό μέσα στην πόλη των Χανίων κρίθηκε επιτρεπτή η μεταβολή του τρόπου χρήσης οριζόντιων ιδιοκτησιών. Η ένσταση της εκκαλούσας ότι ο εφεσίβλητος-συνιδιοκτήτης κατά το σύστημα της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους, καταχρηστικά ασκούσε το δικαίωμά του να μετατρέψει τη χρήση των οριζόντιων ιδιοκτησιών του από γραφεία σε πολυ-κατάστημα ηλεκτρικών ειδών δια συνενώσεως, απορρίφθηκε από το Εφετείο Κρήτης. Στους ισχυρισμούς της εκκαλούσας, το Δικαστήριο έκρινε ότι από τη μετατροπή δε θα βλαπτόταν η ιδιοκτησία της και η άσκηση του επαγγέλ-ματος της συμβολαιογράφου  αφού ο θόρυβος που θα προκαλούνταν θα ήταν ο συνηθισμένος, με δεδομένο ότι η φύση της εμπορίας και η μη πυκνή προσέλευση των πελατών δεν επρόκειτο να προκαλέσει μεγάλη ηχορύπανση, που άλλωστε μπορούσε να αντιμετωπιστεί με κατάλληλο σύστημα ηχομόνω-σης. Ο κίνδυνος δε, για την ασφάλεια της οικοδομής από τις εκτεταμένες αλλαγές που επικαλέστηκε η εκκαλούσα, κρίθηκε αβάσιμος λόγω των ελέγχων που θα προηγούνταν από τις αρμόδιες υπηρεσίες πριν την έκδοση άδειας. Αντίθετα το Δικαστήριο έκρινε καταχρηστική την άρνηση της εκκαλούσας να συναινέσει στη λειτουργία του πολυκαταστήματος σύμφωνα με το ν. 3791/1929 ‘περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους’ και τα άρθρα 1002, 1117 ΑΚ, ενόψει του ότι ο εφεσίβλητος που ήταν συνιδιοκτήτης της οικο-δομής κατά συντριπτικό ποσοστό δεν μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ιδιοκτησία του όπως ο ίδιος επιθυμούσε, τηρώντας τις νόμιμες διατυπώσεις, ενώ ο εμπορικός χαρακτήρας και οι συνθήκες ζωής της περιοχής στην οποία βρισκόταν το επίδικο συνηγορούσαν στη μετατροπή της χρήσης από γραφεία σε πολυκατάστημα[354].

Η απόφαση γενικής συνέλευσης συνιδιοκτητών οικοδομής με πλειοψηφία των εφεσιβλήτων και μειοψηφία της εκκαλούσας, να μην τροποποιηθεί ο κανονισμός της πολυκατοικίας και να μην επιτραπεί η ανάρτηση φωτεινών επιγραφών στην πρόσοψη της οικοδομής, που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την εκμίσθωση σε ασφαλιστικές εταιρείες των ακινήτων της εκκαλού-σας, κρίθηκε από το Εφετείο Κρήτης ότι δεν αντέβαινε στις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών με δεδομένο το σκοπό της προστασίας της αισθητικής του όλου οικοδομήματος. Ακόμη, κρίθηκε ότι δεν αντέβαινε στις προηγούμενες αρχές, η χωρίς την ανάρτηση φωτεινών επιγραφών εκμετάλ-λευση των διαμερισμάτων της εκκαλούσας, αφού αυτά μπορούσαν να χρησι-μοποιηθούν προεχόντως ως κατοικία και ως γραφεία, όπως και προηγου-μένως, δεδομένου ότι στην περιοχή όπου βρισκόταν η επίδικη οικοδομή δεν είχαν μεταβληθεί ριζικά οι συνθήκες εξαιτίας αύξησης της εμπορικής κίνησης, ώστε να καθίσταται εφικτή η εκμίσθωση και χρήση των διαμερι-σμάτων μόνο για εμπορική δραστηριότητα[355].

Σε διεκδικητική αγωγή κυριότητας, η ένσταση ότι ήταν καταχρηστική η  άσκηση του δικαιώματος των εναγουσών-εφεσιβλήτων επειδή για μακρό χρονικό διάστημα αδράνησαν να το ασκήσουν επί του επιδίκου ακινήτου, στο οποίο οι εναγόμενοι-εκκαλούντες ανέγειραν οικοδομή, μη γνωρίζοντας ότι οι δικαιοπάροχοί τους δεν ήταν αποκλειστικοί κύριοι, απορρίφθηκε από το Εφετείο Κρήτης. Το Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και επανέλαβε την άποψη ότι δεν αρκούσε για την εφαρμογή της ΑΚ281 μόνη η αδράνεια των δικαιούχων προς άσκηση του δικαιώματός τους, αλλά θα έπρεπε παράλληλα να προβληθούν και άλλα περιστατικά σε σχέση με τις ενάγουσες, όπως για παράδειγμα ότι βρίσκονταν σε γνώση της αγοράς και στη συνέχεια ανοικοδόμησης του ακινήτου από την πλευρά των εναγομένων  οι οποίοι προέβησαν σε σημαντικές δαπάνες ύψους 15.000.000 δρχ[356].

Σε αγωγή για την αναγνώριση κυριότητας ή επικουρικά για την κατεδά-φιση τμήματος οικοδομής το οποίο ανήγειρε ο εναγόμενος κατά την ανοικο-δόμηση του ακινήτου του στον εναέριο χώρο υπεράνω της οικοδομής των εναγόντων παλαιότητας 1958 που βρισκόταν στο Δήμο Χανίων, η ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του  δικαιώματος των εναγόντων κρίθηκε ως νόμιμα προβαλλόμενη και συσχετίστηκε με την απόδειξη τεχνικών ζητημά-των. Συγκεκριμένα κρίθηκε μη εφαρμοστέα η ΑΚ 1010 σχετικά με την καλόπιστη επέκταση σε γειτονικό ακίνητο οικοδομής και χωρίς τις διαμαρ-τυρίες του κυρίου του γειτονικού ακινήτου, επειδή στη συγκεκριμένη περί-πτωση η επέκταση αφορούσε εναέριο χώρο (ταράτσα πρώτου ορόφου των εναγόντων) και όχι τμήμα εδάφους. Το Δικαστήριο, προκειμένου να απο-φανθεί για τη βασιμότητα της ένστασης της καταχρηστικότητας, συνεκτί-μησε το ζήτημα της στατικής επάρκειας στην περίπτωση της  κατεδάφισης του επίδικου τμήματος της ανεγειρόμενης οικοδομής, με δεδομένο ότι αυτό κατασκευάστηκε με πέντε  οριζόντιες δοκούς επάνω στις οποίες στηρίχτηκαν αντίστοιχες πλάκες (δάπεδα) των οικείων ορόφων και στη συνέχεια τα αντίστοιχα από τούβλα τοιχία της οικοδομής[357].

Η άσκηση από κληρονόμους του αρχικού κληρούχου, διεκδικητικής αγωγής  ακινήτου χαρακτηρισμένου ως κληροτεμαχίου  με τίτλο κυριότητας  του 1951 από το υπουργείο γεωργίας, εκτάσεως 3060 τ.μ, κείμενου στην τοποθεσία «Ξηροπόταμος» της περιφέρειας Τεμένους Ηρακλείου, κρίθηκε από το Εφετείο Κρήτης καταχρηστική και ότι υπερβαίνει  και δη προφανώς, τα όρια τα επιβαλλόμενα εκ της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού του δικαιώματος. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εναγόμενοι δικαιολογημένα πίστευαν μέχρι την άσκηση της αγωγής ότι το επίδικο ανήκει σε αυτούς κατά κυριότητα αφού μετά από αλλεπάλληλες αγοραπωλησίες ήδη από το 1949, αυτοί το αγόρασαν καταβάλλοντας ολό-κληρο το συμφωνημένο τίμημα και διαρκώς τα τελευταία 26 χρόνια ενέμοντο το επίδικο κληροτεμάχιο με διάνοια κυρίου, χωρίς ποτέ οι ενάγο-ντες αν και γνώριζαν την πραγματική κατάσταση να διαμαρτυρηθούν. Συγκεκριμένα, οι εναγόμενοι προέβησαν σε επιχωμάτωση για να ανέλθει η επιφάνεια στο ύψος του αγροτικού δρόμου, το καθάρισαν από καλαμιές και βούρλα και το καλλιεργούσαν κάθε χρόνο με δημητριακά και με κηπευτικά. Η καταχρηστική συμπεριφορά των εναγόντων αιτιολογούνταν με βάση την τουριστική ανάπτυξη της περιοχής και την ανέγερση ξενοδοχειακών συγκροτημάτων, ώστε πλέον το ακίνητο που χαρακτηριζόταν ως οικόπεδο να μπορούσε να αξιοποιηθεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό, τι κατά το χρόνο  μεταβίβασής  του [358].

Η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής συγκυριότητας σε οικόπεδο εκτάσεως 178 τ.μ στο χωριό Μύρτος Ιεράπετρας  από τους ενάγοντες εναντίον των εναγομένων, που ο δικαιοπάροχός τους ως συγκληρονόμος των εναγόντων τους μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο χωρίς να έχει δικαίωμα, κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο που επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου Κρήτης ότι δεν ήταν καταχρηστική ούτε υπερέβαινε προφανώς τα όρια που επέβαλαν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη αν και ασκήθηκε (η αγωγή) μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος. Τόσο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο όσο και ο Άρειος Πάγος θεώρησαν ότι εκτός από την αδράνεια των εναγόντων δεν συνέτρεχαν και άλλα περιστατικά  ώστε να δημιουργηθεί η πεποίθηση στους εναγόμενους ότι δεν επρόκειτο να ασκήσουν το δικαίωμά τους, αφού οι ενάγοντες αφενός δεν εγνώριζαν για τη μη νόμιμη μεταβίβαση και του δικού τους μεριδίου από το συγκληρονόμο τους αφετέρου  αν και έμεναν εκτός Κρήτης επισκέπτονταν το χωριό τους και έμεναν στην πατρική οικία που βρίσκονταν στο επίδικο ακίνητο επιπλέον δε, από την άσκηση της αγωγής δε δημιουργήθηκαν επαχθείς για τους εναγόμενους συνέπειες[359].

Το αίτημα των αναιρεσειόντων να αναγνωριστεί η ακυρότητα μεταβί-βασης ακινήτου από τον αναιρεσίβλητο επειδή έγινε κατά κατάχρηση δικαιώ-ματος, απορρίφθηκε από τον Άρειο Πάγο που επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο δεν έκρινε καταχρηστική τη συμπεριφορά του αναιρεσίβλητου να περιφράξει και στη συνέχεια να πουλή-σει νομότυπα τον επίδικο οικοπεδοαγρό επειδή το νέμονταν (καλλιέργεια και κάρπωση ελαιοδένδρων) για χρόνια οι αναιρεσείοντες, με δεδομένο ότι ήταν άτυπη η μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου στο δικαιοπάροχο των τελευ-ταίων (αναιρεσειόντων)[360].

Η μεταβίβαση ακινήτου κείμενου στη θέση Ντραφούλη της κοινότητας Αρωνίου Κυδωνίας έκτασης 24342 τ.μ από τον αναιρεσίβλητο-πωλητή προς τους αναιρεσείοντες-αγοραστές κρίθηκε άκυρη ως αισχροκερδής και αντι-βαίνουσα στα χρηστά ήθη από τον Άρειο Πάγο που επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Το Δικαστήριο κατέληξε στην ως ανω εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη: α) τη φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής – αντιπα-ροχής που γινόταν αντιληπτή άμεσα από το λογικό άνθρωπο με σχετική πείρα γύρω από τις συναλλαγές και την αγοραία αξία των ακινήτων της περιοχής των Χανίων, αφού το ακίνητο πωλήθηκε έναντι 2.000.000 δραχμών το 1981 ενώ η αγοραία αξία του ήταν σχεδόν διπλάσια, β) την κουφότητα και απειρία του πωλητή που κατά το χρόνο της πώλησης ήταν τέτοια ώστε ουδέποτε ασχολήθηκε με κάποια εργασία για να εξοικονομήσει τα αναγκαία για τη ζωή παρότι η οικογένειά του τελούσε σε μεγάλη ένδεια, γ) την εκμετάλλευση της ως άνω μειονεξίας του πωλητή από τους αγοραστές που τη γνώριζαν λόγω της γειτονίας τους με την οικογένεια του πωλητή, αλλά και εξαιτίας της εργασιακής σχέσης που είχαν με τον αδερφό του[361]. Σημειώ-νεται ότι στην ίδια υπόθεση επανήλθαν τα δικαστήρια της Κρήτης ύστερα από διεκδικητική αγωγή που κατέθεσε η μητέρα και προσωρινή διαχειρί-στρια του πωλητή εναντίον των αγοραστών, που αρνούνταν την απόδοση του ακινήτου. Το Εφετείο Κρήτης επιβεβαίωσε την ακυρότητα της δικαιο-πραξίας τόσο της υποσχετικής όσο και της εκποιητικής ως αισχροκερδούς και επιπλέον έκρινε ότι οι αγοραστές του ακινήτου δεν απέκτησαν την κυριότητα αυτού ούτε πρωτοτύπως με τακτική χρησικτησία αφού και αν ακόμη εθεωρούντο καλής πίστεως επρόκειτο για ακίνητο που εξαιρείτο της χρησικτησίας με δεδομένο ότι ο πωλητής είχε τεθεί σε κατάσταση δικα-στικής απαγόρευσης. Η αγωγή της μητέρας του πωλητή κρίθηκε βάσιμη και μη καταχρηστική κατά την ΑΚ281 αφού δε συνέτρεχαν επιπρόσθετα και άλλα περιστατικά αναγόμενα στο ίδιο διάστημα και στη συμπεριφορά των δικαιούχων και υποχρέων ώστε να δημιουργηθεί η εύλογη πεποίθηση ότι δεν επρόκειτο να ασκηθεί το δικαίωμα[362].

Η άσκηση από τους αναιρεσείοντες διεκδικητικής αγωγής με αντικείμενο ακίνητο το οποίο η δικαιοπάροχός τους μεταβίβασε άτυπα στην αδερφή της – αναιρεσίβλητη προκειμένου να καταστεί το γειτονικό ακίνητο της τελευ-ταίας άρτιο και οικοδομήσιμο και η οποία (αναιρεσίβλητη) δεν κατέστη κυρία ούτε με έκτακτη χρησικτησία αφού κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής δεν είχε συμπληρωθεί εικοσαετής νομή, κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο που επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου Κρήτης ως καταχρηστική. Το Δικαστήριο συνεκτίμησε την υπερδεκαετή αδράνεια τόσο της δικαιο-παρόχου όσο και των ίδιων των εναγόντων αφού γνώριζαν την άτυπη μεταβίβαση και την καταβολή σημαντικού για την εποχή,  τιμήματος από την εναγόμενη, αλλά και την κατάσταση που διαμορφώθηκε με βάση την ως άνω μεταβίβαση που συνίστατο σε πράξεις διακατοχής από την πλευρά της εναγόμενης επί του ακινήτου όπως περίφραξη, φύτευση δένδρων και φυτών, υδραυλική εγκατάσταση. Όλα τα παραπάνω έγιναν υπό τα όμματα των εναγόντων και της δικαιοπαρόχου τους, αφού αυτοί όταν επισκέπτονταν την Κρήτη φιλοξενούνταν και διέμεναν στην οικία της εναγόμενης που βρισκό-ταν στο επίδικο ακίνητο χωρίς να διαμαρτυρηθούν ποτέ. Επιπλέον, συνεκτι-μήθηκε και το γεγονός ότι η ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε στο επίδικο ακίνητο με την ανέγερση διώροφης οικοδομής και τη σημαντική βελτίωση και αξιοποίησή του από την εναγόμενη θα επέφερε σ’ αυτήν δυσβάστακτες συνέπειες αφού θα υποχρεωνόταν, εκτός των άλλων, να στερηθεί τη χρήση του συνόλου της κατοικίας της λόγω στατικής ανεπάρ-κειας αν κατεδαφιζόταν το τμήμα της οικοδομής που εκτεινόταν στο επίδικο ακίνητο[363].

Ο ισχυρισμός για καταχρηστική άσκηση της διεκδικητικής αγωγής από τους αναιρεσίβλητους σε μέρος γειτονικού ακινήτου το οποίο αυθαίρετα κατέλαβε ο εναγόμενος στην κοινότητα Γουβών Πεδιάδος και αφού ήδη είχε ανεγείρει κτίσματα (εξοχικό κέντρο) επ' αυτού χωρίς να υπάρξει διαμαρτυ-ρία, δεν έγινε αποδεκτός από τον Άρειο Πάγο που επικύρωσε σχετική απόφαση του Εφετείου Κρήτης, διότι δεν προέκυψε αδράνεια των δικαιού-χων. Συγκεκριμένα, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο, εν μέρει αποκλειόταν και εν μέρει δικαιολογούνταν η αδράνεια των  αναιρεσίβλητων με δεδομένη και τη δικαστική διαμάχη για το επίδικο ακίνητο με την κοινότητα Γουβών και τον ιερό ναό Α.Κ [364].

Σε αγωγή αναγνωριστική κυριότητας ελεύθερης από δουλεία διόδου ακινήτου κείμενου στην πόλη των Χανίων, κατά την οποία προβλήθηκε  ένσταση από τον εναγόμενο-αναιρεσείοντα ότι η αξίωση του ενάγοντα-αναιρεσίβλητου ασκούνταν καταχρηστικά, ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Στους ισχυρισμούς του εναγόμενου ότι είχε νόμιμο δικαίωμα δουλείας διελεύσεως επί της επίδικης λωρίδας, αφού για 90 περίπου χρόνια τη χρησιμοποιούσαν τόσο ο ίδιος όσο και οι δικαιοπάροχοί του για την επικοινωνία του περίκλειστου οικοπέδου τους με την παρα-κείμενη δημοτική οδό Λάκκων, καθώς επίσης και ότι υπήρχε κίνδυνος να αποκλειστεί η πρόσβασή του στη διώροφη οικοδομή που βρισκόταν στο όμορο ακίνητό του, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο  αποφάνθηκε κατά   της καταχρηστικότητας της σχετικής αξίωσης του ενάγοντα, χωρίς όμως να διαλάβει -κατά τον Άρειο Πάγο- σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες στην απόφασή του[365].

Στην αξίωση της ενάγουσας - κυρίας ακίνητων πραγμάτων να της κατα-βληθεί αποζημίωση για ωφελήματα από τον κακόπιστο νομέα, η ένσταση συμψηφισμού που πρότεινε ο τελευταίος αναφορικά με δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για την καλλιέργεια των κοινών (κατά συγκυριότητα)  ελαιο-φύτων (άροση, συγκομιδή, αμοιβή ελαιουργείου) που ανέρχονταν σε ποσοστό 75% της ακαθάριστης προσόδου, απορρίφθηκε από το Εφετείο Κρήτης. Η κακή πίστη στο πρόσωπο του νομέα προέκυπτε από το γεγονός ότι αν και εξ αδιαθέτου συγκληρονόμος με την ενάγουσα - εκκαλούσα, κατάρτισε πλαστή ιδιόχειρη διαθήκη όπου οριζόταν ο ίδιος ως μοναδικός κληρονόμος και μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης νεμόταν ολόκληρη την ακίνητη περιουσία, μη αποδίδοντας το ποσοστό που αντιστοιχούσε στην εκκαλούσα.  Κατά συνέπεια, ως κακής πίστης νομέας δεν είχε γεννηθεί στο πρόσωπό του αξίωση αναζήτησης δαπανών ώστε να την προτείνει προς συμψηφισμό,  πριν την απόδοση του πράγματος[366].

Σε αγωγή απόδοσης νομής και παύσης προσβολής στο μέλλον με αντι-κείμενο τμήμα (λωρίδα γης) του επίδικου ακινήτου που θα χαρακτηριζόταν ως δημοτική και κοινοτική οδός, ο ισχυρισμός του εναγόμενου-εκκαλούντα ότι καταχρηστικά ασκήθηκε η ως άνω αγωγή από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο, απορρίφθηκε από το Πρωτοδικείο Χανίων που δίκασε κατ’ έφεση (ΕιρΧανίων, ασφαλ. μέτρα) κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι η ως άνω εδαφική λωρίδα δεν είχε καταστεί κοινόχρηστος χώρος αλλά παρέμενε στη νομή του εφεσίβλητου, ο οποίος νεμόταν συνεχώς και με διάνοια κυρίου όλο το ακίνητο έκτασης 2.200 τ.μ  ασκώντας όλες τις πράξεις νομής με τις οποίες εκδηλωνόταν η θέλησή του να το εξουσιάζει και ειδικότερα το επισκεπτόταν τακτικά, το επέβλεπε και το επιτηρούσε, συνέλεγε τον ελαιόκαρπο, είχε προβεί στην επιμέτρηση και στον καθαρισμό του και το είχε δηλώσει στο Εθνικό Κτηματολόγιο ώστε η άσκηση της αγωγής για την αναγνώριση, την απόδοση και την παύση προσβολής της νομής του από τον εκκαλούντα να μη χαρα-κτηριζόταν ως καταχρηστική[367].

Η διεκδικητική αγωγή από τον ενάγοντα-αναιρεσείοντα ακινήτου με δεδο-μένο ότι η δικαιοπραξία μεταβίβασης του επιδίκου αναγνωρίστηκε άκυρη ως καταπλεονακτική με βάση την ΑΚ179 αφού ο ίδιος είχε τεθεί σε κατάσταση δικαστικής απαγόρευσης, κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο που επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου Κρήτης, ότι δεν ασκήθηκε καταχρηστικά. Ο σχετικός ισχυρισμός της εναγόμενης-αναιρεσίβλητης απορρίφθηκε επειδή η τελευταία γνώριζε ότι ο αντίδικος επεδίωκε την ακύρωση του τίτλου κτήσης κυριό-τητας της άμεσης δικαιοπαρόχου της, όπως εξάλλου το γνώριζαν όλοι οι υπόλοιποι αγοραστές του κατατμημένου ακινήτου που είχαν δημιουργήσει οικισμό και αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα της αλλαγής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Παρόλ’ αυτά η εναγόμενη ξεκίνησε την ανέγερση οικίας επί του ακινήτου  η οποία ολοκληρώθηκε μετά τρία έτη ενώ δεν ευσταθούσε και ο ισχυρισμός της περί υστεροβουλίας του αντιδίκου ότι δήθεν περίμενε πρώτα να αξιοποιηθεί το ακίνητο και κατόπιν να το διεκδικήσει αφού όλες οι εξώδικες και δικαστικές ενέργειες του ενάγοντα έγιναν με τις νόμιμες διατυ-πώσεις και ελάμβαναν γι΄ αυτές γνώση  όλοι οι αγοραστές ακινήτων είτε είχαν κτίσματα είτε όχι. Ο ενάγων κρίθηκε ότι αφενός δεν αδράνησε αφετέρου δεν δημιούργησε στην εναγόμενη την πεποίθηση ότι δεν θα ασκούσε τα ένδικα δικαιώματά του, αφού τόσο ο ίδιος όσο και η μητέρα του ως διορισθείσα νόμιμη επίτροπός του, δεν έκρυβαν τις προθέσεις τους αλλά διατυμπάνιζαν τη βεβαιότητά τους για ανατροπή της ιδιοκτησιακής κατά-στασης[368].

Σε αγωγή διανομής ακινήτου για το οποίο ήδη από το 1974 είχε γίνει εξώδικη διανομή μεταξύ των δικαιοπαρόχων των αντιδίκων και με βάση αυτήν διαμορφώθηκε πραγματική κατάσταση, όπως οριοθέτηση επιμέρους ιδιοκτησιών, εκμετάλλευση και αξιοποίησή τους με την κατασκευή πολυ-ώροφης οικοδομής και τη στέγαση σ’ αυτήν κερδοφόρας επιχείρησης  που υπήχθη στις διατάξεις του αναπτυξιακού ν. 1262/1982 ώστε να υπάρξει επιχορήγηση, η ένσταση των εναγόμενων-αναιρεσίβλητων για καταχρηστική άσκηση αυτής (αγωγής διανομής) έγινε δεκτή από τον Άρειο Πάγο που επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Το Δικαστήριο συνεκτίμησε, τη μη αντίδραση των εναγόντων-αναιρεσειόντων στην ως άνω διαμορφω-θείσα πραγματική κατάσταση μετά την άτυπη διανομή και τις επαχθείς επιπτώσεις που θα προκαλούνταν εξαιτίας των επενδύσεων, στις οποίες είχαν προχωρήσει οι εναγόμενοι λόγω της εύλογης πεποίθησης που τους δημιούργησαν οι αντίδικοι ότι δε θα αντιδράσουν[369].

Σε διεκδικητική αγωγή συγκυριότητας επί ακινήτων στο Δήμο Ηρακλείου τα οποία νέμονταν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα οι εναγόμενες–αναιρεσείουσες χωρίς να αντιδράσει ο ενάγων–αναιρεσίβλητος, η ένσταση καταχρηστικής άσκησης της ως άνω αγωγής απορρίφθηκε από τον Άρειο Πάγο που επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου Κρήτης, αφού μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου που δε συνοδευόταν  από ειδικές περιστάσεις δεν αρκούσε για την εφαρμογή της ΑΚ281. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο συνεκτίμησε ότι ουδέποτε δήλωσε ο αναιρεσίβλητος ότι δεν επιθυμούσε την κληρονομιά στην οποία ήταν συγκύριος με τις αναιρεσεί-ουσες ούτε υπήρξε εκ μέρους των τελευταίων καμία γνωστοποίηση ρητή ή σιωπηρή ότι νέμονταν με διάνοια κυρίου τα ακίνητα, ακόμη και στο ποσοστό 1/3 της συγκυριότητας του αναιρεσίβλητου, για δικό τους λογαρια-σμό και μάλιστα ότι συννέμονταν από κοινού το ποσοστό του στην κάθε μία ιδιοκτησία. Η επιμέλεια και φροντίδα που επέδειξαν δαπανώντας διάφορα χρηματικά ποσά για την επισκευή και συντήρηση των επιδίκων ήταν αυτο-νόητη, αφού διέμεναν σε αυτά συνεχώς και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η μη αναζήτηση από τις αναιρεσείουσες του μέρους των δαπανών που αντι-στοιχούσε στον αναιρεσίβλητο, σχετιζόταν όχι με την αποξένωση του τελευ-ταίου από τα δικαιώματά του επί των επιδίκων και πολύ περισσότερο με την απεμπόληση των ως άνω δικαιωμάτων, αλλά με τη μη αναζήτηση από τη μεριά του της ωφέλειας από τη (συν)νομή του ποσοστού του, με δεδομένα τη συγγενική τους σχέση (αδέρφια) και του ότι οι αναιρεσείουσες φιλοξε-νούσαν στα ακίνητα και φρόντιζαν τη μητέρα τους. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί ο ισχυρισμός περί καταχρηστικής άσκησης αφού δεν είχε δημιουργηθεί καμία πραγματική κατάσταση υπό ειδικές μάλιστα συνθήκες, αντίθετη προς τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώ-ματος, από την ενοίκηση επί σειρά ετών των ακινήτων ώστε η ανατροπή της (κατάστασης) να δημιουργεί επαχθείς συνέπειες, ούτε από τη συμπεριφορά του αναιρεσίβλητου μπορούσε να δημιουργηθεί η εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκούσε τα δικαιώματά του[370].

Σε διεκδικητική αγωγή, η ένσταση του εναγόμενου-αναιρεσείοντα περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης  επειδή οι φερόμενες ως διαταρακτικές ενέργειές του (τοποθέτηση φωτι-στικών σωμάτων και παροχής νερού, στήριξη τοίχου του δικού του ακινήτου σε μέρος του τοιχίου της ενάγουσας) έγιναν χωρίς αμφισβήτηση και υπό τα όμματα της τελευταίας, η οποία δεν αντέλεξε, κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο που επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου Κρήτης ως αόριστη. Το Δικαστή-ριο αποφάνθηκε ότι ο ενιστάμενος αν και ισχυριζόταν ότι με τις πράξεις του δε διαταρασσόταν η κυριότητα, αλλά αντίθετα αξιοποιούνταν το ακίνητο της αντιδίκου, δεν επικαλούνταν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και συμπεριφορά της, τέτοια που να του δημιούργησαν την εύλογη πεποίθηση ότι δεν επρόκειτο να ασκήσει το δικαίωμά της[371].

 

2.1.2.4.3. Ζητήματα εργατικού δικαίου.

Στο χώρο του εργατικού δικαίου παρατηρείται μια διαφοροποίηση και ως προς το χρόνο προκειμένου να κριθεί η μακρά αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, αφού η δικαστική ετυμηγορία επικαλείται την πενταετία (βλ. ενδεικτικά ΕφΚρ 94/1990, ΑΠ 1020/1992) αλλά και ως προς την επέλευση ή όχι δυσβάστακτων συνεπειών για τον υπόχρεο (βλ. ενδει-κτικά ΑΠ 1020/1992).

Η αξίωση της ενάγουσας να της καταβληθεί μετά την απόλυσή της, εκτός από τη διαφορά των μισθών για το έτος  που η μισθωτική σχέση διεπόταν από τη συλλογική σύμβαση του 1936 και διπλάσια αποζημίωση λόγω κακο-βουλίας στην άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας από τον εργοδότη, απορ-ρίφθηκε από το Εφετείο Κρήτης που επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοδι-κείου Χανίων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταγγελία της εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη ένα έτος μετά την ισχύ της συλλογικής σύμβασης εργασίας, δεν ήταν κακόβουλη και ούτε στόχευε στο να στερηθεί της μεγαλύτερης αντιμισθίας η απολυόμενη-υπάλληλος σε χαρτοβιβλιοπωλείο στα Χανιά, αφού, με το να συνεχίζεται η εργασιακή σχέση ένα χρόνο μετά, είχε συντελεστεί η μη συμμόρφωση στη συλλογική σύμβαση εργασίας[372].

Το αίτημα της ενάγουσας-υπαλλήλου Τράπεζας να αναγνωριστεί η ακυρότητα της απόλυσής της από την εργοδότρια, με δεδομένο ότι αυτή (απόλυση) επακολούθησε την άρνησή της να συμμορφωθεί στη μετάθεσή της από το υποκατάστημα Χανίων στο υποκατάστημα Σερρών, έγινε δεκτό τόσο από το Πρωτοδικείο Χανίων όσο και από το Εφετείο Κρήτης που επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Τα Δικαστήρια έκριναν ότι η μετάθεση της υπαλλήλου σε τόσο απομακρυσμένο υποκατά-στημα έγινε από κακοβουλία, προκειμένου να επιτευχθεί με άλλο τρόπο ο σκοπός της Τράπεζας να απολύσει την υπάλληλο εξαναγκάζοντάς την σε παραίτηση αν και αναγνωρίστηκε κατ’ αρχήν το δικαίωμα της εργοδότριας να μετακινεί ελεύθερα τους υπαλλήλους της. Για το χαρακτηρισμό της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης ως άκυρης λόγω αντίθεσης στις αρχές της επιείκειας κατά τον Κρητικό Αστ. Κώδ. και της καλής πίστης κατά τον ΑΚ, συνεκτιμήθηκε ότι είχε καθιερωθεί μεταξύ των συμβαλλόμενων δια συνηθείας εν όψει της ισχύος της οποίας συνηλλάγησαν ότι δεν θα μετακι-νούνταν οι υπάλληλοι, παρά μόνο προσωρινά και για κάλυψη επείγουσας ανάγκης, γεγονός που δεν συνέτρεχε στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού δεν αποδείχτηκε ότι το υποκατάστημα Σερρών δεν διέθετε υπαλλήλους ή ότι δεν υπήρχαν άλλοι υποψήφιοι που διέμεναν εγγύτερα ή ότι τα προσόντα και την ικανότητα της ενάγουσας δεν είχαν και άλλοι. Επιπλέον, λήφθηκε υπόψη η βλάβη που θα προκαλούνταν στην υπάλληλο και στην οικογένειά της από την τόσο μακρινή μετακίνησή της, με δεδομένο ότι ήταν έγγαμη και ο σύζυγος δεν μπορούσε να την ακολουθήσει ενώ επιστρατεύτηκαν και οι κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις: η εν τη ελληνική κοινωνία σήμερον έτι θέσις της γυναικός επιβάλλει την μέριμναν της  προφυλάξεώς της  από τους κινδύνους ους περικλείει δι’ αυτήν η μακράν της πατρικής ή συζυγικής οικογενείας διαβίωσίς της… [373].

Η ένσταση της εναγόμενης εταιρείας με έδρα στα Χανιά να απορριφθεί ως καταχρηστική η αξίωση των εναγόντων υπαλλήλων της διαφόρων ειδικο-τήτων (θερμαστές, μηχανικοί, ηλεκτρολόγοι κ.α) να καταβάλλεται και σ’ αυτούς πρόσθετη παροχή που ελάμβαναν μόνο ορισμένοι υπάλληλοι για τη σύνταξη και την κατάρτιση του ισολογισμού της εταιρείας, έγινε δεκτή από το Εφετείο Κρήτης  που διαφοροποιήθηκε από το Πρωτοδικείο Χανίων. Συγκεκριμένα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η επί μακρό χρόνο (πενταετία)  ανοχή από τους ενάγοντες της ως άνω άνισης μεταχείρισης, αν και τη γνώριζαν, συνιστούσε σιωπηρή αποδοχή της μεταχείρισης αυτής  καθώς και παραίτηση από τις σχετικές αξιώσεις η οποία ήταν νόμιμη εφόσον δεν έθιγε τα κατώτατα όρια αμοιβών[374].

Η άσκηση αξίωσης πέντε χρόνια μετά τη γέννησή της από την αναιρεσεί-ουσα-υπάλληλο ΟΤΕ και ενώ είχε παραιτηθεί από αυτήν (αξίωση) για να αποφύγει τη μετάθεσή της από το Ηράκλειο στην Αθήνα, κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο που επικύρωσε την εφετειακή απόφαση  ως καταχρηστική. Το Δικαστήριο θεώρησε αντίθετη στην καλή πίστη, τη χρηστοήθεια και τον κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, τη συμπεριφορά της ενάγουσας να ζητή-σει αποζημίωση, επειδή δεν εφάρμοζε η εργοδότρια εταιρεία στο πρόσωπό της το ευεργέτημα του μειωμένου ωραρίου, αν και είχε παραιτηθεί από αυτό για να αποκομίσει  όφελος ως προς την ανατροφή των παιδιών της με τη μη μετακίνησή της. Η εκ των υστέρων επίκληση του ευεργετήματος μειωμένου ωραρίου για να επιδικαστεί αποζημίωση, διέψευσε την προγενέστερη συμπε-ριφορά της ενάγουσας, αλλά και την πεποίθηση της εργοδότριας -που καλό-πιστα είχε ικανοποιήσει το αίτημά της, ότι δε θα ασκούνταν το δικαίωμα χωρίς να ήταν απαραίτητο να προκληθούν και δυσβάστακτες συνέπειες στην αναιρεσίβλητη εταιρεία[375].

Η αξίωση του ενάγοντα-υπαλλήλου του Δήμου Ηρακλείου με την ειδικό-τητα του φύλακα υδρονόμου δεξαμενής στη θέση «Παπά Τίτου Μετόχι» για καταβολή της διαφοράς των αποδοχών του, που μειώθηκαν εξαιτίας μονο-μερούς βλαπτικής μεταβολής των εργασιακών συνθηκών από τον εργοδότη, έγινε δεκτή από το Εφετείο Κρήτης που επικύρωσε την αντίστοιχη απόφαση του Πρωτοδικείου Ηρακλείου. Η ως άνω βλαπτική μεταβολή συνίστατο στην κατάργηση της απασχόλησης κατά τις Κυριακές και αργίες και στη μετατροπή του ωραρίου από νυχτερινό σε ημερήσιο. Επειδή δε, οι ως άνω εργασιακές συνθήκες αποτελούσαν σιωπηρά ουσιώδη όρο της εργασιακής συμβάσεως λόγω της υπερδεκαετούς τήρησής τους συνεχώς και αδια-λείπτως, η μεταβολή τους θεωρήθηκε ότι υπερέβαινε τα όρια του διευ-θυντικού δικαιώματος και ερχόταν σε αντίθεση με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη[376].

Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντα εργοδότη ότι καταχρηστικά άσκησαν οι αναιρεσίβλητοι εργαζόμενοι την αξίωσή τους για επιδίκαση προσαύξησης κατά το διάστημα που υπηρετούσαν ως έκτακτο προσωπικό, απορρίφθηκε από τον Άρειο Πάγο επικυρώνοντας έτσι την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (Πρωτοδικείο Ηρακλείου).  Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εκ των υστέρων μονιμοποίηση των εναγόντων δεν ήταν ικανή να άρει τον προσω-ρινό χαρακτήρα των θέσεων που κατείχαν, ώστε να δικαιούνται την ως άνω προσαύξηση ενώ επιπλέον  το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι απέβλεπαν στη μονιμοποίησή τους, η οποία και πράγματι ακολούθησε, δεν περιήγε την άσκηση του ένδικου δικαιώματός τους σε προφανή υπέρβαση των αξιολογι-κών ορίων  της ΑΚ281[377].

Ο ισχυρισμός πολύτεκνου εργαζόμενου ότι ήταν καταχρηστική η καταγ-γελία της αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας του από τον εργοδότη κατά τη διαδικασία των ομαδικών απολύσεων για οικονομικούς και τεχνικούς λόγους κατά το ν. 1387/1983, χωρίς την υιοθέτηση κριτηρίων και χωρίς επιλογή, έγινε δεκτός από το Εφετείο Κρήτης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να γίνει επιλογή των απολυόμενων και να ληφθούν υπόψη η αρχαιότητα, η οικονομική και οικογενειακή κατάσταση και η αποδοτικότητα των μισθω-τών, ώστε να διατηρηθούν στην εργασία οι αρχαιότεροι, αυτοί που είχαν μεγαλύτερα οικονομικά και οικογενειακά βάρη τα οποία όφειλε να πληρο-φορηθεί ο εργοδότης, και οι πλέον αποδοτικοί, με δεδομένο πάντα ότι επρό-κειτο για μισθωτούς ίδιας κατηγορίας και ειδικότητας απασχολούμενους κάτω από τους ίδιους όρους[378].

Η απόφαση του Συμβουλίου Προσωπικού του ΟΤΕ στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του να μεταθέτει ως εργοδοτικό όργανο τους υπαλλήλους του Οργανισμού, υπόκειτο στους περιορισμούς της ΑΚ281 και έπρεπε κατά το Εφετείο Κρήτης να υιοθετεί κριτήρια υπηρεσιακά, οικονομικά ή οικογενει-ακά για τη μετάθεση υπαλλήλων προκειμένου να μην ήταν άκυρη ως κατα-χρηστική. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι αν και ήταν δικαίωμα του εργοδότη, προκειμένου να οργανώσει την επιχείρησή του κατά τον προσφο-ρότερο τρόπο, να προσδιορίσει το είδος, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας επομένως και να μεταθέσει τον υπάλληλο σε άλλο τόπο, θα έπρεπε (ο εργοδότης) να λάβει υπόψη του, πλην άλλων, τη μακροχρόνια παραμονή του υπαλλήλου σε ορισμένο τόπο, τις ατομικές και οικογενειακές του ανάγκες και υποχρεώσεις και τη δυνατότητα μετακίνησης νεότερων σε ηλικία και υπηρεσία υπαλλήλων, οι οποίοι θα ήταν προτιμητέοι[379].

Το αίτημα της ενάγουσας-εργαζόμενης ως προϊστάμενης στο τμήμα χορηγήσεων της Αγροτικής Τράπεζας Χανίων να θεωρηθεί η απόφαση μετάθεσής της σε άλλο υποκατάστημα, άκυρη ως καταχρηστική εξαιτίας προσωπικών αντιπαραθέσεων της ενάγουσας με συναδέρφους της, που περιβλήθηκαν από παραταξιακές διαφορές, έγινε δεκτό από το Εφετείο Κρήτης. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η άσκηση του διευθυν-τικού δικαιώματος της εργοδότριας Τράπεζας ως προς τη μετακίνηση της ενάγουσας προσέκρουε στην καλή πίστη και τη συναλλακτική χρηστοήθεια, αφού δεν υπαγορεύτηκε από υπηρεσιακές ανάγκες, αφορούσε θέση υποδε-έστερη, προσιδίαζε σε υπάλληλο κατώτερου βαθμού και ικανοτήτων, συνεπαγόταν σοβαρούς κινδύνους για την υγεία της εργαζόμενης και δυσμενή αλλαγή των συνθηκών της προσωπικής και οικογενειακής ζωής της. Ειδικότερα, επρόκειτο για απόφαση μετακίνησης της ενάγουσας από το υψηλής εμπορικής κίνησης κατάστημα των Χανίων και της νευραλγικής υπηρεσιακής θέσης που κατείχε η τελευταία, στο μικρής κίνησης υπο-κατάστημα Βάμου και σε θέση υφιστάμενης υπό τις εντολές νεότερου υπηρεσιακά και λιγότερων τυπικών και ουσιαστικών προσόντων υπαλλήλου. Ακόμη, συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο τόσο η επιβαρυμένη υγεία της ενάγουσας που ήταν γνωστή στην εργοδότρια Τράπεζα και θα επιδεινωνόταν εξαιτίας της μετάθεσης, αλλά και η αποδιοργάνωση της προσωπικής και οικογενειακής της ζωής όσο και η μεγάλη ανάγκη σε προσωπικό στο υποκατάστημα που υπηρετούσε η εργαζόμενη, ώστε να μην ήταν αληθινοί οι προβαλλόμενοι υπηρεσιακοί λόγοι από την Τράπεζα[380].

Το κύρος σύμβασης έργου στην οποία  δεν είχε συμφωνηθεί το ύψος της αμοιβής, δεν επηρεάστηκε αφού κατά τις συνήθεις περιστάσεις το έργο θα εκτελούνταν με αμοιβή και  θεωρήθηκε από το Εφετείο Κρήτης ότι η αμοιβή συμφωνήθηκε σιωπηρά και θα αναπληρωνόταν μετά την προσφυγή του καλόπιστου συμβαλλόμενου από το δικαστήριο κατά δίκαιη κρίση σε συνάρ-τηση με τα συναλλακτικά ήθη[381].

Η εξακολούθηση της έκθεσης στις ίδιες εργασιακές συνθήκες εργαζό-μενου σε ναυτιλιακή εταιρεία ως β΄ μηχανικού μετά την εκδήλωση προϋπάρ-χουσας νόσου χρόνιου χρωστικού γλαυκώματος, με αποτέλεσμα την επιδεί-νωση της υγείας του -απώλεια όρασης δεξιού οφθαλμού-  θεωρήθηκε από το Εφετείο Κρήτης που εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, ότι ενέπιπτε στην περίπτωση του βίαιου συμβάντος, ώστε να επέλθουν οι συνέπειες του εργατικού ατυχήματος κατά το άρθρ. 66 Κ.Ι.Ν.Δ. Συγκεκριμένα, η σχετική αξίωση της εργοδότριας εταιρείας να εξακολουθεί να απασχολείται ο εργαζόμενος στην ίδια εργασία με αποτέλεσμα την εξασθένιση των δυνά-μεών του, ήταν αντίθετη στην καλή πίστη  και στα χρηστά  συναλλακτικά ήθη με βάση τη γενικότερη υποχρέωση για προστασία της υγείας των εργαζό-μενων, υπό την προϋπόθεση ότι γνώριζε (η εργοδότρια) για τη νόσο και  δεν έλαβε μέτρα πρόνοιας για την αποφυγή της επιδείνωσης της κατάστασής του[382].

Η αξίωση αποζημίωσης των εναγόντων-αναιρεσίβλητων εναντίον της εργοδότριας ξενοδοχειακής επιχείρησης στην Ελούντα, επειδή διέκοψε την ομαδική ασφάλισή τους μη καταβάλλοντας τα ασφάλιστρα, έγινε δεκτή από τον Άρειο Πάγο που επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Συγκε-κριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι αφενός η ως άνω ομαδική ασφάλιση αποτελούσε πρόσθετη παροχή στους εργαζόμενους από την εταιρεία προκειμένου να προσελκύσει ικανά στελέχη, αφετέρου η μη καταβολή των ασφαλίστρων από αυτήν ολίγο έως ελάχιστο χρόνο πριν την πρόωρη αποχώ-ρηση των εργαζόμενων από την υπηρεσία τους, ώστε να ματαιωθεί το υπό αίρεση δικαίωμα είσπραξης εφάπαξ ποσού,  αφορούσε ενέργεια ενάντια στην καλή πίστη[383].

Το αίτημα της εργαζόμενης, που ως συνδικαλιστικό στέλεχος (αναπλη-ρώτρια γενική γραμματέας στο ΔΣ εργατικού σωματείου Ηρακλείου) προστατευόταν από το ν. 1264/1982, να ανασταλεί η καταγγελία της εργασι-ακής σύμβασης, έγινε δεκτό από το Πρωτοδικείο Ηρακλείου που δίκασε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Κατά τη συζήτηση της αίτησης στην οποία παρενέβησαν το εργατοϋπαλληλικό κέντρο Ηρακλείου και η ομοσπονδία ιδιωτικών υπαλλήλων Ελλάδας επικαλούμενοι την ευθεία προσβολή από την εργοδοτική συμπεριφορά, των έννομων συμφερόντων τους αναφορικά με τη συνδικαλιστική τους δράση, πιθανολογήθηκε η ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης από την καθ’ ης η αίτηση, λόγω της συνδικαλιστικής ιδιότητας της αιτούσας που ήταν γνωστή στην εργοδότρια σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης[384].

Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντα-ενάγοντα τραπεζικού υπαλλήλου ότι η μη προαγωγή του από την εργοδότρια Αγροτική Τράπεζα Ρεθύμνου ήταν άκυρη ως καταχρηστική, δεν έγινε δεκτός από τον Άρειο Πάγο που επικύ-ρωσε την απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Συγκεκριμένα, δεν κρίθηκε αναιρετέα η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία οι πράξεις της αναιρεσίβλητης δεν συνιστούσαν κατάχρηση διευθυν-τικού δικαιώματος, αφού είχαν ως δικαιολογητικό λόγο το πειθαρχικό παράπτωμα στο οποίο είχε υποπέσει ο αναιρεσείων, με δεδομένο ότι είχε ασκηθεί εναντίον του πειθαρχική δίωξη και επιβλήθηκε σε αυτόν από τα αρμόδια όργανα η πειθαρχική ποινή της έγγραφης επίπληξης. Κατά συνέπεια, κρίθηκε ότι η συμπεριφορά της εναγόμενης οφειλόταν σε αντικει-μενικούς λόγους, ικανούς να δικαιολογήσουν τις μετακινήσεις και την υπη-ρεσιακή υποβάθμιση του ενάγοντα[385].

Η καταχρηστικότητα και κατά συνέπεια η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από την αναιρεσείουσα-εργοδότρια εταιρεία συσχετί-στηκε τόσο από τον Άρειο Πάγο όσο και από το Εφετείο Κρήτης, με την εχθρότητα και εκδικητικότητά της απέναντι στον αναιρεσίβλητο-εργαζό-μενο, ως χειριστή ανυψωτικού μηχανήματος σε λατομείο στη θέση Πόμπια Μοιρών Ηρακλείου. Συγκεκριμένα, η συμπεριφορά του εργαζόμενου εξαι-τίας της οποίας η εταιρεία προέβη στην καταγγελία, δε συνδεόταν με την αποδοτική άσκηση της εργασίας του, αλλά με τη διεκδίκηση εκ μέρους του νόμιμων αποδοχών που αφορούσαν στην καταβολή αποζημίωσης για εκτός έδρας παρεχόμενες υπηρεσίες και συγκεκριμένα για εργασία στο λατομείο της Δαμάστας, όπου η αναιρεσείουσα απαίτησε να διαμένει ο αναιρεσί-βλητος μαζί με άλλους δέκα εργαζόμενους σε δωμάτια που τους διέθετε, προκειμένου να αποφευχθεί η απώλεια χρόνου κατά τη μετάβαση και επιστροφή τους. Σημειώνεται, ότι η απόφαση του Εφετείου Κρήτης παρά την παραδοχή της εκδικητικότητας από την πλευρά της εταιρείας, αναιρέθηκε επειδή δε διέλαβε σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες σχετικά με την προφανή αντίθεση της συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας με τα αξιολογικά κριτήρια της ΑΚ281 που θέτουν φραγμό στην ιδιοτελή άσκηση του δικαιώματος[386].

Ο ισχυρισμός της ενάγουσας-εργάτριας καθαριότητας στο Δήμο Ρεθύ-μνου ότι η πρόσληψή της, αν και έγινε δυνάμει έξι διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, στην πραγματικότητα αφο-ρούσε σε εργασία για την κάλυψη μόνιμων, πάγιων και διαρκών αναγκών του εναγόμενου Δήμου, δεν έγινε αποδεκτός από το Εφετείο Κρήτης που εξαφάνισε την απόφαση του Πρωτοδικείου Ρεθύμνου. Συγκεκριμένα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, η σύναψη των ως άνω συμβάσεων δεν έγινε με σκοπό να καταστρατηγηθούν οι διατάξεις για την υποχρεωτική καταγγελία των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου και την καταβολή νόμιμης αποζημίωσης ούτε ότι το σύνολο των συμβάσεων συνιστούσαν μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου. Για την εκφορά της  δικανικής κρίσης συνεκτι-μήθηκαν η αυξημένη τουριστική κίνηση ιδίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, που συνεπαγόταν την αύξηση των αναγκών καθαριότητας στους κοινόχρηστους χώρους οι οποίες δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από το μόνιμο προσωπικό του εναγόμενου Δήμου, το είδος, η φύση  και ο σκοπός της παρεχόμενης εργασίας που δικαιολογούσαν την ορισμένη διάρκεια της εργασιακής σχέσης, το γεγονός ότι η πρόσληψη δεν έγινε επειδή απουσίαζε κάποιος άλλος υπάλληλος και τέλος το ότι οι συμβάσεις εργασίας δεν ήταν συνεχόμενες, αλλά απείχαν μεταξύ τους μεγάλα  χρονικά διαστήματα[387].

Σε σύμβαση έργου για την αποπεράτωση ισογείου και πρώτου ορόφου ημιτελούς οικοδομής, η ένσταση του εναγόμενου εργολάβου περί καταχρη-στικής άσκησης της αξίωσης αποζημίωσης των εναγόντων για την αποκατά-σταση ουσιωδών ελαττωμάτων του έργου, επειδή μετά από απαίτηση των τελευταίων τοποθετήθηκε κεραμοσκεπή και όχι πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα και αφετέρου ουδέποτε υπήρξε διαμαρτυρία για την πλάκα της α΄ οροφής  κατά την εκτέλεση των εργασιών, απορρίφθηκε από το Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση από τον εναγόμενο της ύπαρξης ένδικου δικαιώματος των εναγόντων,  του στερούσε τη δυνατότητα  να προβάλλει την ένσταση καταχρηστικής άσκησης, αφού η ΑΚ281 θα εφαρμοζόταν στην περίπτωση ασκήσεως του δικαιώματος από το δικαιούχο και όχι όταν ο διάδικος αρνούνταν απλά ή αιτιολογημένα να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση δικαιώματος των αντιδίκων[388].

Ο ισχυρισμός του ενάγοντα-εργαζόμενου(μηχανουργός) ότι ήταν άκυρη ως καταχρηστική η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου μετά δέκα περίπου έτη από την εναγόμενη-εργοδότρια εταιρεία σχεδίασης και παραγωγής τηλεκατευθυνόμενων αεροσκαφών και σκαφών επιφανείας υψη-λής τεχνολογίας, που χρησιμοποιούνταν σε δοκιμαστικές και τακτικές βολές από τις ένοπλες δυνάμεις διάφορων κρατών, έγινε αποδεκτός από το Πρωτο-δικείο Χανίων. Κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι η καταχρηστικότητα της καταγγελίας αφορούσε στους λόγους εμπάθειας και εκδίκησης προς το πρόσωπο του ενάγοντα, εξαιτίας προηγούμενης συμπεριφοράς του μη αρεστής στην εναγόμενη εταιρεία, αφού ο εργαζόμενος αρνήθηκε να υπο-κύψει σε πιέσεις της εταιρείας αφενός να παράσχει πληροφορίες για τις ενέργειες ήδη απολυμένου συναδέρφου του αφετέρου να υπογράψει παραί-τηση από οποιαδήποτε αξίωσή του εναντίον της εναγόμενης[389].

Ο ισχυρισμός της ενάγουσας-εργαζόμενης σε ναυτιλιακή εταιρεία με έδρα τα Χανιά ότι ήταν άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου μετά από 32 έτη, λίγους μήνες πριν συμπληρώσει το,  από το νόμο, απαιτούμενο και για τα δύο φύλα, όριο ηλικίας και με υπολειπόμενες λίγες ημέρες για τη συμπλήρωση του ελάχιστου αριθμού ημερών εργασίας, έγινε αποδεκτός από το Εφετείο Κρήτης όχι όμως στη βάση της καταχρηστικότητας που πρότεινε η ενάγουσα, αλλά γιατί δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες προ-ϋποθέσεις (καταβολή μειωμένης αποζημίωσης). Συγκεκριμένα, το Δικαστή-ριο έκρινε ότι αποτελούσαν συνήθεις δυσμενείς συνέπειες για κάθε μισθωτό όσα ισχυριζόταν η ενάγουσα ότι επήλθαν στο πρόσωπό της κατά την ΑΚ281 από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης, δηλαδή να την απολύσει πριν συμπληρώσει το όριο ηλικίας που ίσχυε για τους άνδρες συναδέρφους της, με μόνο αυθαίρετο κριτήριο το φύλο της, τερματίζοντας έτσι την επαγγελματική της σταδιοδρομία και κατά συνέπεια προσβάλλοντας την προσωπικότητά της ως προς το να απολαμβάνει όλες τις ικανοποιήσεις υλικές, ηθικές και κοινωνικές που της παρείχε η προσφορά εργασίας με την οποία είχε ταυτιστεί απόλυτα λόγω του ότι ήταν άγαμη[390].

Η ένσταση της δεύτερης εναγόμενης που μίσθωσε από την πρώτη εναγόμενη ξενοδοχειακό συγκρότημα στο Γάζι Ηρακλείου με όλο τον εξοπλισμό του και το εκμεταλλεύτηκε ως τουριστική επιχείρηση, ότι ήταν καταχρηστική η αξίωση των εναγόντων-ξενοδοχοϋπαλλήλων να τους κατα-βάλλει τις νόμιμες αποδοχές τους, δεν έγινε δεκτός από το Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Συγκεκριμένα, η δεύτερη εναγόμενη η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της πρώτης εναγόμενης μετά τη μεταβίβαση της ξενοδοχειακής μονάδας, εξέθεσε ότι οι ενάγοντες με τη στάση τους δημιούργησαν στην ίδια την πεποίθηση ότι αναγνώριζαν ως εργοδότρια την πρώτη εναγόμενη και δεν επρόκειτο να ασκήσουν εις βάρος της τα εργα-σιακά τους δικαιώματα, με δεδομένο ότι ένας από αυτούς (ενάγοντες) εκτελώντας εντολές της πρώτης εναγόμενης αρνήθηκε να της παραδώσει τα κινητά πράγματα και τα φορολογικά της βιβλία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά δεν αρκούσαν για να χαρακτηρίσουν καταχρηστική τη συμπεριφορά των υπαλλήλων και σαφώς δεν αρκούσαν για να δημιουργήσουν σε αυτήν (β΄ εναγόμενη), την πεποίθηση της μη άσκησης των δικαιωμάτων τους[391]. 

 

2.1.2.4.4. Ζητήματα εμπορικού δικαίου.

Η ένσταση του εφεσίβλητου, που (μετ)οπισθογράφησε στην εκκαλούσα τη συναλλαγματική μετά τη λήξη πληρωμής και προθεσμίας σύνταξης δια-μαρτυρικού, ότι η τελευταία είχε εκπέσει από κομίστρια της επίδικης συναλ-λαγματικής επειδή δεν συνέταξε εμπρόθεσμα το διαμαρτυρικό μη πληρωμής και κατά συνέπεια απαλλασσόταν ο ίδιος απέναντί της από την ευθύνη μη πληρωμής, κρίθηκε από το Πρωτοδικείο Λασηθίου που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ως καταχρηστική και αντίθετη στην ΑΚ281. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση δέχτηκε την ευθύνη του (μετ)οπισθογράφου για την πληρωμή της συναλλαγματικής, παράλληλα με αυτήν του αποδέκτη, με δεδομένο ότι ήταν και ο εκδότης της συναλλαγμα-τικής[392].

Στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα να παύσει προσωρινά η χρήση από τις καθ’ ων η αίτηση εταιρείες εμπορίας γεωργικών φαρμάκων, λιπασμάτων, ζωοτροφών κ.λ.π του εμπορικού σήματος της αιτούσας- ανώνυ-μης εταιρείας παρόμοιας δραστηριότητας, η άσκηση του δικαιώματος της αιτούσας κρίθηκε καταχρηστική από το Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Το Δικα-στήριο συνεκτίμησε την προγενέστερη συμπεριφορά της αιτούσας-εταιρείας με έδρα τη Λαμία, που γνώριζε και ανεχόταν επί δεκαεννέα έτη τη χρήση του εμπορικού σήματος και διακριτικού της τίτλου «Παναγροτική» από τις εναγόμενες εταιρείες με έδρα το Ηράκλειο. Η ως άνω συμπεριφορά της αιτούσας, πέραν του ότι στερούσε από την υπόθεση το χαρακτήρα του κατεπείγοντος, πιθανολογήθηκε ότι εύλογα δημιούργησε την πεποίθηση στις καθ΄ων, που χρησιμοποιούσαν καλόπιστα όλο αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα το σήμα της ως διακριτικό τίτλο, ότι η αιτούσα, που γνώριζε –αφού συναλλασσόταν μαζί τους, ανεχόταν και δεν αντιδρούσε στην εν λόγω χρήση, δεν επρόκειτο να ασκήσει εναντίον τους το σχετικό δικαίωμα. Σύμφωνα με την απόφαση, η ανατροπή της ως άνω κατάστασης θα συνεπα-γόταν επαχθείς οικονομικές επιπτώσεις και θα έπληττε την επιχειρηματική υπόσταση των καθ’ ων, με δεδομένο ότι αυτές  είχαν προβεί σε πολυδάπανες επενδύσεις και είχαν πληρώσει σημαντικά ποσά για διαφημιστική προβολή με το συγκεκριμένο διακριτικό τίτλο[393].

Η μη καταχώρηση από τη Διεύθυνση Εμπορίου Ηρακλείου της απόφασης γενικής συνέλευσης ανώνυμης εταιρείας για την ανάδειξη διοικητικού συμ-βουλίου με την αιτιολογία ότι ήταν άκυρη, επειδή δεν ικανοποιήθηκε το μη καταχρηστικά προβαλλόμενο αίτημα της μειοψηφίας (1/20 των μετόχων) για αναβολή, κρίθηκε μη νόμιμη από το Πρωτοδικείο Ηρακλείου, που διέταξε την καταχώρηση στο μητρώο ανωνύμων εταιρειών. Το Δικαστήριο αποφάν-θηκε ότι ο έλεγχος στον οποίο είχε προβεί η Διοίκηση για την καταχρηστικό-τητα του αιτήματος της μειοψηφίας, ήταν ουσιαστικός και ξέφευγε από το παραδεκτό της αίτησης στο οποίο έπρεπε να περιοριστεί[394].

Ο ισχυρισμός του εκκαλούντα-ανακόπτοντα, εκδότη τραπεζικής επιτα-γής, ότι η παράνομη συμπλήρωση της (λευκής) επιταγής αφορούσε σε πλαστογραφία και όχι απλώς σε αντισυμβατική συμπλήρωση, ώστε να προτείνεται ενάντια και στον καλόπιστο κομιστή που στην προκείμενη περί-πτωση ήταν Τράπεζα, η οποία δεν γνώριζε τη συμφωνία για μη συμπλήρωση της επίδικης επιταγής, έγινε δεκτός από το Εφετείο Κρήτης που εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση του Πρωτοδικείου Χανίων. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, έκρινε ότι η έκδοση από τον εκκαλούντα επιταγής προς διευκό-λυνση των εφεσίβλητων με τη θέση μόνο της υπογραφής του και τη συμφωνία να μη συμπληρωθεί χωρίς την προηγούμενη συναίνεσή του και στη συνέχεια η συμπλήρωσή της χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του εκδότη, η οπισθογράφηση και η εμφάνισή της προς πληρωμή από καλόπιστο κομιστή (Τράπεζα), συνιστούσε πλαστογραφία που προτεινόταν απέναντι σε κάθε κομιστή, ανεξάρτητα από την καλοπιστία του[395].

Δεν έγινε αποδεκτός από το Πρωτοδικείο Χανίων που δίκασε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ο ισχυρισμός του αιτούντα-ν.π.ι.δ.  με αντικείμενο την κατ΄ αποκλειστικότητα συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση υπερα-στικών και αστικών γραμμών νομών Χανίων και Ρεθύμνης, ότι ο καθ΄ου η αίτηση, με αντικείμενο δραστηριότητας την κυκλοφορία ειδικών συρμών οχημάτων (τουριστικά τρένα), προέβαινε σε πράξεις ανταγωνισμού αντίθετες στα χρηστά ήθη και ως εκ τούτου παράνομες. Πιθανολογήθηκε από  το Δικαστήριο ότι ο καθ’ ου η αίτηση κατά την εξυπηρέτηση των επισκεπτών-τουριστών σε τουριστικούς χώρους που δεν ήταν δυνατή η πρόσβαση με τουριστικά λεωφορεία, υπέκυπτε σε διοικητικές παραβάσεις ( υπέρβαση του ορίου των 8 χλμ. ανά κυκλική διαδρομή, εκτέλεση διαδρομών πέραν των εγκεκριμένων, επιπλέον στάσεις όπου αποβιβάζονταν και επιβιβάζονταν νέοι επιβάτες), οι οποίες όμως, δε συνιστούσαν ανταγωνιστική δραστηριότητα αντίθετη στα χρηστά ήθη και ούτε προκαλούσαν σύγχυση και πλάνη στο επιβατικό κοινό. Συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο, η ‘κατηγορία’ των επιβατών (ως επί το πλείστον τουρίστες κατά ομάδες), η αναπτυσσόμενη και καθόλου ανταγωνιστική ταχύτητα, κατ’ ανώτατο όριο 25 χλμ., η έντονη διακριτότητα και το ιδιαίτερα υψηλό κόμιστρο (6 ευρώ έναντι 1 ευρώ),  των τουριστικών τρένων σε σχέση με τα επιβατηγά λεωφορεία, ώστε η δραστη-ριότητα του καθ’ ου η αίτηση να χαρακτηριζόταν περιοριστικά τουριστι-κή[396].

Ο ισχυρισμός του ανακόπτοντα-εκδότη επιταγής ότι η καθ ης η ανακοπή-κομίστρια της επιταγής Τράπεζα, καταχρηστικά την εμφάνισε προς πληρωμή, με αποτέλεσμα αυτή να σφραγιστεί λόγω μη πληρωμής και να εκδοθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εις βάρος του (εκδότη), επειδή εν τω μεταξύ είχε πτωχεύσει η λήπτρια και οπισθογράφος της επιταγής, δεν έγινε δεκτός από το Ειρηνοδικείο Χανίων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορού-σε να θεωρηθεί κακόπιστη ή κατά κατάχρηση δικαιώματος η ενέργεια της κομίστριας της επιταγής Τράπεζας να επιδιώξει την είσπραξή της από τον εκδότη μετά και παρά την  εν τω μεταξύ πτώχευση της λήπτριας που της την οπισθογράφησε, επειδή κάτι τέτοιο θα απέβαινε εις βάρος των συναλλαγών αφού η ικανοποίηση του δανειστή θα εξαρτιόταν από την εξουσιαστική αίρεση της διατήρησης της φερεγγυότητας του οφειλέτη του. Επιπλέον, κρίθηκε αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι η συμφωνία μεταξύ οπισθογράφου  και κομίστριας της επιταγής για κάλυψη του πτωχευτικού κινδύνου ήταν αντίθετη στα χρηστά ήθη, επειδή μια τέτοια συμφωνία θα σήμαινε την απεμπόληση από την κομίστρια των ιδίων συμφερόντων, αφού σε περίπτωση πτώχευσης της οπισθογράφου η ικανοποίηση της απαίτησής της θα ήταν επισφαλής[397].

Η συμπεριφορά της εφεσίβλητης Τράπεζας που μέσω των προστηθέντων υπαλλήλων της αρνήθηκε να εξυπηρετήσει την υπάλληλο των εκκαλουσών κατά την αγορά ενσήμων ΙΚΑ  την τελευταία ημέρα του μήνα, διαβεβαι-ώνοντας παράλληλα ότι υπήρχε δυνατότητα συναλλαγής την επόμενη εργάσιμη ημέρα, θεωρήθηκε παράνομη ως αντίθετη στην καλή πίστη, τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τους κανόνες τραπεζικής συναλλαγής από το Πρωτοδικείο Χανίων. Το Δικαστήριο που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και εξαφάνισε την απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων, για την ως άνω κρίση συνεκτίμησε την προσήκουσα επιμέλεια, εμπειρία και συνέπεια των εκκαλουσών-εταιρειών παροχής τουριστικών υπηρεσιών, αφού η υπάλληλός τους προσήλθε εμπρόθεσμα στο κατάστημα της εφεσίβλητης για την αγορά ενσήμων και χωρίς να αρκεστεί  στη διαβεβαίωση του αρμόδιου υπαλλήλου ότι χωρίς συνέπειες -αν και εκπρόθεσμα- θα μπορούσε να προσέλθει την επόμενη εργάσιμη ημέρα, έλαβε  και από το διευθυντή της Τράπεζας την αντίστοιχη διαβεβαίωση. Αντίστοιχα, κρίθηκε αντίθετη σε κάθε καλόπιστη συναλλακτική πρακτική η άρνηση εξυπηρέτησης  από την εφεσίβλητη, ενώ θα έπρεπε να διαθέσει και άλλο υπάλληλο για την αντιμετώπιση του φόρτου εργασίας, σε συνδυασμό με τη διαβεβαίωση  της, χωρίς συνέπειες, δυνατό-τητας  προσέλευσης την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Αποτέλεσμα της ως άνω κακόπιστης συμπεριφοράς της Τράπεζας ήταν να επιβαρυνθούν με οικονο-μικό πρόστιμο οι εκκαλούσες[398].

Ο ισχυρισμός των εναγόντων-ιδιοκτητών Κέντρων Ξένων Γλωσσών στο Ηράκλειο ότι οι πράξεις της εναγόμενης-ιδιοκτήτριας επίσης Κέντρου Ξένων Γλωσσών στο Ηράκλειο, όπου χρησιμοποιούσε ιδιαίτερη μέθοδο εκμάθησης αγγλικής γλώσσας σε ενήλικους, ήταν αντίθετες στα χρηστά ήθη  στα πλαίσια του ανταγωνισμού, έγινε δεκτός από το Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Συγκεκρι-μένα το Δικαστήριο έκρινε τη διαφημιστική εκστρατεία της εναγόμενης παραπλανητική και μη ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα, με αποτέ-λεσμα την προσέλκυση σημαντικού αριθμού ενηλίκων σπουδαστών και τη ζημία των επαγγελματικών συμφερόντων των εναγόντων. Προκειμένου να κριθεί η αντίθεση στη συναλλακτική χρηστοήθεια συνεκτιμήθηκαν η προώθηση και διαφήμιση ιδιαίτερα ευνοϊκής προσφοράς με την υπόσχεση της εξασφαλισμένης γλωσσομάθειας και πιστοποίησης μέσω της απόκτησης σχετικών πτυχίων σε αισθητά μικρότερο χρόνο, σε σχέση με τις άλλες μεθόδους ταχύρρυθμης εκμάθησης, γεγονός που δεν ήταν δυνατό να ‘κατα-κτηθεί’ κατά την αντίληψη των συναλλαγών ούτε από ιδιαίτερα προικισμένα άτομα[399].

Η σε σχέση με την κύρια παροχή της εκμάθησης ξένης γλώσσας, δυσανάλογα μεγάλη πρόσθετη παροχή της δωρεάν εκμάθησης δεύτερης ξένης γλώσσας ή της δωρεάν παροχής ηλεκτρονικού υπολογιστή στους μαθητές του Κέντρου Ξένων Γλωσσών, κρίθηκε από το Πρωτοδικείο Ρεθύμνου ότι ενέπιπτε  στο απαγορευτικό πεδίο του αθέμιτου ανταγωνισμού και ήταν παράνομη ως αντίθετη στα χρηστά ήθη. Εκτός από τον κίνδυνο βλάβης που συνεπάγονταν για τα άλλα φροντιστήρια και την επίτευξη αθέμιτου προβαδίσματος οι ως άνω παροχές, συνεκτιμήθηκε από το Δικαστήριο και η πρόκληση σύγχυσης των χρηστών με τη δημιουργία εντύπωσης ότι η κύρια παροχή γινόταν πολύ φθηνότερη λόγω της πρόσθετης παροχής[400].

 

2.1.2.4.5. Ζητήματα υπόλοιπων δικαιϊκών κλάδων.

Τα όρια της  (δικαστικής) εξουσίας του Επισκόπου στον οποίο κατά το ν. 276/1900 ανατέθηκε η απαγγελία του διαζυγίου στην Κρήτη, απασχόλησαν το Εφετείο Κρήτης, που επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοδικείου Ρεθύ-μνης με αφορμή υπόθεση διαζυγίου λόγω μοιχείας. Το Δικαστήριο αποφάν-θηκε ότι η εξουσία του Επισκόπου περιοριζόταν στην πνευματική εξουσία της συνδιαλλαγής των συζύγων και όχι στην ενάσκηση δικαστικών καθη-κόντων. Στον αντίποδα της ως άνω φιλελεύθερης θέσης του Εφετείου Κρήτης που επικροτήθηκε από τη θεωρία σύμφωνα με την καταγραφείσα θετική κριτική, βρισκόταν η θεώρηση από το ίδιο Δικαστήριο της μοιχείας ως «κακοήθους πράξεως»  και του «αδιανόητου» να προσδοθεί δικαίωμα διάζευξης στο μοιχό σύζυγο[401].

Ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι ελλείψει ιερολογίας δεν υφίστατο μνη-στεία μεταξύ της εναγόμενης και του υιού του, ήδη θανόντος, ώστε να έπρεπε να επιστραφούν τα δώρα που αντάλλαξαν οι μνηστευμένοι λόγω μη ‘επακολουθησάσης αιτίας’, απορρίφθηκε από το Εφετείο Κρήτης που θεώρησε ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Έγινε όμως αναφορά στην έκπτωση του μισού αριθμού των δώρων «ένεκα φιλήματος παρεμπεσόντος»,  του μνηστήρα προς τη μνηστή διαρκούσης της μνηστείας, ως απόηχο της κρατούσας κοινωνικής ηθικής[402].

Με αφορμή την αξίωση της εκκαλούσας-συζύγου εναντίον του εφεσί-βλητου-συζύγου για διατροφή ως προς τα απολύτως αναγκαία με δεδομένη την υπαιτιότητά της στη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, το Εφετείο Κρήτης, που απέρριψε την ως άνω αξίωση επειδή η σύζυγος δεν ήταν άπορη, προχώρησε σε αυτοκριτική. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στην αντίθεση στο περί δικαίου συναίσθημα και τα χρηστά ήθη της ερμηνείας, που υιοθετούνταν  από την πλειοψηφία ως προς τη δημιουργία ίδιου και αυτοτελούς δικαιώ-ματος διατροφής στον υπαίτιο για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης σύζυγο[403].

Ο ισχυρισμός της εναγόμενης συζύγου ότι συνιστούσε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος η αξίωση του ενάγοντα συζύγου να αναγνωριστεί η ακυρότητα του γάμου τους εξαιτίας κωλύματος διγαμίας που συνέτρεχε στο πρόσωπό του, δεν έγινε δεκτός από το Εφετείο Κρήτης που εξαφάνισε την απόφαση του Πρωτοδικείου Χανίων. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, επικα-λούμενο την ηθική, τους ιερούς κανόνες, το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο κ.α έκρινε ότι το δικαίωμα του συζύγου να μη συνεχίσει να «βιοί εν σχέσει αποδοκιμαζομένη υπό της ηθικής» κατίσχυε του δικαιώματος της συζύγου να προστατευτεί και συνεχιστεί η μακρόχρονη οικογενειακή κατάσταση που είχε διαμορφωθεί. Συγκεκριμένα, δε λήφθηκαν υπόψη, η επί 28 έτη από-κρυψη του πρώτου γάμου από το σύζυγο, η καλή πίστη της (δεύτερης) συζύγου που αγνοούσε τόσο κατά την τέλεση όσο και κατά τη διάρκεια του γάμου το κώλυμα της διγαμίας του συζύγου της, η διαμορφωθείσα μετά από τόσα χρόνια αρμονικής κοινής ζωής των αντιδίκων, οικογενειακή κατάσταση που αφορούσε στην απόκτηση οκτώ τέκνων, αλλά και η σκληρή συμπερι-φορά του συζύγου τόσο απέναντι στην εναγόμενη όσο και απέναντι στα τέκνα τους, που αξίωνε την ακύρωση του γάμου αν και μπορούσε να τον ισχυροποιήσει με δεδομένο το θάνατο της πρώτης συζύγου[404].

Ο ισχυρισμός της εκκαλούσας συζύγου ότι ήταν καταχρηστική η άσκηση αγωγής διαζυγίου από το σύζυγό της μετά από 40 χρόνια έγγαμης συμβίωσης και ενώ η ίδια ήταν άρρωστη, δεν έγινε δεκτός από το Εφετείο Κρήτης. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι τα περιστατικά που επικαλούνταν η σύζυγος, δηλαδή η μακρόχρονη συμβίωσή τους, η επιδίωξη τέλεσης νέου γάμου από το σύζυγο με την ερωμένη του, το προχωρημένο της ηλικίας αλλά και η κατάσταση της υγείας της (ποσοστό αναπηρίας 67%), δεν αρκούσαν για να στοιχειοθετήσουν ασυνήθιστα σκληρές συνέπειες λύσης του γάμου, λαμβανομένου υπόψη ότι οι δαπάνες για την αντιμετώπιση της ασθένειάς της θα μπορούσαν να καλυφθούν από τη διατροφή που θα δικαιούνταν να αξιώσει από το σύζυγό της[405].

Η ένσταση της εφεσίβλητης - θετής κόρης του εκκαλούντα ότι ήταν κατα-χρηστική η αγωγή του τελευταίου για αναγνώριση της υιοθεσίας ως ανυπό-στατης επειδή δεν τελέστηκε με δικαστική απόφαση όπως απαιτείται κατά το ελληνικό δίκαιο, αλλά με απόφαση του περιφερειακού Συμβουλίου της Ζυρίχης, δεν έγινε δεκτή από το Εφετείο Κρήτης που εξαφάνισε την πρωτό-δικη απόφαση. Συγκεκριμένα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να εφαρμοστεί η ΑΚ281 γιατί η κρινόμενη αγωγή βασιζόταν όχι σε δικαίωμα που υπήρχε και ασκούνταν από υφιστάμενη έννομη σχέση (της υιοθεσίας) για προσβολή του κύρους της, αλλά σε έννομο συμφέρον του ενάγοντα να πιστοποιηθεί δικαστικά το ανυπόστατο της επίδικης σχέσης υιοθεσίας προκειμένου να αρθούν οι αβεβαιότητες σχετικά με τα δικαιώματα της εναγόμενης, με δεδομένο ότι η τελευταία είχε εγείρει δικαστικούς αγώνες εναντίον του ενάγοντα επικαλούμενη την υιοθεσία αυτή. Επιπλέον, κρίθηκε ότι η απόφαση του περιφερειακού Συμβουλίου της Ζυρίχης έφερε χαρακτηριστικά γνωρίσματα δικαστικής απόφασης αφού ήταν δεκτική ενδίκων  μέσων στο Υπουργείο Δικαιοσύνης του Καντονίου Ζυρίχης[406].

Δεν αποδέχτηκε το Πρωτοδικείο Ρεθύμνου την καταχρηστικότητα -κατά τους ισχυρισμούς του εναγόμενου- της αξίωσης της ενάγουσας να συμμε-τέχει μετά τη λύση του γάμου τους στα αποκτήματα και συγκεκριμένα σε ένα ακίνητο αξίας 323.000 ευρώ. Σύμφωνα με τη δικαστική κρίση, για την πλήρωση των  προϋποθέσεων εφαρμογής της ΑΚ281 δεν ήταν αρκετά το  ότι ο εναγόμενος επιβαρυνόταν καθημερινά με τα έξοδα διατροφής, εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας της ανήλικης κόρης τους, πέραν του ποσού διατροφής που κατέβαλε στην ενάγουσα ούτε το ότι είχαν συμφωνήσει οι σύζυγοι να παραιτηθεί η ενάγουσα από οποιαδήποτε διεκδίκησή της με αντάλλαγμα να μεταβίβαζε ο εναγόμενος το επίδικο ακίνητο στην κόρη τους[407].

Ο ισχυρισμός του επισπεύδοντα-καθ’ ου η αίτηση ανατροπής κατασχέ-σεως ότι η ως άνω αίτηση είχε ασκηθεί καταχρηστικά, έγινε δεκτός από το Ειρηνοδικείο Χανίων, το οποίο για τον υπολογισμό του εξαμήνου, δεν έλαβε υπόψη  το χρόνο από τον πλειστηριασμό μέχρι τον αναπλειστηριασμό που οφειλόταν στην παρελκυστική πρακτική των αιτούντων. Συγκεκριμένα, κρί-θηκε καταχρηστική η συμπεριφορά των αιτούντων – οφειλετών με δεδομένο ότι επί τέσσερα έτη εκμεταλλευόμενοι τη συμπόνοια και κατανόηση του επισπεύδοντα, κατάφεραν να ματαιώνεται ο πλειστηριασμός του ακινήτου είτε με δικαστικές αποφάσεις είτε με κοινή συναίνεση  με τον επισπεύδοντα ο οποίος τους χορηγούσε χρονικό περιθώριο εξεύρεσης χρημάτων. Παράλ-ληλα συνεκτιμήθηκε η δημιουργία πεποίθησης  σε αυτόν (επισπεύδοντα) ότι δεν επρόκειτο να ζητήσουν την ανατροπή της κατάσχεσης ενώ αντίθετα κρίθηκε ότι στη διαγωγή του τελευταίου δεν ενυπήρχε πρόθεση εγκατά-λειψης της εκτέλεσης[408].

Η ένσταση του αναιρεσείοντος ελληνικού Δημοσίου για καταχρηστική άσκηση από τον αναιρεσίβλητο Δήμο Ν. Αλικαρνασσού  αγωγής ως προς το δικαίωμα κυριότητας σε κληροτεμάχιο έκτασης 212.087 τ.μ. στη θέση «Ρουσσές», κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο ότι ορθά απορρίφθηκε από το Εφετείο Κρήτης. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι η ως άνω ένσταση στη δίκη περί απόδοσης του ακινήτου καλυπτόταν από το δεδικασμένο σε προγενέστερη δίκη σχετικά με την αναγνώριση της κυριότητας επί του ίδιου ακινήτου, αφού για τη στοιχειοθέτηση της καταχρηστικότητας, δε γινόταν επίκληση πραγματικών περιστατικών, μεταγενέστερων της τελευταίας συζήτησης. Ση-μειώνεται, ότι μετά την οριστική διανομή του αγροκτήματος Ν. Αλικαρνασ-σού, την παραχώρηση από το ελληνικό Δημόσιο του επίδικου ακινήτου και τη μεταγραφή της σχετικής απόφασης του υπουργού γεωργίας το 1937, περι-ήλθε η νομή και κυριότητα στην κοινότητα Αλικαρνασσού ως κληρούχο, η οποία σύμφωνα με την αγροτική νομοθεσία θεωρούνταν η μόνη καλής πίστεως νομέας[409].

Ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι ασκήθηκε καταχρηστικά από τον αναιρεσίβλητο η αξίωση για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση πριν από την εκτέλεση, εξαιτίας αναίρεσης της εφετειακής  απόφασης που αποτέλεσε τον εκτελεστό τίτλο, απορρίφθηκε από τον Άρειο Πάγο που επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι εναντίον της αξίωσης για επαναφορά των πραγμάτων, που αφορούσε σε επιστροφή από τους αναιρεσείοντες ποσού 191.220 ευρώ έντοκα στον αναιρεσίβλητο, δεν μπορούσε να προταθεί ένσταση καταχρηστικής άσκησης λόγω της, από τη φύση της αξίωσης, μη αντίθεσής της  στα χρηστά ήθη ή στην καλή πίστη[410].

Κρίθηκε από το Πρωτοδικείο Ρεθύμνου ότι ήταν άκυρες οι προσβαλ-λόμενες με την επίδικη ανακοπή πράξεις εκτέλεσης δηλαδή ο πλειστηρια-σμός που διενεργήθηκε σε ακίνητο του ανακόπτοντα - οφειλέτη από την καθ΄ης η ανακοπή - εταιρεία με βάση εκτελεστά απόγραφα διαταγών πληρω-μής. Συγκεκριμένα, από τη συμπεριφορά της καθ’ ης η ανακοπή που, ενώ διαβεβαίωνε τον ανακόπτοντα ότι θα ματαιωνόταν ο πλειστηριασμός, με δεδομένο ότι οι αξιώσεις εναντίον του είχαν ικανοποιηθεί και στη συνέχεια επίσπευσε τον πλειστηριασμό με αποτέλεσμα να κατακυρωθεί το ακίνητο του ανακόπτοντα στον υπερθεματιστή, θεωρήθηκε  ότι δημιούργησε εύλογα την πεποίθηση στον ανακόπτοντα ότι δεν επρόκειτο να εκπλειστηριαστεί το ακίνητό του. Κατά συνέπεια, ο πλειστηριασμός έγινε καθ’ υπέρβαση των αρχών που επέβαλλαν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, ενώ συνεκτιμήθηκε και το γεγονός ότι η οφειλή του ανακόπτοντα την οποία είχε καταβάλλει κανονικά,  ήταν μικρή (6.650 ευρώ) και κατά πολύ μικρότερη από το ποσό για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση (65.840 ευρώ), ώστε τα αποτελέσματα  έρχονταν σε αντίθεση με το περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσαν έντονα την εντύπωση  της αδικίας[411].

Η δυσαναλογία μεταξύ της αξίας του κατασχεθέντος ακινήτου και του ύψους της οφειλής προκειμένου να κριθεί η ένσταση περί καταχρηστικότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης, απασχόλησε και το Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων απέρριψε την ως άνω ένσταση και πιθανολόγησε ότι η ανακοπή της αιτούσας θα απορριπτό-ταν, αφού δεν εξέθετε άλλα περιουσιακά της στοιχεία τα οποία με βάση την αξία τους  ήταν ανάλογα με την οφειλή της προς τον καθ’ ου η αίτηση. Επιπλέον, κατά τη στάθμιση της δυσαναλογίας, συνεκτιμήθηκε η γενικότερη δεινή οικονομική θέση της αιτούσας που είχε οφειλές άνω του ενός εκατομ-μυρίου ευρώ και για το λόγο αυτό άλλωστε αιτούνταν την υπαγωγή της στις ρυθμίσεις οφειλών του ν. 3816/2010, αλλά και οι εγγεγραμμένες προσημει-ώσεις υποθήκης στο ίδιο ακίνητο για πολύ μεγάλα ποσά, γεγονός το οποίο καθιστούσε βέβαιη την  αναγγελία και άλλων δανειστών και έθετε εν αμφι-βόλω την ικανοποίηση της αξίωσης του επισπεύδοντα δανειστή[412].

Κατά την εκδίκαση ανακοπής  του άρθρ.933 ΚΠολΔ λόγω αντίθεσης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια της ΑΚ281 και κατά συνέπεια ακυρότητας αυτής, κρίθηκε από το Πρωτοδικείο Ηρακλείου ότι η επισπευδόμενη σε βάρος της ανακόπτουσας αναγκαστική εκτέλεση μέσω της κατάσχεσης ακινήτου κυριότητάς της, δεν υπερέβαινε τα προβλε-πόμενα από την ΑΚ281 όρια. Συγκεκριμένα, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας–εγγυήτριας  ότι καταχρηστικά η καθ’ ης η ανακοπή–τράπεζα επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση αποκλειστικά εναντίον της, αν και μπο-ρούσε να στραφεί κατά της κληρονομιαίας περιουσίας του θανόντα συζύγου της πρωτοφειλέτη, την οποία περιουσία είχε αποποιηθεί ως προς το ποσοστό που της αναλογούσε, προκειμένου να ικανοποιηθεί από το ενεργητικό αυτής αναγγέλλοντας τις απαιτήσεις της στον εκκαθαριστή. Σύμφωνα με το Πρωτοδικείο Ηρακλείου, δεν υπήρχε καταχρηστικότητα στην επιλογή της καθ’ ης η ανακοπή να εκδώσει τις επίδικες διαταγές πληρωμής αποκλειστικά εναντίον της ανακόπτουσας, αφού η έκδοση εκτελεστού τίτλου και η επί-σπευση δε συνιστούσαν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Επιπλέον, ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας ότι ήταν καταχρηστική η αναγκαστική εκτέ-λεση, επειδή η ίδια θα έχανε το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο ενώ αντίστοιχα η καθής η ανακοπή δεν θα ικανοποιούνταν ως προς την απαίτησή της, αφού το οφειλόμενο  ποσό  ήταν μεγαλύτερο από την αξία του ακινήτου και παράλληλα υπήρχαν εγγεγραμμένες προσημειώσεις υποθήκης και άλλων δανειστών που έκαναν περισσότερο αμφίβολη την ικανοποίηση της καθ΄ης, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Σύμφωνα με τη δικανική κρίση, η συγκε-κριμένη πράξη εκτέλεσης που προβλεπόταν σαφώς από το νόμο ως πράξη άμεσης εκτέλεσης για την είσπραξη χρηματικών απαιτήσεων, παρεχόταν στην επισπεύδουσα με την προσδοκία προσέλκυσης ενδιαφερόμενων και ολικής ή έστω μερικής ικανοποίησης της απαίτησής της από το επιτευχθη-σόμενο πλειστηρίασμα και δεν μπορούσε να αποκλειστεί καμία σχετική πιθανότητα[413].

Η διακύμανση της νομολογίας ως προς τον καθορισμό δικηγορικής αμοιβής και την εγκυρότητα της συμφωνίας για κατώτερη των ελάχιστων ορίων αμοιβή, αποτυπώθηκε στις παρακάτω αποφάσεις, από το 1940 και εντεύθεν. Σημειώνεται, η αλλαγή σχετικού νομοθετικού πλαισίου με τη θέση σε ισχύ του ν.δ 3026/1954 «Περί Κώδικος Δικηγόρων» αλλά και την εισαγωγή του ΑΚ έναντι του Κρ. Αστ.Κώδ. Συγκεκριμένα:

Η συμφωνία για καθορισμό της αμοιβής κατά ‘κρίσιν αγαθού ανδρός’ μεταξύ του αιτούντα-δικηγόρου και του καθ’ ου η αίτηση Τοπικού Συμβου-λίου Διοικήσεως Μοναστηριακής Περιουσίας, θεωρήθηκε ισχυρή και σύμ-φωνη με τα άρθρ. 786, 114 και 102 Κρ.Αστ.Κώδ. από τον Πρόεδρο Πρωτο-δικών Ηρακλείου. Η αναφορά στην κρίση αγαθού ανδρός δεν απέκλειε αμοιβή ακόμη και μικρότερη από τα κατώτατα όρια αμοιβής του κώδικα περί Δικηγόρων. Κρίθηκε από τον Πρόεδρο, ότι σύμφωνα με την καλή πίστη και τη συναλλακτική συνήθεια η φράση ‘μέχρι της υποβολής της περί αποζη-μιώσεως αιτήσεως’, που περιλαμβανόταν στο επίδικο συμφωνητικό και αφορούσε τις προπαρασκευαστικές και εξωδικαστικές ενέργειες του Δικηγό-ρου για τις οποίες η αμοιβή του θα καθοριζόταν από το καθ΄ ου η αίτηση νομικό πρόσωπο, αφορούσε όλες τις ενέργειες μέχρι την υποβολή αίτησης αποζημίωσης στο Πρωτοδικείο και όχι μόνο μέχρι την υποβολή αντίστοιχης αίτησης ενώπιον του διοικητικού οργάνου[414]. Την ως άνω απόφαση προσέ-βαλε ο αιτών-δικηγόρος ενώπιον του δευτεροβάθμιου οργάνου. Σύμφωνα με την απόφαση του Προέδρου Εφετών Κρήτης που εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, ο Πρόεδρος ή το Δικαστήριο είχαν το δικαίωμα να μειώσουν την αμοιβή που συμφωνήθηκε για τη διεξαγωγή όλης της δίκης εάν κατά την κρίση τους συνέτρεχαν προφανώς ιδιαίτεροι λόγοι προς αυτό και ιδίως η σμικρότητα του επιδικασθέντος χρηματικού ποσού ή αντικειμένου, η έλλει-ψη σοβαρής επιστημονικής εργασίας ή η δυσχερής οικονομική κατάσταση του εντολέα[415]. Το Πρωτοδικείο Λασηθίου, σχεδόν είκοσι χρόνια αργό-τερα[416], θεώρησε άκυρη τη συμφωνία περί καταβολής αμοιβής κατώτερης των ελάχιστων ορίων  μεταξύ της ανακόπτουσας και του δικηγόρου της, ως προς την υπεράσπιση των συμφερόντων της για καθορισμό αποζημίωσης για ακίνητό της στη θέση ‘Λειβάδι’, έναντι του ελληνικού Δημοσίου. Η νομική τεκμηρίωση αφορούσε στο σχετικό άρθρο του Κώδικα περί Δικηγόρων που θεωρήθηκε ως διάταξη δημόσιας τάξης και στην ΑΚ174, ενώ η σκοπιμότητα αναφερόταν στη δικηγορική δεοντολογία και την αξιοπρέπεια του δικηγορι-κού λειτουργήματος. Η νομολογία του Άρειου Πάγου την ίδια εποχή[417] θεω-ρούσε αφενός τη σχετική διάταξη του Κώδικα Περί Δικηγόρων ως μη  δημό-σιας τάξης αφετέρου τη συμφωνία μεταξύ εντολέα και δικηγόρου όχι άκυρη αλλά μόνο επισύρουσα πειθαρχική τιμωρία του (δικηγόρου). Το Εφετείο Κρήτης[418] έκρινε ότι δεν ήταν καταχρηστική η άσκηση  του δικαιώματος της εφεσίβλητης δικηγόρου να διεκδικήσει από την πρώην εντολέα της-ανώνυμη εταιρεία την επιδίκαση αμοιβών με βάση τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα περί Δικηγόρων. Για την απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού της εκκαλούσας εταιρείας, δε θεωρήθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι η συμπερι-φορά της εφεσίβλητης, που συνίστατο στο να εισπράττει αδιαμαρτύρητα επί σειρά ετών τις μειωμένες αμοιβές που συμφωνήθηκαν χωρίς μνεία επιφύ-λαξης στις σχετικές αποδείξεις καταβολής, μπορούσε να δημιουργήσει εύλογα στην εντολέα-εταιρεία την πεποίθηση  ότι δεν επρόκειτο να διεκδι-κήσει τις προβλεπόμενες αμοιβές έστω μετά τη λύση της συνεργασίας τους. Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι δεν ήταν καταχρηστική η άσκηση από δικηγόρο αγωγής για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του, παρά το γεγονός ότι κατά την ανάθεση της σχετικής εντολής γνώριζε το ύψος της νόμιμης αμοιβής και εν τούτοις την προσδιόρισε σε χαμηλότερο επίπεδο, καθώς και παρά το γεγονός ότι επί μια ολόκληρη δεκαετία, δεν επικαλέστηκε την ακυρότητα της συμφωνίας περί αμοιβής και οι εντολείς του αγνοούσαν αυτή (ακυρότητα)[419].

Ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι η σύμπραξη της μητέρας της-πληρεξουσίου της με τους αναιρεσίβλητους-αδέρφια της, στην κατάρτιση συμβάσεων πώλησης ποσοστού σε ακίνητό της στην περιφέρεια Ηρακλείου, αποτελούσε κατάχρηση της από την πληρεξουσιότητα εξουσίας και γι’ αυτό επέφερε ακυρότητα των συμβάσεων, δεν έγινε δεκτός από το Εφετείο Κρήτης την απόφαση του οποίου όμως αναίρεσε ο Άρειος Πάγος λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών για την εφαρμογή της ΑΚ281. Συγκεκριμένα, το Εφετείο δέχτηκε την παρεμβολή μίσους, εχθρότητας  και ερίδων στις σχέσεις των διαδίκων λίγο πριν την κατάρτιση των συμβάσεων πώλησης όπως ισχυρίστηκε η αναιρεσείουσα, όχι όμως και την εξαιτίας των ως άνω λόγων καταχρηστικότητα της δήλωσης βούλησης της πληρεξουσίου της με σκοπό την υφαρπαγή της περιουσίας της αφού δεν ήταν δυνατό να οδηγήσουν,  κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, μία μητέρα στο να βλάψει το ένα από τα παιδιά της προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων των υπολοίπων. Εξάλ-λου, για τη μη καταχρηστική άσκηση συνεκτιμήθηκε και η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας που δεν ανακάλεσε όπως είχε τη δυνατότητα, την πληρεξου-σιότητα, αλλά και η εκπλήρωση των υποχρεώσεων από τους αναιρεσίβλη-τους που απέρρεαν από τη σύμβαση πώλησης. Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την εφετειακή απόφαση επειδή δεν αναφέρονταν ο βαθμός, η ένταση και οι αιτίες των μεταξύ των διαδίκων ερίδων, αλλά και επειδή δεν διευκρινιζόταν αν υπήρχε συνεννόηση ανάμεσα στην εντολέα και την πληρεξούσιά της ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της υπέρβασης ή μη της πληρεξουσιό-τητας[420].

Η συμπεριφορά της εναγόμενης–αντιπροσώπου να μεταβιβάσει ακίνητα του ενάγοντα–αντιπροσωπευόμενου στα τέκνα της έναντι τιμήματος κατά πολύ χαμηλότερου της αγοραίας αξίας τους, θεωρήθηκε από το Εφετείο Κρήτης που επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοδικείου Χανίων ότι συνι-στούσε καταχρηστική άσκηση της πληρεξουσιότητας. Συγκεκριμένα, συνεκτι-μήθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο το γεγονός ότι οι μεταβιβάσεις των ακινήτων, αν και υλοποιήθηκαν στα πλαίσια της πληρεξουσιότητας που είχε χορηγήσει ο ενάγων στην εναγόμενη να πωλήσει σε οποιονδήποτε τρίτο καθώς και στον εαυτό της  δικά του ακίνητα καθώς και της συζύγου του, η οποία του είχε χορηγήσει σχετική πληρεξουσιότητα, παρόλ’ αυτά ήταν τελείως αντίθετες προς τα συμφέροντά του καθόσον ο ενάγων ουδέποτε θα  τις επιχειρούσε[421].

Η επίκληση από τα ελληνικά δικαστήρια των εννοιών των χρηστών ηθών και της δημόσιας τάξης καθώς και η προσέγγιση της έννοιας της συνταγ-ματικά κατοχυρωμένης θρησκευτικής ελευθερίας με αφορμή την οργάνωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, καταγράφηκε ενδεικτικά σε τρεις αποφάσεις των δικαστηρίων της Κρήτης της δεκαετίας 1980[422].  Στις ως άνω αποφάσεις αποτυπωνόταν το ιδεολογικοκοινωνικό πλαίσιο μέσα από τις αντιδράσεις της ευρύτερης κοινότητας, την παράθεση νομικών επιχειρημάτων από την εκκλησιαστική ιεραρχία, την υιοθέτηση και αναπαραγωγή αυστηρών, επικρι-τικών σχολίων από τη νομολογία, με συνεκτιμώμενη  τη μη διαμόρφωση ενιαίας αντιμετώπισης και διαχείρισης από τη Δικαιοσύνη και τη Διοίκη-ση[423]. Με την ΠΠρωτΗρακλ 272/1984, κρίθηκε ότι ήταν αντίθετη στα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη η αναγνώριση του σχετικού σωματείου επειδή οι χιλιασταί προσβάλλουν βαναύσως και χυδαίως τον Ιερόν κλήρον… περιφρονούν και διαστρεβλώνουν τον Χριστιανισμόν εν γένει… Με την ίδια νομική τεκμηρίωση, κρίθηκε και από την ΠΠρωτΗρακλ 87/1986 η αντίθεση του εν λόγω σωματείου στη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη και η μη υπαγωγή του Χιλιασμού στις διατάξεις περί γνωστής θρησκείας ώστε να απολαμβάνει της συνταγματικής προστασίας. Σύμφωνα με την ως άνω απόφαση, κριτήριο καθορισμού των χρηστών ηθών αποτελεί η ηθική της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας… οι σύγχρονοι χιλιαστές προσβάλλουν βαναύσως… τα κατά την ανωτέρω έννοια του Συντάγματος ‘χρηστά ήθη’ του Ελληνικού Λαού σήμερα ενώ ο προσδιορισμός ‘χριστιανική’ της επωνυμίας του σωματείου, κρίθηκε ψευδής και απατηλός προς παραπλάνηση και προσηλυτισμό οπαδών, έχοντας βαθύτερο πολιτικό χαρακτήρα. Η αντίθεση στη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη στοιχειοθετήθηκε και στην απαγό-ρευση εκ μέρους των οπαδών της συγκεκριμένης οργάνωσης να μεταγγί-ζεται αίμα, σε περίπτωση ανάγκης, στα τέκνα τους εκδηλώνοντας έτσι τη σκληρότητα και αναλγησία τους, παρά τη σχετική πρόβλεψη στον ΑΚ μετά την αναθεώρηση του 1983, στο έντονα ανθελληνικό πνεύμα από το οποίο διακατέχονταν, στην άρνηση στράτευσης, στην εξύβριση και περιφρόνηση εθνικών και διεθνών Αρχών και Οργανισμών. Ο ισχυρισμός των καθ’ ων η τριτανακοπή ότι δεν νοούνταν προκαταβολική μη έγκριση, αλλά μόνο διάλυση σωματείου εφόσον εκ των υστέρων αποδεικνυόταν αθέμιτος προση-λυτισμός, κρίθηκε ότι προβλήθηκε κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και των χρηστών ηθών αφού η σχετική πρόβλεψη στον ΑΚ αφορούσε τη συνήθη περίπτωση σωματείου με ανύπαρκτο ιστορικό και με άγνωστους  μέχρι τότε σκοπούς και δραστηριότητα, κάτι που δε συνέτρεχε στην περί-πτωση των Χιλιαστών, για τους οποίους από πολλών ετών αποδείχθηκε ο αθέμιτος ‘από πόρτα σε πόρτα’ προσηλυτισμός[424]. Με διαφορετική νομική βάση εκδόθηκε η απόφαση από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την έφεση των μελών του υπό σύσταση σωματείου και δεν ενέκρινε την αναγνώρισή του (σωματείου). Συγκεκριμένα, το Εφετείο Κρήτης δέχτηκε ότι ο έλεγχος της μη αντίθεσης στη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη του υπό σύσταση σωματείου έπρεπε να γίνει με βάση τις διατάξεις του καταστατικού του και όχι σύμφωνα με τις υποτιθέμενες, υποκρυπτόμενες ή εξυπακουό-μενες προθέσεις των ιδρυτών του, οι οποίες δεν μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου κατά το στάδιο αναγνώρισης του σωματείου και ότι μόνη η αντίθεση των δοξασιών των Μαρτύρων του Ιεχωβά προς τις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής θρησκείας και μάλιστα του ορθόδοξου δόγματος, δεν αρκούσε για να θεωρηθεί η διδασκαλία τους αντίθετη στη δημόσια τάξη. Ακόμη έγινε δεκτό ότι επρόκειτο για γνωστή θρησκεία γιατί ήταν γνωστές οι διδασκαλίες και οι γενικές αρχές της συγκεκριμένης Οργάνωσης, αφού -πέρα από τη γνωστοποίησή τους στις Δημόσιες Αρχές- μπορούσε να τις πληροφορηθεί και αντικρούσει ο καθένας από τα έντυπά που κυκλοφορούσαν ελεύθερα ενώ επιπλέον και τα σχετικά με τη λατρεία ήταν φανερά αφού συνίσταντο κυρίως σε συναθροίσεις οπαδών, υμνολογία και προσευχή. Από την άλλη, η πρακτική της άρνησης μεταγγίσεως αίματος από τους γονείς -παρά τη δυνατότητα εισαγγελικής παρέμβασης του ΑΚ- θεωρήθηκε ότι αντίκειτο ευθέως στη δημόσια τάξη αφού ήταν πρόδηλο ότι η διάδοση δοξασιών που εξέθεταν σε κίνδυνο τη ζωή και την υγεία των πολι-τών ήταν αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον, όπως επίσης αντίθετη στη δημόσια τάξη ήταν και η άρνηση εκτέλεσης ακόμη και άοπλης, στρατιω-τικής υπηρεσίας[425].

Σχετικά με την άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ελευθεροτυπίας, το Εφετείο Κρήτης με δύο αποφάσεις του, προσδιόρισε τα όρια ώστε στη συγκεκριμένη περίπτωση να κριθεί η καταχρηστικότητα ή μη της άσκησης της ελεύθερης δημοσιογραφίας. Συγκεκριμένα, το δευτερο-βάθμιο δικαστήριο με την πρώτη του απόφαση, με την οποία επικύρωσε την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου[426], έκρινε ότι οι χαρα-κτηρισμοί που χρησιμοποίησε ο εκκαλών-εναγόμενος, συντάκτης άρθρου σε εφημερίδα του Ηρακλείου, «απάντηση σε λασπολόγο, γνωστός για τις προ-βοκατόρικες μεθόδους του, ξεπέρασε κάθε προηγούμενο λασπολογίας, προ-σπάθησε να λασπολογήσει εκ νέου», ήταν απαξιωτικοί για τον αντεκκαλούν-τα-ενάγοντα και δεν αποτελούσαν απλά δυσμενή σχόλια. Εξάλλου, το ύφος με το οποίο ήταν γραμμένο το δημοσίευμα αλλά και η επανάληψη των ως άνω χαρακτηρισμών, προσέδιδαν στο άρθρο, σκοπό εξύβρισης του αντεκ-καλούντα-ενάγοντα, ευρωβουλευτή και δημάρχου Ηρακλείου επί σειρά ετών, αφού υποδήλωναν ότι επρόκειτο για άτομο που χρησιμοποιούσε ανέντιμα μέσα και λασπολογούσε συστηματικά για να επιτύχει τους σκοπούς του. Με τη δεύτερη απόφασή του, με την οποία επικύρωσε την απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου[427], το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι τα αναφερόμενα στο επίδικο δημοσίευμα «η συμπεριφορά της ΄ΑΕ΄ έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις υποχρεώσεις που της επιβάλλονται από το συνταγματικό νομοθέτη για διαφάνεια στα οικονομικά των μέσων ενημέρωσης, αλλά και με την κοινή περί δικαίου και κοινωνικής ηθικής  αντίληψη και οφείλω ως εκ τούτου να την καταγγείλω δημόσια», απο-τελούσαν κρίσεις που θεμελιώνονταν στη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και την κοινωνική αποστολή του τύπου και των προσώπων που συνδέονταν με τη λειτουργία του. Ακόμη, κρίθηκε ότι αποτελούσαν παραί-νεση του δημοσιογράφου σχετικά με τις πράξεις προσώπων που παρου-σίαζαν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο, όπως στην προκείμενη περί-πτωση αυτοί που συμμετείχαν στο μετοχικό κεφάλαιο τηλεοπτικού σταθμού που λειτουργούσε ως ανώνυμη εταιρεία. Ο σκοπός δε του άρθρου ήταν να ασκηθεί αυστηρή κριτική για τη συμπεριφορά των κατονομαζόμενων σε αυτό προσώπων, ενώ το ύφος με το οποίο αποδόθηκε η ως άνω κριτική κρίθηκε ότι δεν υπερέβαινε το επιβαλλόμενο από τη δημοσιογραφική δεοντο-λογία και εντιμότητα, μέτρο.

Στο αντικειμενικό κριτήριο της συναλλακτικής καλής πίστης δεν προσέφυ-γε το Πρωτοδικείο Χανίων προκειμένου να ερμηνεύσει την αληθινή βούλη-ση της διαθέτιδας, όπως αποτυπώθηκε -όχι με πλήρη σαφηνεια- στην ιδιό-γραφη διαθήκη της. Το Δικαστήριο θεωρώντας ότι η ΑΚ200 δεν εφαρμο-ζόταν στην ερμηνεία των διαθηκών, προσέγγισε τον όρο της από 16.6.1992 διαθήκης που αφορούσε την καταλειπόμενη περιουσία στις εναγόμενες, με βάση τον υποκειμενικό προσδιορισμό των επίδικων ακινήτων από τη διαθέ-τιδα και την υποτιθέμενη εύνοιά της προς αυτές(εναγόμενες). Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι το κατάστημα στο οποίο εγκαταστάθηκαν ως κληρονόμοι οι εναγόμενες αφορούσε στην πραγματικότητα δύο καταστήματα με το αντί-στοιχο υπόγειο, αφού από την κατασκευή τους εκμισθώνονταν ως ενιαίος χώρος από τη διαθέτιδα σε διάφορους μισθωτές και ως τέτοιον τον αντιλαμ-βανόταν αυτή. Επιπλέον, θεωρήθηκε ότι η κληρονομούμενη επιθυμούσε να συμπεριλάβει στην κληρονομιά προς τις εναγόμενες-ανηψιές της και τους τρεις χώρους  ως ενιαίο χώρο (δύο ισόγεια καταστήματα και ένα υπόγειο) και όχι μόνο ένα κατάστημα, όπως αντέτειναν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι επειδή δεν είχε προβεί εν ζωή σε άλλες παροχές προς αυτές (εναγόμενες) όπως απεναντίας είχε πράξει με άλλους συγγενείς της[428].

Ο λόγος αναίρεσης επειδή δεν κηρύχτηκε απαράδεκτη η ένσταση της ΑΚ281 από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρίθηκε αβάσιμος και απορρι-πτέος από τον Άρειο Πάγο που επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Συγκεκριμένα, το ακυρωτικό δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή περί κλήρου και η αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος των αναιρεσει-όντων  μετά από 51 χρόνια αδράνειας και μη εναντίωσης τόσο των ίδιων όσο και του δικαιοπαρόχου τους απέναντι σε πράξεις νομής των αναιρεσιβλήτων και του δικαιοπαρόχου τους, ήταν αντίθετες στην ΑΚ 281 αφού με τη ρητή ή σιωπηρή παραίτησή τους από τα κληρονομιαία ακίνητα στην Παλαιοχώρα, δημιούργησαν την εύλογη πεποίθηση ότι επί των επίδικων ακινήτων δεν επρόκειτο να ασκήσουν κανένα δικαίωμά τους, ώστε η μεταγενέστερη άσκη-ση αυτού (δικαιώματος) να συνεπάγεται επαχθείς επιπτώσεις. Συνεκτιμή-θηκε και το γεγονός ότι η έλλειψη κάθε ενδιαφέροντος για τα επίδικα ακίνητα τα οποία με καλή πίστη νέμονταν οι αντίδικοι και ο δικαιοπάροχός τους με καλλιέργειες, εκτροφή ζώων  και ανέγερση κτισμάτων, ήταν ένδειξη ευπρέπειας και απόρροια της ευγνωμοσύνης προς αυτόν (δικαιοπάροχο των αντιδίκων) για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην οικογένεια, αφού με τα χρήματα από την εργασία του διέτρεφε τη μητέρα και τις αδερφές του και συμμετείχε στις δαπάνες των σπουδών του αδερφού του[429].

Η αξίωση αποζημίωσης του ενάγοντα εναντίον του εναγόμενου –Πρό-εδρου της κοινότητας Μανωλιοπούλου, επειδή ο τελευταίος βεβαίωσε ότι ο οφειλέτης του ενάγοντα ήταν από κληρονομιά αποκλειστικός κύριος ακίνη-της περιουσίας ενώ στην πραγματικότητα ήταν κύριος αυτών εξ ημισείας με τον αδερφό του με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο ενάγων-δανειστής, δεν έγινε δεκτή από το Εφετείο Κρήτης που επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Σύμφωνα με τη δημοτική νομοθεσία, οι δήμαρχοι και πρόεδροι κοινοτήτων δεν διατηρούσαν βιβλία ιδιοκτησίας ούτε είχαν την αρμοδιότητα να εκδίδουν βεβαιώσεις για την ακίνητη περιουσία, αρμοδιότητα η οποία είχε ανατεθεί στους υποθηκοφύλακες. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίδικη αξίωση αφο-ρούσε σε ωφέλεια ‘εκ της ιδίας του αμελείας’ και ο ενάγων δεν έπρεπε να βασιστεί σε πιστοποιητικό αναρμόδιου υπαλλήλου για την ικανοποίηση της αξίωσης κατά του οφειλέτη του αλλά μπορούσε και όφειλε να καταφύγει στα αρμόδια υποθηκοφυλακεία, ώστε καταβάλλοντας ‘την συνήθη και συνετού των ανθρώπων επιμέλειαν’ να αποτρέψει τις επιζήμιες συνέπειες που επικα-λούνταν[430].

Η αξίωση αποζημίωσης κατ’ άρθρ. 104 και 105 ΕισΝΑΚ ύψους 10.000 δρχ. της ενάγουσας κατά της εναγόμενης Κοινότητας επειδή οι εργάτες που προσέλαβε η τελευταία για τη διάνοιξη οδού το 1964, κατέλαβαν τμήμα αγρού που ανήκε κατά κυριότητα στην ενάγουσα από το 1927, συσχετίστηκε από το Πρωτοδικείο Ηρακλείου με την καταχρηστική άσκηση του δικαιώ-ματος. Συνεκτιμήθηκε από το Δικαστήριο η προγενέστερη συναίνεση της ενάγουσας ενώπιον του Προέδρου της Κοινότητας σχετικά με οποιαδήποτε επέμβαση χρειαζόταν να γίνει στο κτήμα της κατά τη διαπλάτυνση και ισοπέδωση του δρόμου ώστε να υπάρχει αντίφαση μεταξύ της προηγούμενης και τωρινής συμπεριφοράς της. Επιπλέον, με δεδομένη την προαγωγή του κοινωνικού συμφέροντος από τη μετατροπή αγροτικής οδού εις αμαξιτήν τοιαύτην, έναντι ελάχιστης βλάβης των κοινωνών των παρακείμενων ακινή-των και με πολλαπλάσια ωφέλειά τους  -επομένως και της ενάγουσας- αφού η μεταφορά των αγροτικών προϊόντων και εργαλείων στο  κτήμα της θα γινόταν με λιγότερη δαπάνη και ευχερέστερα, η αξίωση αποζημίωσης  από την ενάγουσα, συσχετίστηκε με υπέρβαση του σκοπού του δικαιώματος ιδιοκτησίας της[431].

Η υπαγωγή  σε καθεστώς διαιτησίας της σύμβασης πώλησης μεταξύ της εκκαλούσας-πωλήτριας εταιρείας και  της εφεσίβλητης εταιρείας εγκρίθηκε από το Εφετείο Κρήτης που επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοδικείου Χανίων σχετικά με την κήρυξη εκτελεστής  της διαιτητικής απόφασης, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς της πωλήτριας περί ακυρότητας. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι υπό το πρίσμα των αρχών της καλής συναλλακτικής πίστης υπήρχε αρμοδιότητα των διαιτητών να κρίνουν για την αμφισβήτηση όρου της σύμβασης, που ανέκυψε από τη συμπεριφορά της πωλήτριας να προ-τείνει αμέσως μετά την πλήρωση της αίρεσης υπό την οποία τελούσε η σύμβαση (έγκριση από τις αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ) υψηλότερη τιμή για την πώληση του εμπορεύματος (94.000 χαρτοκιβώτια σταφίδας) που είχε συμφωνήσει με την αμερικανική εταιρεία (29,82 έναντι 24,65 δολλαρίων). Επιπλέον, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι ήταν καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος για προσφυγή στη διαιτησία, επειδή δήθεν παρα-βιάστηκε η διεθνής πρακτική να τίθεται η πίστωση στη διάθεση  του πωλητή συγχρόνως με την παράδοση των φορτωτικών εγγράφων. Αντίθετα, κρίθηκε ότι τα εκτιθέμενα περιστατικά δεν στοιχειοθετούν καταχρηστικήν εναντίον των χρηστών ηθών άσκησιν του ενασκουμένου  δικαιώματος αλλά  διένεξιν εις διαιτησίαν αγομένην[432].

Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων-εναγόντων ότι η συμπεριφορά της εναγόμενης-εφεσίβλητης Τράπεζας ήταν αντίθετη προς την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για την πώληση ακινήτου, ώστε να υποχρεωθεί η τελευταία να τους καταβάλλει αποζημίωση για χρη-ματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δεν έγινε δεκτός από το Εφετείο Κρήτης που εξαφάνισε την απόφαση του Πρωτοδικείου Χανίων. Συγκεκρι-μένα, το δευτεροβάθμιο δκαστήριο έκρινε ότι, η ματαίωση της κατάρτισης σύμβασης πώλησης ακινήτου από την πλευρά της Τράπεζας με τη διαδικα-σία υποβολής προσφορών από ενδιαφερόμενους πλειοδότες, δεν ήταν αδικαιολόγητη και η συμπεριφορά της τελευταίας δεν ήταν αντίθετη προς την καλή πίστη και την επιβεβλημένη συναλλακτική ευθύτητα, αφού είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της το νόμιμο δικαίωμα να αρνηθεί την προσφορά και να πωλήσει το ακίνητο σε οποιονδήποτε αυτή ήθελε αποφασίσει. Προ-κειμένου να κριθεί η συμπεριφορά της εναγόμενης, συνεκτιμήθηκαν από το Εφετείο αφενός η σημαντικά μεγαλύτερη προσφορά που υπέβαλε άλλος πλειοδότης αφετέρου ότι ένας από τους ενάγοντες-υποψήφιους αγοραστές ήταν ήδη μη φερέγγυος οφειλέτης της Τράπεζας. Εξάλλου από τη συμπερι-φορά της Τράπεζας κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων δεν έπρεπε να δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι τελικά το ακίνητο θα πωλούνταν στους ενάγοντες[433].

Ενδεικτικές αποφάσεις για την καταχρηστική άσκηση δημόσιας εξουσίας από τη δημόσια διοίκηση, αποτελούν η ΔιοικΕφΚρ 12/2005[434] και η ΤρΔιοικΠρωτ Ηρακλ 663/2003[435].

Σύμφωνα με την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ήταν κατα-χρηστική η συμπεριφορά της Διοίκησης να επιμένει στη μετακίνηση της προσφεύγουσας – υπαλλήλου, παρά τους λόγους υγείας που επικαλούνταν η τελευταία και την ιδιότητά της ως συνδικαλιστικό στέλεχος. Συγκεκριμένα, το ‘χρόνιο αλλεργικό άσθμα’ της υπαλλήλου καθιστούσε προβληματική τη μετακίνησή της σε εργασιακό χώρο που θα επιδείνωνε την ασθένειά της, όπως ο χώρος του Κολυμβητηρίου όπου η ανάδυση της έντονης οσμής χλωρίου θα απειλούσε σοβαρά την υγεία της.  Μάλιστα, υπήρξε σύσταση η υπάλληλος να εγκατασταθεί σε κλιματιζόμενο γραφείο και να ληφθούν όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα από τη Διοίκηση ώστε να μην τεθεί σε πιθανό κίνδυνο η υγεία της (όπως να της αποστέλλεται προς διεκπεραίωση εργασία από το γραφείο του Λογιστηρίου στο χώρο που θα εγκαθίστατο και να επιστρέφεται αυτή στο χώρο του Λογιστηρίου με φροντίδα της Υπηρεσίας).

Σύμφωνα με την απόφαση του Πρωτοδικείου, κρίθηκε καταχρηστική η επιβολή προστίμου ύψους 10.001.965 δρχ. από τη Δ.Ο.Υ Ηρακλείου έναν-τίον της προσφεύγουσας- ανώνυμης εταιρείας για μη έκδοση τιμολογίου παροχής  τουριστικών υπηρεσιών από τη διαμεσολάβηση εκδρομών σε άλλο επιτηδευματία, επειδή δεν προέκυπτε απόπειρα απόκρυψης φορολογικής ύλης. Στο τελευταίο συνηγορούσε το γεγονός ότι παρά τη μη έκδοση τιμο-λογίου η συναλλαγή και το ύψος της προέκυπτε από τα βιβλία ή άλλα στοιχεία που τηρούσε η επιχείρηση. 

 


 

***

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΕΡΓΑ

 

Αγαλλοπούλου, Π., Βασικές έννοιες αστικού δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2003.

Βαθρακοκοίλη, Β., Ερμηνεία, Νομολογία Αστικού Κώδικα, τόμ. Α΄, Αθήνα, 2001.

Του ιδίου, Αναλυτική ερμηνεία-νομολογία Αστικού Κώδικα, τόμ. Α΄, Αθήνα, 1992.

Γεωργιάδη, Απ., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, εκδ. Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2012.

Του ιδίου, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2010.

Του ιδίου, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1999.

Γεωργιάδη, Α. – Σταθόπουλου, Μ., Αστικός Κώδικας, κατ’ άρθρο ερμηνεία, εκδ.  Δίκαιο & Οικονομία - Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2007.

Carbonnier,   J.,  Droit civil, tome 1, Introduction, P.U.F., Collection Themis, 26e ed., 1999.

Δαγτόγλου, Π., Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα, εκδ. Σάκκουλα  Αθήνα, 2012.

Δημητρόπουλου, Α., Συνταγματικά Δικαιώματα, β΄ έκδ., Σάκκουλα, Αθήνα, 2008.

Δωρή, Φ., Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο, τεύχ. α΄, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1991.

Του ιδίου, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο, τεύχ. β1, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1991.

Του ιδίου, Νομικές Μελέτες, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1993.

Καράκωστα, Ιω., Κατάχρηση δικαιώματος στις εμπράγματες σχέσεις, εκδ.  Δίκαιο & Οικονομία - Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2009.

Του ιδίου, Αστικός Κώδικας, Γενικές Αρχές, τόμ.2, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2005.

Λαδά, Π., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου ΙΙ, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσα-λονίκη, 2009.

Λίποβατς, Α., ?ίκαιο και ανθρωπισµός, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, 1990.

Μάνεση, Α., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικές Ελευθερίες, Σάκκουλα, Αθήνα, 1978.

Μιχαηλίδου – Νουάρου, Γ., Ζωντανό και φυσικό δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1982.

Νικολαϊδου, Δ., Οθωμανικοί Κώδικες, Τύποις Αδελφών Νικολαΐδων, Εν Κωνσταντινουπόλει, 1889.

Παπαντωνίου, Ν., Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, τεύχ. α΄, εκδ. Σάκκου-λα, Θεσσαλονίκη, 1982.

Παπαστερίου, Δ., Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, τομ. Ι/β, εκδ. Σάκκου-λα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1998.

Ρούκουνα, Εμμ., Διεθνής προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκδ. "Βιβλιοπωλείο της Εστίας", Αθήνα, 1995.

Σιάμκουρη, Ν., Η Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος στην πράξη, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2009.

Σταθόπουλου, Μ., Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλο-νίκη, 2004.

Τούση, Ανδρ., Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήναι, 1962.

Φίλια, Β., Εισαγωγή στη μεθοδολογία και τις τεχνικές των κοινωνικών ερευ-νών, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1977.

Χρυσόγονου, Κ., Ατομικά και Κοινωνικά δικαιώματα, β΄ έκδ., Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2002.

 

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

 

Βουζίκα, Ε.,  «Η περί καταχρήσεως δικαιώματος  διάταξις του άρθρου 281 ΑΚ και το δημόσιον δίκαιον», Νομικόν Βήμα 1968, σελ. 1 κ.ε.

Γεωργιάδη, Απ., «Η νομολογιακή εφαρμογή του άρθρου 281ΑΚ στο ενοχικό δίκαιο», Αρμενόπουλος 52, σελ. 525 κ.ε.

Γρύλλη, Σταμ., «ΑΚ281: Η περιπέτεια μιας μεγαλόπνοης διάταξης», Δίκη 205, σελ. 560 κ.ε.

Carbonnier, J., «Droit. Sociologie du droit», dans Encyclopaedia Universalis,  Paris, vol. V, 1969, p. 811-814.

Ζέπου, Π., «Κατάχρηση δικαιώματος, προσβολή χρηστών ηθών και αθέμιτος ανταγωνισμός», Εφημερίς Ελλήνων Νομικών 1953, σελ. 793 κ.ε.

Friedmann, W.G., «Sociology of Law. A Trend Report and Bibliography», dans Current Sociology, X-Xl, 1,1961-1962, p. 34 s.

Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, Εφ., «Η νομολογιακή εφαρμογή του άρθρου 281ΑΚ στο οικογενειακό δίκαιο», Ελληνική Δικαιοσύνη 1997, σελ. 1457 κ.ε,

Λιβαθηνού, Θ., «Σκέψεις τινές επί της καταχρήσεως δικαιώματος», Νομικόν Βήμα 1974, σελ. 161 κ.ε.

Λίποβατς, Α., «Η απαγόρευση κατάχρησης δικαιώματος, βασική αρχή του δικαίου με συνταγματική αρχή και διεθνή αναγνώριση», Νομικόν Βήμα 1989, σελ. 1010 κ.ε. 

Του ιδίου, «Το πεδίον εφαρμογής του άρθρου 281 ΑΚ και αι δημοσίας τάξεως διατάξεις», Νομικόν Βήμα 1956, 245 κ.ε.

Μάζη, Μ. «Μερικές σκέψεις για την απαγόρευση κατάχρησης δικαιώματος», Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών 1997, σελ. 937 κ.ε.

Μπαϊλάκη, Χ., «Η εκ του άρθρου 281ΑΚ ένστασις και η νομολογία της», Νομικόν Βήμα 30, σελ.137 κ.ε.

Μπέη, Κ., «Προϋποθέσεις παραδεκτής κατά το άρθρο 269ΚΠολΔ πρότασης της κατ’ άρθρο 281ΑΚ ένστασης καταχρηστικής άσκησης του επίδικου δικαιώματος», Δίκη 2005, σελ. 301 κ.ε.

Παπαμανουσάκη, Στρ., «Διάγραμμα της ιστορίας του Κρητικού Δικαίου», ΤΑΛΩΣ, τόμ. Α΄, 1989, σελ. 85 κ.ε.

Rehbinder, M. & Landon G.C., «Sociology of Law» (avec bibl.), dans Current Sociology, XX, 3, 1972, p. 1-145.

Σταράντζη, Γ., «Η κατάχρησις της καταχρήσεως δικαιώματος», Αρχείο Νομολογίας 40, σελ. 526 κ.ε.

Senn, F., «Des origines et du contenu de la notion de bonnes m?urs», dans Recueil d’etudes en l’honneur de F. Geny, 1, Paris, 1934, p. 57 sq.

Τούση, Ανδρ., «Η έννοια των χρηστών ηθών», Εφημερίς των Ελλήνων Νομικών 1956, σελ. 226 κ.ε.

Χιώλου, Κ., «Η κατάχρησις δικαιώματος», Αρχείο Νομολογίας 46 (1995), σελ. 620.

Του ιδίου, «Η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος (άρθρου 281Α.Κ)», Αρχείο Νομολογίας ΝΒ΄ (2001), σελ. 303 κ.ε.

Του ιδίου, «Αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοικήσεως η μετά πάροδον ικανού χρόνου αναζήτηση αχρεωστήτως αλλά καλοπίστως εισπραχθει-σών παροχών;», Αρχείο Νομολογίας NE΄, (2004), σελ. 601 κ.ε.

Ψωμά, Ι., «Έννοια της κατάχρησης δικαιώματος και αναιρετικός έλεγχος», Δίκη 2000, σελ. 316 κ.ε.

 

 

 

***

 

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

ΝΟΜΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

 

Τα νομικά περιοδικά -πανελλήνιας και τοπικής εμβέλειας– που απο-δελτιώθηκαν προκειμένου να συγκεντρωθούν οι δημοσιευμένες αποφάσεις του δείγματος, είναι:

ΑΡΧΕΙΟΝ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

Μηνιαία επιθεώρησις νομολογίας δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, Αθήναι, τόμ. 1950-1978, 1981-2011.

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Δεκαπενθήμερος νομική επιθεώρησις της ανωνύμου εταιρείας νομικών εκδόσεων, Αθήναι, τόμ. 1924-1929, 1931.

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΒΗΜΑ

Περιοδική έκδοση δικηγορικού συλλόγου Χανίων, τόμ. 1992-1995.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Μηνιαίον περιοδικόν εκδιδόμενον υπό της ενώσεως ελλήνων δικαστών και εισαγγελέων, τόμ. 1960-1979, 1982.

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Εκδιδόμενη ανά τρίμηνο, εκδόσεις Μεντζελόπουλος Γ. & Π., Αθήνα, τόμ. 2000-2012.

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Δεκαπενθήμερος νομική επιθεώρησις, νομολογία-κριτική μελέτη Αθήναι, τόμ. 39, 69.

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Εκδόσεις Κατσαρός Β., Αθήνα, τόμ. 2001-2011.

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ  ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Διμηνιαία έκδοση δημοσίου και ιδιωτικού ναυτικού δικαίου, εκδ. Σέργη Α., Αθήνα, τόμ. 1996-2011.

 

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

Νομολογία-νομοθεσία-επιστήμη, Αθήνα, «Νομική βιβλιοθήκη», τόμ. 2002-2012.

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ  ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ - ΑΞΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ 

ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Εκδόσεις Jus, Θεσσαλονίκη, τόμ. 1993-2010.

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ  ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Τριμηνιαία έκδοση της μακεδονικής ενώσεως εμπορικού δικαίου, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλόνικη, τόμ. 2002-2012.

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ  ΑΣΤΙΚΟΥ  ΔΙΚΑΙΟΥ

Μηνιαία έκδοση νομολογίας, νομοθεσίας, αρθρογραφίας και πρακτικής, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, τόμ. 2008-2012.

ΕΦΕΤΕΙΑΚΗ  ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ  ΚΡΗΤΗΣ

Περιοδική έκδοση δικηγορικού συλλόγου Χανίων, τόμ. 2005-2009.

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ

Εβδομαδιαία δικαστική εφημερίς, Αθήναι, τόμ. 1934-1989.

ΘΕΜΙΣ

Εβδομαδιαία δικαστική εφημερίς εκδιδομένη εν Αθήναις, Αθήναι, τόμ. Δ, Ε, ΣΤ (1893-96), Ζ (1896-97), Η (1898-9), Ι (1899-1900), ΙΑ (1900-1), ΙΒ (1901-2), ΙΓ (1902-3), ΙΔ (1903-4), ΙΕ (1904-5), ΙΣΤ (1905-1906), ΙΖ (1906-7), ΙΗ (1907-8), ΙΘ (1908-9), Κ (1909-10), ΚΑ (1910-11), ΚΒ (1911-12), ΚΓ (1912-13), ΚΔ (1913-14), ΚΕ (1914-15), ΚΣΤ (1915-6), ΚΖ (1916-7), ΚΗ (1017-8), Λ (1919-20), ΛΑ (1920-1), ΛΒ (1921-2), ΛΓ (1922-3), ΛΔ (1923-4), ΛΕ (1924-5), ΛΣΤ (1925-6), ΛΖ (1926), ΛΗ (1927), ΛΘ (1928), Μ (1929), ΜΑ (1930), 1931-1955.

ΝΕΟΝ ΔΙΚΑΙΟΝ

Ιδιοκτήτης-διευθυντής Ν. Θηβαίος, Αθήναι, τόμ. 1945-1977.

ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ

Περιοδική έκδοση δικηγορικού συλλόγου Ηρακλείου, τόμ. 2003-2011.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

Εκδοτικός οίκος Ι. Ζαχαρόπουλος, τόμ. 2005-2008.

ΧΡΟΝΙΚΑ  ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ  ΔΙΚΑΙΟΥ

Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, τόμ. 2001-2012.

 

 

 

 

ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ  ΤΟΥ  ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ[436]

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ  ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ  ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Από την έρευνα στα ως άνω περιοδικά και την πλοήγηση στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, εντοπίστηκαν οι παρακάτω αποφάσεις που αποτέλεσαν το δείγμα των δημοσιευμένων αποφάσεων:

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

Ολ 62/1990 (ΕφΚρ 438/1986)

387/1991 (ΕφΚρ 194/89)

1020/1992

1269/1993(ΠΠρωτΗρακλ 83/5559/963/1991)

521/1994 (ΕφΚρ 408/88, ΠΠρωτΧαν 170/1987)

1184/1994

750/1995 (ΕφΚρ 385/1990, ΠΠρωτΧαν 277/1988)

707/1996 (ΕφΚρ 91/1994, ΜΠρωτΛασηθ 539α/1991)

1356/1998 (ΕφΚρ 540/1996, ΠΠρωτΧαν 50/1991)

167/1998 (ΕφΚρ 25/1992, ΠΠρωτΛασηθ 340/1990)

1437/1999 (ΕφΚρ 719/1997, ΠΠρωτΗρακλείου)

1628/1999

808/2000 (ΕφΚρ 494/1999, ΜΠρωτΧαν 546/1998)

69/2001 (ΕφΚρ 707/1999,ΜΠρωτΧαν 189/1998)

212/2004 (ΤρΕφΚρ 149/2003)

220/2004 (ΕφΚρ 209/2001, ΠΠρωτΗρακλ 199/2000)

620/2004 (ΕφΚρ 618/1999, ΠΠρωτΗρακλ 148/1997)

1428/2004 (ΕφΚρ 490/2003, ΜΠρωτΡεθύμν 33/286/ΜΕΙ/43/2002)

1457/2004 (ΕφΚρ 610/1998, ΜΠρωτΧαν 298/1997)

381/2005 (ΕφΚρ 191/2002, ΜΠρωτΗρακλ 114/2001)

1117/2005 (ΕφΚρ 552/2003)

446/2007 (ΕφΚρ 591/2005, ΜΠρωτΗρακλ 537/2003)

613/2007 (ΕφΚρ 312/2004, ΠΠρωτΗρακλ 310/2003)

1437/2007 (ΕφΚρ 544/2000, ΠΠρωτΗρακλ 8/1982)

343/2008 (ΕφΚρ 193/2006, ΜΠρωτΡεθύμν 3/310/ΜΕΙ/55/2000)

859/2008 (ΕφΚρ 23/2005, ΠΠρωτΡεθύμν 28/2002)

988/2009 (ΕφΚρ 454/2007, ΜΠρωτΗρακλ 412/2006)

2208/2009 (ΕφΚρ 81/2008)

281/2010 (ΕφΚρ 6/2006, ΠΠρωτΧαν 210/2003)

823/2010 (ΕφΚρ 84/2007, ΠΠρωτΧαν110/2005)

1456/2010 (ΕφΚρ 610/2005, ΜΠρωτΗρακλ 56/2004)

638/2012 (ΕφΚρ 413/2009, ΠΠρωτΧαν 49/2005)

1787/2012 (ΕφΚρ 378/2004, ΠΠρωτΧαν 5/2003)

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ


135/1883

104/1900

45/1902

363/1902

159/1903

432/1903

102/1904

254/1904

474/1904

256/1906

95/1915 (ΠρωτΛασηθίου)

7/1916 

13/1919

46/1919

19/1920

38/1920

39/1920

59/1928 (ΠρωτΗρακλείου)

43/1929

98/1931

155/1934

211/1938

4/1939

78/1939

5/1940 (ΜΠρωτΗρακλ 32/1940)

44/1947

87/1947 

202/1947 (ΠρωτΧανίων)

28/1948 (ΠρωτΧανίων 128/46)

35/1952

213/1953

49/1955

55/1959

112/1964 (ΠρωτΗρακλείου)

13/1965 (ΠρωτΗρακλείου)

65/1965

138/1965

154/1965

132/1969

66/1975 (ΠΠρωτΧαν 155/1973)

78/1976 (ΜΠρωτΗρακλ 33/1975)

216/1987 (ΜΠρωτΗρακλ 73/1986)

354/987 (ΠΠρωτΗρακλ 87/1986) 

94/1990 (ΜΠρωτΧαν 34/1988)

121/1990

439/1992(ΜΠρωτΗρακλ 425/1991)

2/1993

15/1993

64/1993

86/1993

89/1993 

123/1993 (ΠρωτΧανίων)

153/1993

160/1993

212/1993 (ΠρωτΧανίων)

228/1993

247/1993

261/1994

279/1994

310/1994

436/1994

196/1995

117/2003 (ΠΠρωτΧαν 242/1989)

600/2003

631/2003 (ΜΠρωτΗρακλ 144/2001)

21/2005 (ΜΠρωτΧανίων 378/2003)

291/2005 (ΠΠρωτΧαν 202/2003)

503/2005 (ΠΠρωτΧαν 257/2002)

658/2005 (ΜΠρωτΧαν 21/2004)

41/2007

101/2007(ΜΠρωτΡεθύμνου )

191/2007 (ΜΠρωτΗρακλείου)

192/2007 (ΠΠρωτΗρακλείου) 

522/2007

5/2009 (ΜΠρωτΧαν 309/2008)

7/2009 (ΜΠρωτΧαν 56/2007)

317/2009 (ΜΠρωτΧαν 297/2007)


ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ


257/1960

10/1961 κατ’ έφεση

1794/1963

1021/1965

272/1984

87/1986

468/2001

104/2004

20/2007

254/2007

297/2007

376/2007


ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΣΗΘΙΟΥ


287/1949

242/1953

357/1956

6/1959

16/1959  κατ’ έφεση (ΕιρΑγΝικολάου 40/1957)

61/1966  κατ’ έφεση


ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟΥ


169/1966

118/2004

21/2007


ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ


68/1915

123/1947

79/2005

196/2005 κατ’ έφεση (ΕιρΚαντάνου)

53/2006 κατ’ έφεση (ΕιρΧανίων 2003)

45/2007

67/2007 κατ’ έφεση (ΕιρΧανίων)


 

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ


32/1940

169/2000

414/2001

385/2002

328/2003

3773/2003

660/2004

191/2010

1928/2010

50/2011

146/2011


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟΥ


925/2003

18/2009

96/2009


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ


77/1994 

109/1994

170/1994

45/2005

2549/2005

133/2008


ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ


412/1994

116/2005

323/2005

26/2006


Επιπλέον χρησιμοποήθηκαν στην εμπειρική ή/και θεωρητική έρευνα οι: ΑΠ 456/1979, ΟλΑΠ 88/1980, ΔιοικΕφΚρ 12/2005, ΤρΔιοικΠρΗρακλ 663/2003, ΤρΔιοικΠρΗρακλ 186/2003.

 

ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΕΣ  ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ  ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Οι αδημοσίευτες αποφάσεις που εντοπίστηκαν από τα αρχεία του Ινστι-τούτου Κρητικού Δικαίου, του Πρωτοδικείου Χανίων και του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης και αποτέλεσαν το δείγμα προς επεξεργασία, είναι κατά χρονολογική σειρά:

ΠΠρωτΧαν 89/1910 κατ’ έφεση (ΕιρΧανίων)

ΠΠρωτΧαν 90/1910 κατ΄έφεση (ΕιρΚολυμβαρίου)

ΕφΧαν  5/1914 (ΠρωτΡεθ 131/1912)

ΕφΧαν 14/1914 (ΠρωτΡεθ 933/1911)

ΕφΧαν 16/1914 (ΠρωτΡεθ 87/1912)

ΕφΧαν 22/1914 (ΠρωτΧαν 133/1912)

ΕφΧαν 28/1914 (ΠρωτΣφακ 111/1912)

ΕφΧαν 29/1914 (ΠρωτΡεθ 132/1912)

ΠΠρωτΧαν 801/1925

ΠΠρωτΧαν 828/1925


ΠΠρωτΧαν 853/1925

ΠΠρωτΧαν 867/1925

ΠΠρωτΧαν 879/1925

ΠΠρωτΧαν 894/1925

ΠΠρωτΧαν 686/1936

ΠΠρωτΧαν 688/1936

ΠΠρωτΧαν 691/1936

ΠΠρωτΧαν 699/1936

ΠΠρωτΧαν 705/1936

ΠΠρωτΧαν 713/1936

ΠΠρωτΧαν 853/1939

ΠΠρωτΧαν 864/1939

ΠΠρωτΧαν 882/1939

ΠΠρωτΧαν 885/1939

ΠΠρωτΧαν 902/1939

ΠΠρωτΧαν 955/1939

ΠΠρωτΧαν 964/1939

ΠΠρωτΧαν 971/1939

ΠΠρωτΧαν 635/1940

ΠΠρωτΧαν 700/1940

ΠΠρωτΧαν 29/1943

ΠΠρωτΧαν 44/1943

ΠΠρωτΧαν 47/1943 κατ’ έφεση (ΕιρΒάμου)

ΠΠρωτΧαν 69/1943

ΠΠρωτΧαν 72/1943

ΠΠρωτΧαν 92/1943

ΠΠρωτΧαν 114/1965

ΠΠρωτΧαν 139/1965

ΠΠρωτΧαν 160/1965

ΠΠρωτΧαν 7/1970

ΠΠρωτΧαν 18/1970

ΠΠρωτΧαν 385/1977

ΠΠρωτΧαν 388/1977

ΠΠρωτΧαν 393/1977

ΠΠρωτΧαν 141/1980

ΠΠρωτΧαν 338/1980 κατ’ έφεση

ΠΠρωτΧαν 354/1980.


  

***

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΌ ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΕΣ  ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

Από τις αδημοσίευτες αποφάσεις του δείγματος τα παρακάτω αποσπά-σματα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον πραγματολογικό, ιστορικό, νομι-κό.

ΕφΧαν 5/1914.

Αξίωση καταβολής αποζημίωσης για μισθώματα. Σύνθεση Μοναστηρια-κής Επιτροπής ν. Ρεθύμνης (εφεσίβλητος) από τον επίσκοπο Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου ως προέδρου και  τον πρόεδρο πρωτοδικών και εισαγγελέα Ρεθύμνης ως μελών. Αναφορά στο ψήφισμα 85/1911 και άρθρ. 776 Κρ.Αστ.Κώδ. Μη αναγνώριση οφειλής τόκων επί μη καθυστερούμενων μισθωμάτων στα πλαίσια πρόληψης κερδοσκοπίας και τοκογλυφίας Εντυπω-σιακή η χρήση μιας μόνο πρότασης για παράγραφο τριών σελίδων.

«...Επειδή ορίζοντος του άρθρου 776 του Αστικού Κώδικος ότι τόκος επί μισθωμάτων, εισοδημάτων διηνεκών ή προσκαίρων και άλλων προσόδων οφείλεται εάν συμφωνηθή τοιούτος ή εάν ζητηθή δι’ αγωγής και κατ’ αμφο-τέρας τας περιπτώσεις μόνον επί καθυστερουμένων τοιούτων επί ολόκληρον τουλάχιστον έτος η δε, επί πληρωμής τοιούτων τόκων συμφωνία πρέπει να γίνεται και η αγωγή να επιδίδεται μετά την λήξιν του έτους της καθυστερήσεως ή της χρήσεως, εκ της ερμηνείας του ρηθέντος άρθρου σαφώς εξάγεται, ότι τόκοι επί μισθωμάτων επιτρέπεται να ληφθώσι μόνον εάν προς τούτο καταρτίζεται ειδική συμφωνία, ή η αγωγή επιδίδεται μετά την λήξιν του έτους της καθυστερήσεως ή της χρήσεως και ότι αποκλείεται σύμβασις εκ των προτέρων, δι’ής συμφωνήται τόκος εν μέλλοντι  χρόνω επί μισθωμάτων μήπω καθυστερουμένων, η τοιαύτη δε του Νόμου απαγόρευσις ως επιδιώκουσα την πρόληψιν κερδοσκοπικών τοκογλυφικών είναι δημοσίας τάξεως και συνεπώς θίγει ου μόνον τους υπό το κράτος αυτού, αλλά και τους υπό το κράτος του παλαιού Νόμου συνομολογηθέντας αλλά και πραγματοποιηθέντας τόκους, τους σήμερον όμως επιδιωκομένους ενώπιον του Δικαστηρίου, επομένως εν προ-κειμένω ουχί ορθώς το πρωτοβάθμιον Δικαστήριον ...αφού δεν επικαλέσθη αύτη ούτε επίδοσιν αγωγής ούτε συμφωνίαν μετά την λήξιν του έτους της καθυστερήσεως αλλ’ επικαλέσθη μόνον σύμβασιν τελεσθείσαν υπό το κράτος του ισχύοντος αστικού κώδικος δι’ ης εκ των προτέρων συνεφωνήθη εν μέλλοντι χρόνω τόκος επί μισθωμάτων μήπω καθυστερουμένων αλλ’ η τοιαύτη εκ των προτέρων και προ της παραγωγής των μισθωμάτων συμφωνία περί πληρωμής τόκων εις αυτήν εν περιπτώσει μη καταβολής αυτών εκάστοτε κατά την ταχθείσαν προθεσμίαν βραχυτέραν  του έτους δεν αναπληρεί τας προϋποθέσεις του Νόμου, ίνα οφείλονται τόκοι επί μισθωμάτων...».

 

ΠΠρωτΧαν 867/1925.

Ευθύνη μεταφορέα για φθορά ή απώλεια εμπορευμάτων κατά τη μεταφορά. Έννοιες ακαταμάχητης δύναμης και ανώτερης βίας προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η απαλλαγή του μεταφορέα. Αναφορά στα άρθρα  987, 988 Κρ.Αστ.Κώδ. και 102 Εμπορικού Νόμου. Στην έννοια της ακαταμά-χητης δύναμης υπάγονται καταστάσεις που υπερβαίνουν την ανθρώπινη προσοχή και προβλεψιμότητα όπως πολεμικές συρράξεις, πυρκαγιά, έκρηξη, ξηρασία κ.α.

«...Συνήφθη μεταξύ των διαδίκων σύμβασις μεταφοράς των εν αυτή αναφερομένων εμπορευμάτων δια της εντεύθεν εις Ρέθυμνον, κατεβλήθη δε και το συμφωνηθέν αγώγιον, παρεδόθησαν τω εναγομένω όντι εξ επαγγέλ-ματος αγωγιάτη τα εμπορεύματα υπό του ενάγοντος ενταύθα, δεν απεδόθησαν όμως εν τω τόπω του προορισμού των εις τον ενάγοντα, όντα και παραλήπτην αυτών εκείσε, λόγω απωλείας και αιτείται υπό του ενάγοντος η πληρωμή της αξίας αυτών ως και του διαφέροντος. Ούτω διατυπουμένη η αγωγή νόμιμον έχει βάσιν (κατ’ άρθρον 102 εμπορ. Νόμου, 987,988 κρητ. αστικ. κώδ.) διότι οι μετακομισταί πραγματιών ή αγωγιάται, είτε αυτοί ούτοι αυτοπροσώπως, είτε δι’ υποκαταστάτων ανέλαβον την μετακόμισιν των παραδοθεισών αυτοίς πραγματειών, ευθύνονται δια πάσαν εξ οιουδήποτε πταίσματος αυτών, ή ελλεί-ψεως παραφυλάξεως επελθούσα εις εκείνας φθοράν ή παντελή καταστροφήν ή απώλειαν, πλην εάν αποδείξωσι ότι αύται οφείλονται εις ακαταμάχητον δύναμιν (άρθρο 102 εμπορ. νόμου) ήτις αυτή εστί η ανωτέρα βία, ότι απαλλάσ-σονται. Ο ισχυρισμός συνεπώς του εναγομένου ότι η απώλεια των πραγματιών οφείλεται εις το ότι ‘ο οδηγός του αυτοκινήτου απασχολούμενος με την διεύ-θυνσιν αυτού και ως εκ της θέσεώς του  ην κατέχετο επί του προσθίου μέρους, είναι φυσικώς και απολύτως αδύνατον αυτώ να παρακολουθή και τα γιγνό-μενα όπισθεν αυτού και δη επί της στέγης του αυτοκινήτου όπου συνήθως τοποθετούνται τα εμπορεύματα’ τυγχάνει απορριπτέος εφόσον τα περιστατικά ταύτα ουδόλως αποτελούσι την υπό του άρθρ. 102 εμπορ. Νόμου προβλεπο-μένην περίπτωσιν απαλλαγής του αγωγιάτου δι’ απώλειαν μεταφερομένων πραγματειών εξ ακαταμαχήτου δυνάμεως, ήτις λαμβάνει χώραν μόνον επί πραγμάτων, άτι να υπερβαίνουσι την ανθρωπίνην προσοχήν π.χ επί εισβολής πολεμίων, πυρκαϊάς, πλοίου εξ εκρήξεως (προκειμένου περί ναυτικών συμβάσεων), ξηράνσεως των δένδρων του μισθωθέντος κτήματος ένεκα νόσου... Εν προκειμένω όμως ουδαμού διαφαίνεται τοιαύτη ακαταμάχητος δύναμις, εφόσον ηδύνατο ο εναγόμενος έχων υπ’ όψιν του το είδος και τον τρόπον του μέσου δι’ ου ανελάμβανε την μεταφοράν των πραγματειών, να λάβη τα κατάλληλα προς ταύτην μέτρα αλλά και ώφειλε, ηδύνατο δε και να αρνηθή, ως έχει δικαίωμα την παραλαβήν και μεταφοράν τούτων, άπαξ όμως αναλαβών την μεταφοράν  έδει να εκτελέση ταύτην μετά πάσης προσοχής και επιμελείας και συνεπώς ευθύνεται...».  

 

ΠΠρωτΧαν 894/1925.

Καθορισμός διατροφής με βάση την κοινωνική θέση και οικονομική ευρωστία του συζύγου. Δεδικασμένο για την υπαιτιότητα του συζύγου από προγενέστερη δικαστική κρίση σχετικά με τη λύση του γάμου. Αόριστοι ισχυρισμοί σχετικά με την επαγγελματική κατάσταση του συζύγου. Ανα-φορά σε διατάξεις βυζαντινορωμαϊκού δικαίου (ν. 22 παράγρ. Πανδ. (23,3), ν. 20 Κώδ. (5.13), ν. 65 παράγρ. 16 Πανδ. (17.2), ν. 4 Πανδ. (43.30), ν. 7 Πανδ. (44.2), ν. 43 και 44 Πανδ. (50.16), ν. 41 Βασ. (2.3).

«…Υπαιτιότητι τούτου φερομένου προς αυτήν βαναύσως εξηναγκάσθη να εγκαταλίπη την συζυγικήν οικίαν…Μετά την τελεσιδίκως γενομένη κατα-ψήφισιν υποχρεώσεώς τινος ουδόλως εξετάζεται η αιτία αυτής ήτις είναι αυτή η τελεσίδικος απόφασις η δε περί τινός δικαίως δικάσασα απόφασις αποτελεί δεδικασμένον περί των δικαιωμάτων των εχόντων εκείνο ως αναγκαίαν προϋπόθεσιν …εν προκειμένω δε εφ’ όσον δια της υπ’ αριθμ. 596 έ.έ οριστι-κής και τελεσιδίκου αποφάσεως του δικαστηρίου τούτου εκρίθη τελεσιδίκως η υπαιτιότης του εναγομένου δια την εκ του συζυγικού οίκου αναχώρησιν της εναγούσης κατά τους εν τη β΄ σκέψει νόμους η υποχρέωσίς του προς παροχήν διατροφής εις αυτήν ήδη δε δια της κρινομένης αγωγής ζητείται διατροφή δια την αυτήν αιτίαν  ήτοι πρόκειται περί του αυτού δικαίου υπό την αυτήν ιδιότητα και μεταξύ των αυτών προσώπων επομένως πλήρως κατά την κρίσιν του δικαστηρίου έχει εφαρμογήν εις την συγκεκριμένην ταύτην περίπτωσιν η νομική αρχή του δεδικαιολογημένου κατά την νόμιμον περί τούτου αίτησιν της εναγούσης και δέον ένεκα τούτων να θεωρηθή πλήρως αποδεδειγμένη λόγω δεδικασμένου η βάσις αύτη της υπό κρίσιν αγωγής έτι δε μάλλον επιρρωνύει την υπαιτιότητα αυτού και το ομολογούμενον παρά του ιδίου γεγονός ότι η ενάγουσα ηθέλησε να επανέλθη εις την συζυγικήν οικίαν εκδηλώσασα επισή-μως την προς τούτο βούλησίν της αλλ’ ούτος ηρνήθη να την δεχθή… Το δικαστήριον καίτοι δέχεται ότι δεν συντρέχει και δια το μέρος τούτο της αγωγής η περίπτωσις του δεδικασμένου διότι απόφασις υποχρεούσα τον σύζυγον προς παροχήν τροφείων εφ’ όσον απαγγέλει την καταψήφησιν ταύτην δια το μέλλον και ουχί δι’ εφάπαξ καταβολής αλλά δια δόσεων περιοδικών ήρτηται από προϋποθέσεις και όρους οίτινες υπόκεινται εις μεταβολήν, αλλά εν προκειμένω τα υπό του εναγομένου προβαλλόμενα 1)ότι εργάζεται ως υπάλληλος εν Μιλάνω της Ιταλίας με μικρόν μισθόν και 2) ότι μέχρι Ιουλίου έ.έ. (έως ότου και ζητείται διατροφή) ήτο υπάλληλος του πατρός του και ουχί συνεταίρος του ουδόλως ωφελούσιν αυτόν διότι τυγχάνουσιν λίαν αόριστα και ανεπίδεκτα δικαστικής εκτιμήσεως ούτε δύνανται να μεταβάλωσιν την σχημα-τισθείσαν τότε κρίσιν του δικαστηρίου τούτου περί της περιουσιακής τούτου καταστάσεως ως υποχρέου προς διατροφήν και της κοινωνικής τάξεως της δικαιουμένης ταύτην αφ’ ού μάλιστα ως ο ίδιος ισχυρίζεται μέχρι του χρόνου καθ’ ον ζητείται η διατροφή ήτο εις ην θέσιν ευρίσκετο και κατά το χρονικόν διάστημα από 16-1-1925 μέχρι 16-2-1925 ούτε επικαλείται συγκεκριμένον τι και ουσιώδες γεγονός όπερ να επέφερε από της δικασθείσης περιόδου εις την σήμερον δικαζομένην τόσον ολίγον απέχουσαν τοιαύτην μεταβολήν εις την περιουσιακήν αυτού κατάστασιν ώστε να δικαιολογείται η εξαφάνισις του τεκμηρίου τούτου όπερ εκ της ως άνω τελεσιδίκου αποφάσεως ασφαλώς προκύπτει κατά ην κρίσιν του δκαστηρίου…».

 

ΠΠρωτΧαν 686/1936.

Σύμβαση δανείου. Προσβολή εγκυρότητας κατάσχεσης εις χείρας τρίτου. Άρθρα 1157, 1163, 1166, 1261 Κρ.Αστ.Κώδ. και 338 Κρ.Πολ.Δικ. Περιου-σιακό ωφέλημα που υπερβαίνει το ποσοστό του τόκου προσδίδει στη σύμβα-ση την ιδιότητα της τοκογλυφικής, συνεπαγόμενη ακυρότητά της. Η επίκλη-ση της εκμετάλλευσης ανάγκης του αντισυμβαλλόμενου προβάλλεται ως ‘εκ περισσού’.

«…Αποδεικνύεται η χορήγησις του δανείου προς τον εναγόμενον εκ δραχ-μών…, η υπόσχεσις πληρωμής τόκων προς 18% και η συμφωνία πληρωμής νομίμου τόκου την υπερημερίαν εννοουμένην ως άνευ οχλήσεως μετά την πάροδον της τριμήνου προθεσμίας, επίσης δε η εγγύησις του δευτέρου εναγο-μένου υποσχεθέντος να ευθύνηται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον μετά του πρωτοφειλέτου. Ήτοι αποδεικνύεται η αγωγή καθ’ όλους περιοριστέα δε μόνον τυγχάνει αύτη ως προς το κονδύλιον των τόκων οίτινες υπολογιζόμενοι νομίμως κατά τα εκάστοτε ισχύοντα επιτόκια υπερημερίας ανέρχονται εις δραχμάς 2602 βάσει κεφαλαίου 5800 εκ τούτων δε αφαιρουμένων δραχμών 500 ας ομολογεί ο ενάγων ότι έλαβε, μόνον υπόλοιπον τόκου εκ δραχμών 202. Επειδή οι εναγόμενοι ενίστανται ότι ο ενάγων εκμεταλλευόμενος την γνωστήν εις αυτόν ανάγκην του πρώτου εξ αυτών προσεφέρθη και εδάνεισεν τούτον λαβών ως τόκον πέραν του νομίμου 800 δραχμάς ας συνυπελόγισεν ως δανεισθέν κεφάλαιον ενώ το πράγματι μετρηθέν αυτώ ποσόν ήσαν 5000 δραχμάς.  Ήτοι αύτη η ένστασίς του είναι νόμω βάσιμος κατά το άρθρον 3 του Ν.Γ και Λ.Ζ εκ περισσού δε περιελήφθησαν εν αυτή και γεγονότα ιστορικήν μόνον αξίαν έχοντα ήτοι ότι έλαβε χώραν εκμετάλλευσις της γνωστής εις τον ενάγοντα ανάγκης του οφειλέτου διότι ως προκύπτει σαφώς εκ του άρθρου τούτου επί δανείου μόνη η παρά  του δανειστού επίτευξις περιουσιακού ωφελήματος υπερβαίνοντος τω εν άρθρω 1 του Ν.Γ και Λ.Ζ ποσοστόν τόκου αρκεί να προσδώση την ιδιότηταν του τοκογλυφικού συνεπαγομένη ακυρότητα τούτου κατά το υπερβάλλον μη προσαπαιτουμένης και εκμεταλλεύσεως των άλλων όρων οίτινες αξιούνται επί των άλλων εν τω νόμω μνημονευομένων αμφοτεροβαρών πιστωτικών συμβάσεων καθ΄ας συνομολογούνται εκατέρωθεν δυσανάλογαι παροχαί και καθάς το επαχθές και δυσανάλογον αντάλλαγμα δεν παρέχεται αμέσως αλλά ο λαμβάνων την ευτελήν παροχήν υπόσχεται όπως μεθ’ ωρισμένην προθεσμίαν παράσχη τούτο  και οίτινες υπόκεινται μόνον εις διάρρηξιν εντός 5 ετών…».

 

ΠΠρωτΧαν 705/1936.

Αναγνώριση κυριότητας. Κατάληψη μέρους αγρού κειμένου στο Γαλατά από εναγόμενους νομείς κακής πίστης. Ένσταση εναγομένων ότι προηγή-θηκε από πληρεξούσιο ενάγουσας που ήταν κάτοικος Αφρικής η πώληση του αμφισβητουμένου τμήματος. Αναφορά πραγματολογικών στοιχείων για τον προσδιορισμό ακινήτου. Παραπομπή (και) σε διατάξεις β/ρωμαϊκού δικαίου, ν. 45 Πανδ. (29.2), ν. 42 Βασ. (19.11).

«…Επειδή οι εναγόμενοι κοινώς ενεργούντες κατέλαβον μέρος εκ του ως άνω κτήματός μου κείμενον προς το ανατολικόν μέρος αυτού εκτάσεως εννέα κοιλών  και συνορευόμενον κτήμασι Α.Χ  με ημιονικήν οδόν Χανίων Χ. και αγροτικών φυλακών Αγυάς από του έτους 1928 και ενεργούσι επί αυτού διακατοχικάς πράξεις αυθαιρέτως και άνευ ουδενός δικαιώματος…Σχετικώς με την έκτασιν του πωληθέντος και παραδοθέντος πράγματος προταθείσαν παρά των εναγομένων ήτις υπήρξε εν τη παρούση δίκη το κυρίως επίμαχον ζήτημα και περί ης διετάχθησαν αποδείξεις εις βάρος των προτεινάντων , αν η παρ’ αυτών κατεχομένη έκτασις ταυτίζεται με την πωληθείσαν αυτοίς παρά της εναγούσης μη αμφισβητούσης την τοιαύτην πώλησιν…η ενάγουσα επώλησεν δι’ αντιπροσώπου της το 1922 προς τον Ι.Κ εναγόμενον … κτήμα ιδιοκτησίας της περιλαμβάνον μίαν άμπελον…εκτάσεως δεκαπέντε εργατών …οι συμβλη-θέντες δια του υπ’ αριθμ…συμβολαίου και επεξηγούντες τα προς βορράν της αμπέλου ταύτης σύνορα ώρισαν ότι ταύτα θα είναι ‘ουχί αορίστως …ούτως ώστε εντός των ορίων αυτών περιλαμβάνεται και παράρτημα συνεχόμενου αγρού δεκαπέντε έως είκοσι οκάδων  ως έγγιστα’ αυξήσαντες άμα και το τίμημα από τέσσαρας εις έξι χιλιάδας δραχμάς. Φαίνεται όμως ότι είτε εκ δόλου τινός των συμβληθέντων είτε εκ λάθους περί  τον καθορισμόν της εκτάσεως του πωληθέντος, η έκτασις η περικλειομένη υπό των εν τοις συμβο-λαίοις τούτοις ορίων είναι υπερδεκαπλασσία της εν αυτοίς αναφερομένης… Δια του δευτέρου συμβολαίου οι συμβληθέντες  απέβλεψαν κυρίως εις τα όρια της πωλουμένης εκτάσεως και όχι εις την έκτασιν αυτής εν τοιαύτει δε περιπτώσει δεν επηρεάζεται το κύρος της συμβάσεως τόσον κατά τας διατάξεις των 45 Πανδ.(29.2), Ν. 42 Βασ.(19.11), όσον και κατά την διάταξιν του άρθρου 844 του Κρητικού Αστικού Κώδικος καθ΄ο παράχεται μόνον δικαίωμα εις τον πωλητήν να ζητήση αύξησιν του τιμήματος ανάλογον προς την προκύψασαν επιπλέον διαφοράν εκτάσεως…Επειδή η ενάγουσα αντενίσταται ήδη ότι και αν θεωρηθή ότι η επίδικος έκτασις περιλαμβάνεται εις την παρά του πληρεξουσίου της πωληθείσαν τοιαύτην εις τους εναγομένους πάλιν η τοιαύτη πώλησις είναι άκυρος διότι ο ως πληρεξούσιός της συμβληθείς  μόνον άμπελον είχεν εντολήν να πωλήση ουχί δε και αγρόν οίος ο επίδικος… Επομένως η τοιαύτη πώλησις είναι άκυρος κατά το άρθρον 129 του Κρητ. Αστ. Κώδικος καθ’ ο άνευ ρητής και ειδικής εντολής δεν δικαιούται πληρεξούσιος διορισθείς τοιούτος να εκποιήση περιουσίαν του εντολέως. Μόνον δι’ ενστάσεως να καλυφθή η τοιαύτη ακυρότης κατά τα άρθρα 134 και 142 του Κώδικος  τοιαύτην όμως δεν επικαλούνται οι εναγόμενοι…».

 

ΠΠρωτΧαν 713/1936.

Διάρρηξη δικαιοπραξίας λόγω υπερόγκου βλάβης. Ακύρωση πωλητηρίου συμβολαίου ως υποκρύπτοντος αισχροκερδές αντίτιμο. Εκμετάλλευση γνω-στής στον αγοραστή ανάγκης πωλήτριας. Αναφορά στο ν. ΓΩΛΖ/1911, άρθρ. 3, Ποινικό Νόμο, άρθρα 434, 435 και Κρ.Αστ.Κώδ., άρθρα 87, 905, 906, 908.

«…Να κηρυχθή άκυρον το υπ’ αριθμ. 8922 της 6 Μαϊου 1934 συμβόλαιον του συμβολαιογράφου Καστελλίου Κισσάμου Κ.Κ. ως και η δι’ αυτού συνομο-λογηθείσα αγοραπωλησία ως καλύπτον τοκογλυφικήν σύμβασιν. Επιβοηθη-τικώς δε να κηρυχθή άκυρον το αυτό συμβόλαιον ως και η δι’ αυτού συνομο-λογηθείσα αγοραπωλησία λόγω υπερόγκου βλάβης και να υποχρεωθή ο αντί-δικος να της αποδώση τα εν τω ιστορικώ αναφερόμενα ακίνητα κτήματά της… Η ενάγουσα εδανείσθη και έλαβε παρά του εναγομένου δρχ. 15000 έχουσα απόλυτον ανάγκην τούτων όπως προλάβη αναγκαστικήν εκποίησιν της ακινήτου περιουσίας εκ μέρους του πιστωτού Σ.Ξ με  προθεσμίαν πληρωμής  εννέα μηνών. Ούτος όμως (ο εναγόμενος) εκμεταλλευόμενος την γνωστήν εις αυτόν ανάγκην της εναγούσης, την ψυχικήν της έξαψιν και την σωματικήν της αδυναμίαν, κουφότητα και αναπηρίαν,  ηξίωσε  παρ’ αυτής αντί δανειστικού συμβολαίου να συνταχθή το υπ’ αριθμ. 8922 πωλητήριον συμβόλαιον του συμβολαιογράφου Καστελλίου Κισσάμου Κ.Κ. δια του οποίου μετεβίβασεν εις αυτόν την κυριότητα των εν τη αγωγή κτημάτων, αντί του δανεισθέντος ποσού εν ώ η αξία τούτων ανήρχετο εις δραχμάς 54000. Επιδιώκεται δε δι αυτής η ακύρωσις του ανωτέρω συμβολαίου ως υποκρύπτοντος αντίτιμον αισχρο-κερδές ή τουλάχιστον να υποχρεωθή ο εναγόμενος να καταβάλη εις την ενάγουσαν δραχμάς 39000 καθ ό ποσόν ήτο αισχροκερδές το υποκρυπτόμενον δάνειον..».

 

ΠΠρωτΧαν 964/1939.

Διάλυση αγοραπωλησίας πετρελαιομηχανής. Συμφωνία για υποχρέωση συμβαλλόμενων να αναλάβουν την παροχή τους. Απορρίπτεται η αγωγή για απόδοση τιμήματος, επειδή κρίθηκε εύλογη η άρνηση του ενάγοντα με δεδομένη την προγενέστερη ανάληψη εκ μέρους του ευθύνης από συναλ-λαγματική.

«… Επειδή ο εναγόμενος ευθύς εξ αρχής επρότεινεν ένστασιν όρου περιλη-φθέντος εν τω συμφωνητικώ, αν η μηχανή δεν θα ελειτούργη, υπεχρεούντο οι συμβληθέντες να διαλύσωσι την σύμβασιν αναλαμβάνοντες έκαστος την παροχήν του. Πράγματι εκ του προσαγομένου συμφωνητικού προκύπτει ότι υπάρχει τοιούτος όρος κρίνει δε το δικαστήριον ερμηνεύον αυτό εν τω συνόλω του, ότι δι’ αυτού απέκλεισαν οι συμβληθέντες οιανδήποτε άλλην αξίωσίν των περί αποζημιώσεως. Περαιτέρω ισχυρίσθη ο εναγόμενος ότι εις εκτέλεσιν του όρου τούτου προσεφέρθη να παραλάβη την μηχανήν αποδίδων ό,τι εισέπραξεν από τον ενάγοντα αλλά ούτος ηρνήθη. Επ’ αυτού οι άνω μάρτυρες καταθέ-τουσιν ότι δεν έφερε αντίρρησιν ο εναγόμενος όπως παραλάβη εκ νέου την μηχανήν, τουναντίον εκάλεσε και καρραγωγέα, ενώπιον του ενάγοντος, εις ον ανέθεσεν να μεταβή προς παραλαβήν ταύτης. Η μη παραλαβή της οφείλεται εις άρνησιν του ενάγοντος να την παραδώση αξιούντος όπως τω αποδοθώσιν όχι μόνον αι 4000 δραχμαί, τας οποίας είχεν καταβάλη εις τον εναγόμενον χαρακτηριζομένας ‘ως καπάρο’ αλλά και αι 10500 δι’ ας είχεν αποδεχθή συναλλαγματικήν εκδοθείσαν υπό του εναγομένου πληρωτέαν την 26 Νοεμ-βρίου 1936, ως προκύπτει εκ του συμφωνητικού. Εκτός ότι εν τω συμφωνη-τικώ ορίζεται ότι αν η μηχανή δεν είναι εν τάξει είναι υποχρεωμένος να την πάρη πίσω με δικά του έξοδα και να δώση το καπάρο εις τον αγοραστήν ήτοι 4000 δραχμάς, η δικαιολογία ην προβάλλει ο ενάγων δια την αξίωσίν του όπως τω αποδοθή ολόκληρον το τίμημα των 14.500 δραχμών δεν είναι βάσιμος. Ισχυρίζεται ούτος ότι ο εναγόμενος μετεβίβασεν την συναλλαγμα-τικήν δι’ οπισθογραφήσεως στον Κ.Π. όστις ήσκησεν αγωγήν κατ’ αυτού, ως πληρωτού. Όπως εκ της σχετικής αγωγής, ην προσάγει εν κεκυρωμένω αντι-γράφω προκύπτει ότι αύτη ηγέρθη πολύ βραδύτερον ήτοι την 8 Φεβρουαρίου 1937 και ότι εναγόμενος εν αυτή είναι όχι μόνον ο πληρωτής αλλά και ο οπισθογραφήσας αυτήν (ήδη εναγόμενος). Δεν προκύπτει ποία ήτο η έκβασις της δίκης εκείνης και τις υπεχρεώθη εις πληρωμήν και αν επλήρωσεν και ποίος, προκύπτει όμως ότι ο πωλητής διέτρεχε τον κίνδυνον να πληρώση και την συναλλαγματικήν αν ο κομιστής προυτίμα να εκτελέση απόφασιν κατ’ αυτού και τον αγοραστήν αν τω απέδιδεν και τας 14500 δραχμάς τας οποίας επομένως ευλόγως ηρνείτο να αποδώση, ενώ αντιθέτως ο πληρωτής ηδύνατο να αποκρούση την συναλαγματικήν αγωγήν προτείνων την ένστασιν εξοφλή-σεως της συναλλαγματικής και τούτον ηδύνατο να αξιώση από τον πωλητήν εφόσον δεν ευρίσκετο εις χείρας του η συναλλαγματική ήτοι την λήψιν παρ’ αυτού εξοφλητικής αποδείξεως αυτής. Μη αποδεικνυομένης ούτω αρνήσεως του εναγομένου προς διάλυσιν της αγοραπωλησίας αλλά τουναντίον προκυπτούσης προσφοράς αυτού όπως συμμορφωθή προς τους όρους της συμφωνίας, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίσιν αγωγή…».

 

ΠΠρωτΧαν 971/1939.

Αναγνώριση διατάραξης χρήσης ύδατος. Πραγματικά περιστατικά για την πολύτιμη συμβολή του νερού στην αγροτική ανάπτυξη και χρονικά όρια διαχείρισής του. Διανεμητήριο ύδατος. Αναγνώριση εναλλακτικής δυνατό-τητας εναγόμενου να ικανοποιεί τις ποτιστικές ανάγκες των κτημάτων του και από άλλες πηγές.

«…Απεδείχθησαν τελείως τα επιβληθέντα εις τον ενάγοντα θέματα αποδείξεως. Η μάρτυς του ενάγοντος Α.Π, νύμφη του αδερφού του εναγο-μένου καταθέτει ότι από τότε που επήγε νύμφη (1896) μόνον τον ενάγοντα βλέπει να ποτίζη από το επίδικο νερό, το οποίον διοχετεύεται εις μίαν στέρναν. Ο μάρτυς του ενάγοντος Χ.Τ καταθέτει ότι εις θέσιν Λίμνη υπάρχει μίαν πηγή και δια χειροποιήτου αύλακος πηγαίνει το νερό εις την στέρναν. Ο αύλαξ υπάρχει προ 40 ετών και δι αυτού ποτίζει ο ενάγων και επότιζε προ 30ετίας και ο αποβιώσας πατήρ του Α.Π. Ο μάρτυς του ενάγοντος Ι.Λ 50 ετών διδά-σκαλος, καταθέτων τα αυτά ως ο ανωτέρω μάρτυς Χ.Τ προσθέτει ότι ο ενάγων εχρησιμοποίει το επίδικον ύδωρ επί 22 ώρας εις εκάστην περίοδον 13 ημερο-νυκτίων. Κατά τον μάρτυραν τούτον ο εναγόμενος δεν έχει δικαίωμα να ποτίζη από το επίδικον νερόν από το οποίον μόνον κατά τα τελευταία έτη επότιζε, καθ’ ον λόγον και ήρχισαν έκτοτε μεταξύ των διαδίκων φιλονικείαι και δικαστικοί αγώνες του εναγομένου παρακωλύοντος την ελευθέραν εκ μέρους του ενάγοντος χρήσιν του ύδατος…ημπορεί (ο εναγόμενος) να ποτίζη το αυτό κτήμα και από άλλας δύο πηγάς διότι έχει και εξ αυτών τοιούτον δικαίωμα… Εκ της τότε αποδεικτικής διαδικασίας καθ’ ην εξητάσθησαν 15 μάρτυρες και εις ην έλαβεν μέρος, γνωρίζει ότι ο ενάγων και ο αποβιώσας πατήρ του Α.Π., από  30ετίας ενέμετο το επίδικο νερό. Σχετικώς δε υφίστατο  από του  1907 διανεμητήριον του ύδατος καθ’ ο έλαβε το δικαίωμα ο Α.Π. να ποτίζη επί 22 ώρας. Τούτο βεβαιοί και ο προηγούμενος μάρτυς Ι.Λ. του οποίου η αξιοπιστία ως και του παρόντος μάρτυρος δεν ετέθησαν εν αμφιβολία υπό του εναγο-μένου… Αναγνωρίζει εις τον ενάγοντα το δικαίωμα όπως το ύδωρ της εις την κτηματικήν περιφέρειαν του χωρίου Κακοδικείου Σελίνου και εις την θέσιν «Λίμνη» πηγής της αναβλυζούσης εκ του αγρού του Κ.Π. και ης τα ύδατα διοχετεύονται εις  παρακείμενην δεξαμενήν, χρησιμοποιή προς ποτισμόν των κτημάτων του αποκλειστικώς ο ενάγων επί είκοσι δύο (22) ώρας κατά περίοδον δεκατριών (13) ημερονυκτίων καθ’ όλον το από 1 Μαρτίου μέχρι Οκτωβρίου χρονικόν διάστημα εκάστου έτους και κατά τας εξής ώρας: Κατά μήνα Μάρτιον την 1ην αυτού και ώραν 11π..την 16ην και ώραν 6π.μ. και την 28ην και ώρα 1π.μ., τον Απρίλιον την 10ην και ώρα 8π.μ. την 13ην και ώρα 3μμ., τον Μάιον…» 

 


ΠΠρωτΧαν 635/1940.

Μη αναγνώριση κυριότητας τμήματος ακινήτου. Προφανής μη συναγωγή κυριότητας με βάση επιτρεπόμενες από πωλητήριο συμβόλαιο διακατοχικές πράξεις. Επίκληση Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού.

«…Ουδόλως προκύπτει ότι η πωληθείσα εις την ενάγουσα οικία εξ ενός δωματίου μετά ενός μικρού κήπου έξωθεν αυτής ευρισκομένου (κατά την εν τω συμβολαίω τούτω περιγραφήν)έχει και αυλήν προς Δυσμάς, εν δε τω πρώτω αναφέρεται ότι πωλείται εις ταύτην το ½ μιας ισογείου οικίας  απαρτιζομένης εξ ενός δωματίου μετά ενός μικρού κηπαρίου έξωθι ταύτης ευρισκομένου, ως και ενός ‘τεμαχίου’ αυλής προς το Δυτικόν ταύτης μέρος, εξ ού συνάγεται ότι ουχί ολόκληρος ο προς Δυσμάς χώρος αλλά ‘τεμάχιον΄μόνον, μη προσδιοριζόμενον ακριβέστερον, της προς το Δυτικόν μέρος αυλής επωλήθη εις ταύτην, όπερ προφανώς είναι το προς την ταράτσαν της οικίας του εναγομένου και μέχρι του παραθύρου της οικίας της εναγούσης, ήτοι εις μήκος μέχρι δύο μέτρων και εις πλάτος καθ’ όλον τον χώρον τον υπάρχοντα μεταξύ των οικιών των διαδίκων. Τούτο συνάγεται εκ του αυτού ως άνω υπ’ αριθμ. 2780/1931 συμβολαίου δι’ ού επετράπη εις την ενάγουσαν να ‘επακουμβήση τούβλα εις το τσιμέντο της ταράτσας της οικίας του πωλητού (ήδη του εναγομένου) και μέχρι του παραθύρου της πωλουμένης οικίας (δηλαδή της οικίας της εναγούσης) ήτοι δύο μέτρα το ανώτατον όριον μήκους’, προσδιορισθέντος ούτω, εμμέσως και του μήκους της πωληθείσης προς Δυσμάς της οικίας αυλής, δια την οικοδόμησιν τυχόν της οποίας επετράπη εις την ενάγουσαν η χρησιμοποίησις αντιστοίχου τμήματος της οικίας του εναγομένου…».

 

ΠΠρωτΧαν 29/1943.

Παράδοση υπόλοιπων συμφωνημένων πραγμάτων (χαρουπιών) και καταβολή αποζημίωσης. Ανταγωγική αξίωση για επιστροφή σάκκων που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά των χαρουπιών. Κρίση ότι  η συγκε-κριμένη δικαιοπραξία που στηρίχτηκε σε υπέρβαση καθορισμένων διατιμή-σεων και αφορούσε σε προϊόντα διατροφής -σε περίοδο κατοχής- δεν είναι άκυρη ως αισχροκερδής και αντίθετη στα χρηστά ήθη. Ερμηνεία της έννοιας των χρηστών ηθών σε περίοδο λιμοκτονίας του ελληνικού λαού. Εντοπισμός και θετικών αποτελεσμάτων στην τακτική της υπέρβασης των καθορισμένων τιμών αφού διατίθενται τα αποθέματα  προς κατανάλωση. Αποδοχή της αντίστοιχης ερμηνείας των γερμανικών δικαστηρίων κατά τη διάρκεια του β’ παγκόσμιου πολέμου (!) σχετικά με την αντίθεση στα συμφέροντα της πατρί-δας.

«...Τιμωρείται με τας ποινάς του άρθρου 36 όστις απαιτεί προς πώλησιν τροφίμων ή ειδών γενικώς εξυπηρετούντων βιωτικάς ανάγκας εις τιμάς, υπερβαινούσας τας καθωρισμένας διατιμήσεις εις τας αυτάς δε ποινάς υπόκειται και όστις επί σκοπώ κέρδους δια μεταπωλήσεως ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον, αγοράζει εις τιμάς υπερβαινούσας τας δια των αγορανομικών διατάξεων διατιμήσεις...κολάζεται ποινικώς η πώλησις και η αγορά βιωτικών αγαθών εις σημαντικάς ποσότητας εις τιμάς ανωτέρας των υπό των αρχών καθοριζομένων, τούτο δε ίνα αποφεύγηται η συγκέντρωσις αυτών εις ολίγας χείρας και αποσοβήται η ύψωσις των τιμών δια της προσφοράς αυτών κατόπιν εις την κατανάλωσιν εις μικράς ποσότητας...Εξεταστέα όμως κατά τα ανωτέρω εστίν αν η τοιαύτη δικαιοπραξία η συναπτομένη με τιμάς υπέρ την διατίμησιν είναι εντελώς άκυρος ή μόνον ως προς τυ υπερβάλλον. Εν Γερμανία εγεννήθη το πρώτον το ζήτημα κατά τον παρόντα παγκόσμιον πόλεμον ομοφώνως δε ελύθη τούτο υπό των Δικαστηρίων ότι  μία τοιαύτη σύμβασις δεν είναι άκυρος αλλά θα ισχύση της εν αυτή περιλαμβανομένης τιμής καταβιβαζομένης εις το δια της διατιμήσεως καθοριζόμενον όριον... η υπέρβασις των καθορισθεισών τιμών δεν έχει ως συνέπειαν την ακυρότητα διότι δια του καθορισμού των τιμών δεν πρέπει να επιτυγχάνεται μόνον το αρνητικόν αποτέλεσμα, δι’ ου ουδεμία βελτίωσις θα επήρχετο αλλά και το θετικόν τοιούτον  να διατίθενται τα διαθέσιμα αποθέματα εις κατανάλωσιν, πάσα δε δικαιοπραξία ήτις παραβιάζει τον νόμον περί καθορισμού ανωτέρου ορίου τιμών δεν πρέπει να θεωρήται ανήθικος, αλλά μόνον εκείνη καθ’ ην οι συμβαλλόμενοι  χάριν του οφέλους των ωρμήθησαν εκ του σκοπού όπως το πωληθέν πράγμα απομονωθή του επισιτισμού του λαού δι’ ον ήτο αναγκαίον ότε η συμπεριφορά των συμβληθέντων παρίσταται ως εν γνώσει και ιδιοτελώς εις τα συμφέροντα της πατρίδος... Η αύτη αρμόζη και παρ’ ημίν ...αφού σκοπός των συμβαλλομένων εστίν όχι η απόκρυψις αλλά η βιομηχανοποίησις επί σκοπώ κέρδους και καταβολή των αγορασθέντων χαρουπίων ες χαρουπόμελον και η διοχέτευσις αυτού εις κατανάλωσιν...».

 

ΠΠρωτΧαν 47/1943.

Έφεση κατ’ απόφασης Ειρηνοδικείου Βάμου. Διατάραξη νομής δουλείας διόδου. Η αδυναμία διέλευσης ζώων από τη δίοδο θέτει σε αμφιβολία την ύπαρξη δουλείας διόδου. Έννοια αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας. Παρα-πομπή (και) σε διατάξεις Οθωμαν. Κώδ., άρθρα 6, 1224, 1927.

«…Εξαιρετικώς εθεσπίσθη ότι επί των δικαιωμάτων υδραγωγείου και εκροής υδάτων, ο αμνημόνευτος χρόνος είναι παραγωγικός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, επιβάλλων τον σεβασμόν και την διατήρησιν της έκπαλαι, ήτοι εφ΄ όσον εξικνείται η μνήμη των ανθρώπων, δημιουργηθείσης ως υφισταμένης πραγματικής καταστάσεως λόγω του σεβασμού όν δέον να έχωσι οι μεταγενέ-στεροι προς τας πράξεις των νεωτέρων (άρθρ. 6 Οθωμ. Κώδ. ‘Το αρχαίον αφήνεται εις την αρχαιότητά του’). Δια την ύπαρξιν δε της εξ αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητος κατά την επικρατεστέραν γνώμην, αρκεί το μεν η θετική απόδειξις ότι η παρούσα κατάστασις υπήρχεν αδιακόπως κατά την τελευταίαν τεσσαρακονταετίαν προ της ισχύος του αστικού κώδικος ήτοι επί ολόκληρον γενεάν, το δε αρνητική τοιαύτη ότι και κατά την προηγουμένην γενεάν δεν ήτο γνωστόν  ότι υπήρχεν εναντία των πραγμάτων κατάστασις. Τούτων δεδομένων νομίμως στηρίζεται το δικαίωμα του ενάγοντος επί της ούτω κτηθείσης εξ αμνημονεύτου χρόνου δουλείας παρόδου… Η δουλεία είχε αποκτηθή υπέρ του κτήματος των εναγόντων προ της δημοσιεύσεως της ισχύος του Αστ. Κώδ. διότι ούτοι μετά λόγου γνώσεως αναφέρουν ότι την κατάστασιν αυτήν εγνώριζον ανέκαθεν, είναι δε πάντες ούτοι μεγάλης ηλικίας ώστε να είναι εις θέσιν να γνωρίζωσι τα περιστατικά ταύτα, το πλέον αμφισβητούμενον δε ζήτημα είναι αν δύνανται ζώα φέροντα φορτίον να διαβώσιν εκ της διόδου ως αύτη δια των πασσάλων διεμορφώθη. Εκ των μαρτύρων όμως και τούτο το ζήτημα εβεβαιώθη και αρκούντως απεδείχθη κατά την εκ των ενόντων κρίσιν  του Δικαστηρίου τούτου διότι καταθέτουσιν ούτοι ότι έπρεπε οι πάσσαλοι εφ’ ων το συρματόπλεγμα να τοποθετηθώσιν εις απόστασιν τριάκοντα εκατοστών επί πλέον του σημείου εφ’ ού ενεπήχθησαν κατ’ αρχάς…».

 

ΠΠρωτΧαν 72/1943.

Αναγνώριση κυριότητας. Κακής πίστεως νομέας. Γνώση της έλλειψης δικαιώματος. Ανταλλαγή ελληνοτουρκικών πληθυσμών.

«…Τούτο αρχικώς κατείχετο νομίμω τίτλω, καλή πίστει και διανοία κυρίου παρά της ανταλλαγείσης Μουσουλμανίδος θυγατρός Ε.Κ χήρας Μ. ασκούσης τας διακατοχικάς πράξεις επ’ αυτού συνεχώς επί πεντηκονταετίαν τουλάχιστον επί συνεχή εικοσαετίαν προ της ενάρξεως της ισχύος του περί της αναστολής των παραγραφών ΔΞΗ΄ Νόμου μέχρι της ανταλλαγής των ελληνοτουρκικών πληθυσμών κατόπιν δηλώσεώς της κατελήφθη υπό του ελληνικού δημοσίου αρμοδίας υπηρεσίας, ως ανταλλάξιμον και η υπηρεσία παρεχώρησε τούτο δυνάμει  του υπ αριθμ πρωτοκόλλου παραδόσεως προς την διαχειρίστριαν των εξ ανταλλαγής εις το Δημόσιον περιελθόντων ακινήτων Εθνικήν Τράπεζαν της Ελλάδος, που ως είρηται ηγοράσθη υπό της δικαιοπαρόχου μου, ότε ο αντίδικος επωφελούμενος της απουσίας εκ Χανίων της δικαιοπαρόχου μου κατέλαβεν τούτο και ότε μετά την αγοράν του υπ’ εμού επί διακατοχικήν τινά πράξιν, εζήτησεν την λήψιν παρά του Ειρηνοδικείου Χανίων προσωρινών μέτρων και με απέβαλεν εκ τούτου ως τελευταίος κάτοχος. Επειδή ο αντίδικος από της καταλήψεως και  μέχρι σήμερον  εξακολουθών να κατέχη το επίδικον οικόπεδον είναι κακής πίστεως ως διατελών εν γνώσει των ανωτέρω και γνωρίζων ότι άνευ δικαιώματος κατέχει το οικόπεδον τούτο επομένως δέον αναγνωριζομένου εμού κυρίου να απόβληθή εκ του οικοπέδου μου τούτου, διατασσομένης εν αυτώ της εγκαταστάσεώς μου…».

 

ΠΠρωτΧαν 338/1980.

Καταγγελία εμπορικής μίσθωσης. Απόφαση σε δεύτερο βαθμό επί εφέσεως αποφάσεως Ειρηνοδικείου. Κρίση ότι η καταγγελία της μίσθωσης από την ενάγουσα δεν έγινε κατά κατάχρηση δικαιώματος αφού το μίσθιο προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί για εμπορία από το σύζυγό της για τον οποίο πείσθηκε (το Δικαστήριο) ότι είχε τέτοιο σκοπό.

«...Την 6-2-1979 η ενάγουσα επέδωσεν εις τον εναγόμενον έγγραφον καταγγελίαν της μεταξύ του τελευταίου και αυτής συναφθείσης κατά τα άνω εμπορικής μισθώσεως και ητήσατο την απόδοσιν του  μισθίου από 6-8-1979 επί τω τέλει χρήσεως αυτού προς εμπορίαν υπό του συζύγου της Α.Μ. ο οποίος πράγματι προτίθεται να χρησιμοποιήση τούτο ως κατάστημα πωλήσεως τουριστικών ειδών, καθ’ όσον απογοητευθείς ούτος από το επάγγελμα του ναυτικού, το οποίον ήσκησεν επί πολλά έτη, κατά την διάρκειαν των οποίων εδοκιμάσθη και από τρία ναυάγια, εγκατέλειψε τούτο από έτους και ήδη είναι άεργος έχων περαιτέρω ως εκ της ηλικίας του, νεωτέρας των 60 ετών και της καλής καταστάσεως της υγείας το την δυνατότητα ιδιοχρήσεως του ειρημένου καταστήματος  προς τον ειρημένον σκοπόν. Συνεπώς, δια τον ανωτέρω αληθή λόγον χωρήσασα η καταγγελία της ειρημένης μισθώσεως, επέφερε τα έννομα αποτελέσματα αυτής, εν οις και κυρίως την λύσιν της μισθώσεως, υποχρεου-μένου εντεύθεν εις απόδοσιν της χρήσεως του μισθίου του εναγομένου μισθωτού, η ως προς τον οποίον εξάλλου, οφειλομένη υπό της εναγούσης αποζημίωσις εξ οκτώ μηνιαίων μισθωμάτων, ορθώς καθωρίσθη υπό της εκκαλουμένης εις 14 τοιαύτα καλύπτοντα τας δαπάνας μεταστεγάσεως της ως άνω επιχειρήσεως εκείνου. Προς τούτοις λεκτέον ότι η κατά τα ως άνω καταγγελία της μισθώσεως δεν εγένετο κατά κατάχρησιν δικαιώματος της εναγούσης...».



[1] Ο ΚΠολΔ (π.χ άρθρ.116,  269§2α), ο ν. 146/1914 είναι ενδεικτικές περιπτώσεις νομοθετη-μάτων που υιοθετούν τις ίδιες γενικές αρχές.

[2] Βλ. άρθρ. 17 ν.δ 53/1974: «Ουδεμία διάταξις της παρούσης Συμβάσεως δύναται να ερμηνευθή ως επαγομένη δι’ εν Κράτος, μίαν ομάδα ή εν άτομον οιονδήποτε δικαίωμα όπως επιδοθή εις δραστηριότητα ή εκτελέση πράξεις σκοπούσας εις την καταστροφήν των δικαιωμάτων ή ελευθεριών, των αναγνωρισθέντων εν τη παρούση Συμβάσει, ή εις περιορισμούς των δικαιω-μάτων και ελευθεριών τούτων μεγαλυτέρων των προβλεπομένων εν τη ρηθείση Συμβάσει». Πρόκειται για αυτούσια επανάληψη του άρθρ. 30 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιω-μάτων του Ανθρώπου του 1948.

[3] Η συγκεκριμένη διάταξη αντιδιαστέλλεται στον άκρατο ατομικισμό και στην τάση για αντικοινωνική συμπεριφορά του δικαιούχου κατά τη συγκεκριμένη άσκηση του δικαιώματος. Συμπορεύεται με τον οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερο, θέτει τα πλαίσια εντός των οποίων κινείται η ιδιωτική αυτονομία και τονίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα των δικαιωμάτων. Βλ. Χιώλου Κ., «Η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος (άρθρου 281Α.Κ)», Αρχείο Νομολογίας 2001, σελ. 303κ.ε., Γεωργιάδη Απ., «Η νομολογιακή εφαρμογή του άρθρου 281ΑΚ στο ενοχικό δίκαιο», Αρμενόπουλος 52, 1998, σελ. 525 κ.ε.

[4] Βλ. άρθρ. 1386 με την ίδια ακριβώς διατύπωση, άρθρ. 1387: «Ο ανήρ είναι η κεφαλή της οικογενείας και αποφασίζει περί παντός ό,τι αφορά τον συζυγικόν βίον, ενόσω η απόφασις αυτού δεν παρίσταται ως κατάχρησις δικαιώματος, άρθρ. 1502β΄:Αιτήσει της μητρός ή του εισαγ-γελέως το δικαστήριον κρίνει εάν η άσκησις του δικαιώματος του πατρός παρίσταται ως κατά-χρησις δικαιώματος». 

[5] Βλ. άρθρ. 3β΄: «Ο εισαγγελέας μπορεί να ζητήσει αυτεπαγγέλτως την αναγνώριση της ακυρό-τητας, αν το σύμφωνο συμβίωσης αντίκειται στη δημόσια τάξη».

[6] Βαθρακοκοίλη Β., Αναλυτική ερμηνεία-νομολογία Αστικού Κώδικα, τ.α΄, Αθήνα 1992, σελ. 396 κ.ε.

[7] Πρόκειται για αρχή που προσιδιάζει στις αρχές του ‘ζωντανού’ δικαίου όπως αυτό ισχύει και εφαρμόζεται πραγματικά στην κοινωνία και είναι σύμφωνο με τις ηθικά ανεκτές και κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις Βλ. Μιχαηλίδου-Νουάρου Γ.,  Ζωντανό και φυσικό δίκαιο, εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα 1982,  σελ. 162

[8] Βλ. Μιχαηλίδου-Νουάρου Γ., ό.π., εισαγωγή, σύμφωνα με τον οποίο βασική αρχή της κοινωνιολογίας του δικαίου είναι η διαπίστωση ότι οι βαθύτερες, οι πρωταρχικές πηγές του δικαίου είναι η κοινωνική συνείδηση, οι επικρατούσες στην κοινωνία ηθικές αντιλήψεις. Το ‘γενικό συμφέρον’ ή γενικό καλό(bonum commune) ανάγεται σε τελικό σκοπό του δικαίου και σημείο αναφοράς για όλες τις συγκρούσεις.

[9] Δωρή Φ., Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο, τ. α΄, εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1991, σελ. 30 κ.ε.

[10] Παπαντωνίου Ν., Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, τ. α΄, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 40 κ.ε.

[11] Εκτός από τις γενικές ρήτρες που προαναφέρθηκαν, κανόνες με ελαστική διατύπωση αποτελούν και οι αόριστες νομικές έννοιες: ‘σπουδαίος λόγος’, ‘δυσανάλογα μεγάλη’, ‘προσήκον μέτρο’, ‘εύλογη προθεσμία’, ‘δίκαιη κρίση’ που περιμένουν να συσχετιστούν με τα πραγματικά περιστατικά. 

[12] Βλ. Μιχαηλίδου-Νουάρου, ό.π., σελ. 166 κ.ε, για τη θεωρία της ‘λαϊκής ερμηνείας’ σύμ-φωνα με την οποία όπως ο νομοθέτης θεσπίζει νομοθετήματα που βρίσκονται σε αρμονία με την κοινή γνώμη, κατά τον ίδιο τρόπο και ο ερμηνευτής υιοθετεί λύσεις σύμφωνες και όχι αντίθετες προς την κοινή γνώμη.

[13] Παπαντωνίου, ό.π, σελ. 42 κ.ε.

[14] Για παράδειγμα, βλ. ΑΠ 1457/2009, Χρ ΙΔ Ι/2010, τευχ. 6, σελ. 433 για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της ικανοποίησης του δανειστή μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης και για τα μέσα άμυνας του θιγόμενου, ΜΠρωτΠειρ 1775/ 2009, ΕφΑΔ Ιούνιος 2009, σελ. 739 (παρατ. Α. Πλεύρη), ΑΠ 823/2010 (ΕφΚρ 84/2007, ΠΠρωτΧαν 110/2005), Νομικό Βήμα 58, 2010, σελ. 2480 κ.ε για χρόνο υποβολής ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος.

[15] Για παράδειγμα, βλ. ΕφΑθ 181/ 1998, ΔΕΕ 1998, σελ. 622 κ.ε για εφαρμογή της απαγό-ρευσης της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος στο δίκαιο των αξιογράφων.

[16] Βλ. ΜΠρωτΡεθ 925/2003, ΕΕμπΔ 2004, σελ. 621 κ.ε.

[17] Βλ.  παρακάτω, ΟλΑΠ 7/2002,  ΕλλΔνη 43, 2002, σελ. 680, ΑΠ 8/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[18] Βλ. ΑΠ 229/2006, ΝοΒ 54, 2006, σελ. 893 κ.ε.

[19] Η κοινωνιολογική έρευνα του δικαίου είναι απαραίτητη, τόσο για την εξακρίβωση της κοινωνικής στοχοθεσίας του νόμου, όσο και για τη διαπίστωση των επικρατουσών στην κοινωνία αξιών  σύμφωνα με τις οποίες προσδιορίζεται το περιεχόμενο των νομικών εννοιών και των γενικών ρητρών του δικαίου. Βλ. Μιχαηλίδου-Νουάρου, ό.π. σελ. 165.

[20] Σημειώνεται ότι επεξεργασία πραγματολογικών στοιχείων δεν ήταν εφικτή σε όλες τις δικαστικές αποφάσεις με δεδομένο ότι για κάποιες (δημοσιευμένες) αποφάσεις  η αναφορά στην ελάσσονα πρόταση ήταν πολύ περιορισμένη ή και μηδαμινή ώστε  δημοσιευόταν  μόνο ο νομικός συλλογισμός.  Συγκεκριμένα, για τις παλιές αποφάσεις (δημοσίευση στο περιοδικό ‘Θέμις’) υπήρχε ένα σύντομο απόσπασμα  στο οποίο δεν καταγραφόταν η ελάσσων πρόταση, δεν προέκυπτε (για τις εφετειακές αποφάσεις) το πρωτόδικο δικαστήριο και παρατηρούνταν ελλείψεις στη νομική βάση. Από τις μεταγενέστερες αποφάσεις, πολλές από αυτές που ήταν δημοσιευμένες στο περιοδικό ‘Δικηγορικό Βήμα’ αφορούσαν σε απόσπασμα που περιελάμ-βανε μόνο το νομικό συλλογισμό και όχι την ελάσσονα πρόταση.

[21] Η χρονολογική καταχώρηση αφορά στην καταχώρηση των δικαστικών αποφάσεων κατά δεκαετίες παλαιότητας ενώ  τη  γεωγραφική κατανομή  στους τέσσερεις νομούς του νησιού, εξυπηρετούν η συγκέντρωση και επεξεργασία: α) των εφετειακών αποφάσεων είτε δημοσιευ-μένων (περισσότερες) στο νομικό τύπο (αποφάσεις του Εφετείου Κρήτης, αποφάσεις Αρείου Πάγου επί αιτήσεως αναιρέσεως σε αποφάσεις του Εφετείου Κρήτης) είτε αδημοσίευτων (αποφάσεις παλαιών ετών από τα αρχεία του Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου και του Ιστο-ρικού Αρχείου Κρήτης, β) των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων της Κρήτης.

[22] Πρωτοδικεία Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Λασηθίου είτε πρόκειται για πρωτόδικες αποφάσεις είτε για αποφάσεις σε δεύτερο βαθμό που εκδόθηκαν επί εφέσεων σε αποφάσεις ειρηνοδικείων.

[23] Ειρηνοδικεία Χανίων, Καντάνου, Αγ. Νικολάου. Με δεδομένο ότι το μεγαλύτερο μέρος της νομολογίας του δείγματος αφορά σε δημοσιευμένες αποφάσεις, οι αποφάσεις των ειρηνοδι-κείων που εντοπίστηκαν στα νομικά περιοδικά ήταν οι λιγότερες . 

[24] Φίλια Β., Εισαγωγή στη μεθοδολογία και τις τεχνικές των κοινωνικών ερευνών, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1977, σελ. 27 κ.ε.

[25] Βλ. αναλυτική παράθεση των δικαστικών αποφάσεων κατά χρονολογική σειρά, βαθμό και προέλευση δικαστηρίου στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.

[26] Πρόκειται για αδημοσίευτες αποφάσεις που εντοπίστηκαν στο αρχείο του Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου.

[27] Οι αδημοσίευτες αποφάσες πρωτοδικείων που εκδόθηκαν σε δεύτερο βαθμό μετά την άσκηση έφεσης σε αποφάσεις ειρηνοδικείων, ήταν: ΠΠρωτΧαν 89/1910 (εκδόθηκε επί εφέ-σεως κατ’ αποφάσεως Ειρηνοδικείου Χανίων), ΠΠρωτΧαν 90/1910 (εκδόθηκε επί εφέσεως κατ’ αποφάσεως Ειρηνοδικείου Κολυμβαρίου), ΠΠρωτΧαν 47/1943 (εκδόθηκε επί εφέσεως κατ’ αποφάσεως Ειρηνοδικείου Βάμου), ΠΠρωτΧαν 338/1980. Αντίστοιχα, οι δημοσιευμένες αποφάσεις πρωτοδικείων που εκδόθηκαν σε δεύτερο βαθμό μετά την άσκηση έφεσης σε αποφάσεις ειρηνοδικείων, ήταν:  ΠΠρωτΗρακλ 10/1961, ΠΠρωτΛασηθ 16/1959 (εκδόθηκε επί εφέσεως σε απόφαση του Ειρηνοδικείου Αγίου Νικολάου), ΠΠρωτΛασηθ 61/1966, ΠΠρωτΧαν 196/2005 (εκδόθηκε επί εφέσεως σε απόφαση του Ειρηνοδικείου Καντάνου), ΠΠρωτΧαν 53/2006 (εκδόθηκε επί εφέσεως σε απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων) και ΠΠρωτΧαν 67/2007 (εκδόθηκε επί εφέσεως σε απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων).

[28]Εκτιμήθηκε –και επιβεβαιώθηκε εκ του αποτελέσματος- ότι για τις αποφάσεις πρόσφατων χρονολογιών θα απέδιδε η έρευνα σε δημοσιευμένες δικαστικές αποφάσεις, γεγονός που δε θα συνέβαινε με τις αποφάσεις  παλαιότερων ετών με δεδομένη την κυκλοφορία λίγων νομικών περιοδικών τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και την αντίστοιχη πληθώρα αυτών (νομικών περιοδικών) τις τελευταίες δεκαετίες.

[29] Οι εφετειακές αποφάσεις που βρίσκονταν στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, ήταν αταξινόμητες και δεν επιτράπηκε η πρόσβαση σ’ αυτές. Οι πρωτόδικες αποφάσεις αφορούσαν αποφάσεις της περιόδου της Κρητικής Πολιτείας και μεταγενέστερες μέχρι το 1960.

[30] Οι παλαιότερες αποφάσεις ήταν όλες χειρόγραφες. Επιπλέον, χειρόγραφες ήταν αρκετές αποφάσεις της δεκαετίας 1930 καθώς και κάποιες από τη δεκαετία 1940.

[31] Βλ. ενδεικτικά παλαιά νομικά περιοδικά: Θέμις 1893-1955, Δικαιοσύνη 1924-1929, 1931, Εφημερίς Ελλήνων Νομικών 1934-1989.

[32] Βλ. Ραδάμανθυς, Εφετειακή Νομολογία Κρήτης, Δικηγορικό Βήμα. Αποδελτιώθηκαν όλα τα τεύχη των προαναφερόμενων περιοδικών. Εντοπίστηκαν λόγω της αναφοράς στην ελάσσονα πρόταση των εννοιών της καταχρηστικής άσκησης, των χρηστών ηθών και της καλής πίστης 46 αποφάσεις του Εφετείου Κρήτης και των τεσσάρων Πρωτο-δικείων του νησιού.

[33] Βλ. αναλυτικά στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ το σύνολο των περιοδικών και εφημερίδων, τις χρονο-λογίες,  τα τεύχη που αποδελτιώθηκαν καθώς και τον τόπο έκδοσης.

[34] Βλ. Τάλως, τόμ. Β΄, Επιτομή Κρητικής Νομολογίας. Ακόμη, Τάλως, τόμ. Η΄, Λόγοι διαζυγίου και ανάθεση γονικής μέριμνας στις αποφάσεις του Πρωτοδικείου Χανίων.

[35] Θέμις, τόμ. ΙΑ΄ (1900-1),  σελ. 63: «Αληθινήν άγει εορτήν η ΘΕΜΙΣ υποδεχομένη σήμερον εν ταις στήλαις αυτής μετά βαθείας και αρρήτου συγκινήσεως την νομολογίαν των ελευθέρων δικαστηρίων της μεγαλοκάρδου, αιματοζυμωμένης και εθνομάρτυρος νήσου…».

[36] Σταθόπουλου Μ., Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 12 κ.ε.

[37] Βλ. ΑΠ 1133/2009, ΧρΙΔ 3, 2010, σελ. 175, σύμφωνα  με την οποία η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος πρέπει να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολά-βησαν ή από άλλα περιστατικά τα οποία δεν κωλύουν ούτε φθείρουν το δικαίωμα, όμως ανα-στέλλουν την άσκησή του, επί τη βάσει των ηθικοδικαιικών αντιλήψεων του μέσου πολίτη...

[38]Λαδά Π., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου ΙΙ, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 525 κ.ε.

[39] Τούση Ανδρ., Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήναι 1962, σελ. 791.

[40] Κατά τον Μάνεση, επειδή η 25§3Σ δε συνεπάγεται κυρώσεις θεωρείται διάταξη ‘ατελής’ (lex imperfecta). Βλ. Μάνεση Α., Συνταγματικά Δικαιώματα, α΄ Ατομικές Ελευθερίες, Σάκκου-λας, Θεσσαλονίκη 1982 σελ. 89, Βαθρακοκοίλη, ό.π. σελ. 397, σύμφωνα με τον οποίο η 25&3Σ θεωρείται ατελής διάταξη και για το λόγο ότι δε καθορίζει αντικειμενικά κριτήρια τα οποία θα αποτελούν τη βάση της διακρίβωσης ύπαρξης αντίθεσης προς αυτά του δικαιώματος που ασκείται. 

[41] Βλ. ΟλΑΠ 33/1987, ΝοΒ 36, 1988, σελ. 324 κ.ε, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 25§3Σ αφορά όλα τα τελούντα υπό την εγγύηση και προστασία του κράτους ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, τα οποία όμως περιορίζει όχι χάριν του ιδιωτικού συμφέροντος, αλλά μόνον εφόσον από την καταχρηστική τους άσκηση  βλάπτεται το γενικότερο κοινωνικό ή δημόσιο συμφέρον. Βλ. κριτική στην ως άνω απόφαση και παράθεση απόψεων θεωρίας για την 25§3Σ, Δωρή Φ., Νομικές Μελέτες, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1993, σελ. 156 κ.ε. Ακόμη, βλ. ΠΠρωτΗρακλ 297/2007, Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2007, σελ. 463 κ.ε για καταχρηστική και αντίθετη προς το  άρθρ. 25§3Σ άσκηση του ατομικού δικαιώματος της ισονομίας με την εισαγωγή μη επιβαλλόμενων από λόγους δημόσιου συμφέροντος εξαιρέ-σεων και διακρίσεων.

[42] Βλ. Μάνεση, ό.π. σελ. 88.

[43] Γεωργιάδη Απ., Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2010, σελ. 376 κ.ε.

[44] ΟλΑΠ 17/1978, ΝοΒ 26, 1978, σελ. 1223 κ.ε, ΑΠ 288/1979, ΝοΒ 27, 1979, σελ. 1287 κ.ε. Αν και στον περιορισμό της ΑΚ281 υπάγονται δικαιώματα που απορρέουν από σχέσεις διοικητικού δικαίου, η συγκεκριμένη διάταξη δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στο πλαίσιο της άσκησης διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης αφού ισχύουν οι ιδιαίτερες αρχές του δημόσιου δικαίου όπως η αρχή της νομιμότητας και της χρηστής διοίκησης. Βλ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 519.

[45] Βλ. Παπαντωνίου, ό.π, σελ. 188 κ.ε για άποψη που υιοθετούσε παλαιότερα η ελληνική νομολογία ότι τάχα δεν ήταν δυνατή η εφαρμογή της 281ΑΚ σε δικαιώματα που βασίζονται σε διατάξεις δημόσιας τάξης ή σχετικά με τη  μη εφαρμογή της σε δικαιώματα που απορρέουν από δικονομικές διατάξεις. Ακόμη, βλ. Μπαϊλάκη Χ., «Η εκ του άρθρου 281ΑΚ ένστασις και η νομολογία της», Νομικόν Βήμα 30, 1982, σελ.137κ.ε όπου υποστηρίζεται ότι η ΑΚ281 δεν προτείνεται επί καθαρώς διαδικαστικών πράξεων και κατά δικονομικών δικαιωμάτων ή κατά του δικαιώματος αναγκαστικής εκτέλεσης. Ήδη η 116ΚΠολΔ καθιερώνει την αρχή της τήρη-σης των χρηστών ηθών, της καλής πίστης  και του ‘καθήκοντος αληθείας’: Ο κανόνας της ΑΚ281 δεν αντιμάχεται καμία διάταξη του ΚΠολΔ, ούτε ασυμβίβαστος είναι με τις, από αυτόν, καθιερωμένες αρχές, αλλά ούτε και προς το σκοπό του αστικού δικονομικού δικαίου αντιτίθεται αφού η 116ΚΠολΔ, αν και στενότερη ως προς τα αντικειμενικά κριτήρια που υιοθετούνται από την ΑΚ281 μιας και ελλείπει ‘ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος’, συμπορεύεται (η 116ΚΠολΔ) προς αυτόν (κανόνα της ΑΚ281).  

[46] ΕλλΔ/νη 42, 2001, σελ. 915.

[47] Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[48]Βλ. και ΑΠ 3254/1990, ΑΠ 4919/1993 σύμφωνα με τις οποίες η απαγόρευση της καταχρη-στικής άσκησης δικαιώματος ισχύει και στα πλαίσια της αναγκαστικής εκτέλεσης σύμφωνα με τις 25&3Σ και 281ΑΚ. Ακόμη, ΜΠρΠειρ 1775/ 2009, ό.π, σύμφωνα με την οποία ...η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, εφαρμόζεται και στην περίπτωση που ο δανειστής προσπαθεί να επιτύχει με αναγκαστική εκτέλεση την ικανοποίηση της απαιτήσεως του, με τρόπο όμως αντίθετο προς την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ουσιαστικό ελάττωμα του τίτλου, το οποίο μπορεί να προσβληθεί με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ...

[49] Η στάση της νομολογίας που εφαρμόζει την ΑΚ281 μόνο στα stricto sensu δικαιώματα επικρίνεται από τη θεωρία όπου γίνεται δεκτό ότι η τελολογία της διάταξης επιβάλλει την απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης και στις γενικές νομικές ελευθερίες. Βλ. αναλυτική παράθεση, Δωρή, Νομικές Μελέτες, ό.π., σελ. 159κ.ε, Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 518.

[50] Βλ. Γεωργιάδη, ό.π. σελ. 519 κ.ε για τη  διστακτικότητα  της νομολογίας να αποδεχτεί  την εφαρμογή της ΑΚ281 και στο δικονομικό δίκαιο. Από το Συμβούλιο της Επικρατείας υποστη-ρίχτηκε ότι  η κατάχρηση δικαιώματος, υπό την έννοια του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα, δεν γίνεται δεκτή στο δημόσιο δίκαιο(ΣτΕ 858/2000, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ) όπως επίσης και ότι η κατάχρηση δικαιώματος αφορώσα στην άσκηση ιδιωτικών δικαιωμάτων δεν γίνεται δεκτή στο δημόσιο δίκαιο (ΣτΕ 3458/2000, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ)

[51] Για παράδειγμα, η απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων αφορά και το δικαίωμα διάζευξης αφού με τη θέσπιση της ‘ρήτρας σκληρότητας’  στο ν. 868/1979 που ουσιαστικά καθιέρωνε την ένσταση της κατάχρησης δικαιώματος, ξεπεράστηκε κάθε αμφισβήτηση για την υπαγωγή του ως άνω δικαιώματος στην ΑΚ281. Επιπλέον, από το χώρο του οικογενειακού δικαίου, η αναγκαστικού δικαίου διάταξη της ΑΚ1386, υπενθυμίζει με ιδιαίτερη παιδαγωγική σημασία την αποφυγή των καταχρηστικών αξιώσεων στην ευαίσθητη περιοχή των συζυγικών σχέσεων Βλ. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ε., Οικογενειακό Δίκαιο, τόμ. Ιγ΄, Διαζύγιο, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1993, σελ. 67 κ.ε., Της ιδίας, ό.π., τομ. Ιβ΄, Συζυγικές σχέσεις, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1994, σελ. 11 κ.ε. Ακόμη, Μπαϊλάκη, ό.π., σελ.138, όπου γίνεται εκτενής αναφορά στη νομολογία για την εφαρμογή της ΑΚ281 και σε δικαιώματα που απορρέουν από κανόνες δημόσιας τάξης.

[52] Βλ. ΟλΑΠ 7/2002,  ό.π, ΑΠ 8/2001, ό.π, σύμφωνα με τις οποίες η διάταξη το άρθρου 281 ΑΚ έχει έντονο χαρακτήρα δημόσιας τάξης και δεν αποκλείεται η εφαρμογή της και όταν ασκείται δικαίωμα, που πηγάζει, επίσης, από διατάξεις δημόσιας τάξης, όπως είναι εκείνες του Αγροτικού Κώδικα. Ακόμη ΑΠ 992/1999 ΕλλΔνη 1999, σελ. 1717.

[53] Βλ. ΟλΑΠ 33/2005, ΕλλΔνη 46, 2005, σελ. 1035: «...Δεν συντρέχει περίπτωση καταχρη-στικής άσκησης της αξιώσεως του δικηγόρου περί της αμοιβής του από το λόγο ότι αυτή, ως εκ της αξίας του αντικειμένου, με βάση την οποία υπολογίζεται, είναι μεγάλη, όταν ο υπολογισμός της γίνεται βάσει των ελαχίστων ορίων του Κώδικα περί Δικηγόρων ή από το ότι για την εργασία του δικηγόρου για την οποία ζητείται αμοιβή, απαιτήθηκε λίγος χρόνος και καταβλή-θηκε μικρή επιστημονική προσπάθεια, εφόσον κατά το άρθρο 98 του ιδίου Κώδικα, τα στοιχεία αυτά λαμβάνονται υπόψη για την αύξηση του ελαχίστου ποσού της αμοιβής. Το άρθ. 281 ΑΚ, που έχει έντονο τον χαρακτήρα δημοσίας τάξεως, εφαρμόζεται και επί δικαιωμάτων που απορρέουν από άλλες, επίσης δημοσίας τάξεως διατάξεις, όπως είναι οι αξιώσεις των δικηγό-ρων προς καταβολή της ελάχιστης αμοιβής τους για την παροχή των νομικών υπηρεσιών τους, που ορίζεται από τα άρθ. 92 § 1, 98, 100 επ. ν.δ. 3026/1954...».

[54] Βλ. Βαθρακοκοίλη, ό.π. σελ. 398 κ.ε για αναλυτική εφαρμογή της ΑΚ281 σε διατάξεις πέραν του αστικού δικαίου.

[55] Βλ. ΤρΔιοικΠρωτΗρ 186/2005, Ραδάμανθυς 2005, τ.6 σελ. 113 κ.ε.

[56] Δωρή Φ., Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο, τεύχ. β1, εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1991, σελ. 135κ.ε

[57] Η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος θα πρέπει να προκύπτουν από την προ-ηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Βλ. ενδεικτικά, ΟλΑΠ 17/1995, ΕλλΔνη 38, 1997, σελ.  410κ.ε.

[58] Ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος προκύπτει από τα γενικότερα οικονομικά συμφέροντα που έχει σκοπό να ικανοποιήσει η χορήγηση του συγκεκριμένου δικαιώματος κατά τις αντιλήψεις της έννομης τάξης ενώ ο κοινωνικός σκοπός έχει την έννοια της εκπλήρωσης του δικαιώματος ορισμένης κοινωνικής λειτουργίας  που αφορά στο κοινωνικό συμφέρον. Βλ.ΑΠ 1920/2008 (Α1 Τμήμα), ΧρΙΔ 2009, σελ. 605, σύμφωνα με την οποία η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας δεν είναι καταχρηστική όταν η λύση της σύμβασης συνδέεται με το καλώς εννοούμενο συμφέρον ορισμένης επιχείρησης και μπορούσε αντικει-μενικά να προβλεφθεί από τον αντισυμβαλλόμενο. Η τυχόν επωφελής για τα συμφέροντα του καταγγέλλοντος συμπεριφορά του αντισυμβαλλομένου του, η οποία προηγήθηκε της καταγγελίας, δεν καθιστά καθεαυτήν  την καταγγελία καταχρηστική…

[59] Βλ. Γεωργιάδη, ό.π, σελ. 376.

[60]  Βλ. ΑΠ 1137/2005, ΧρΙΔ 2006, σελ. 40, ΑΠ 981/2006, ΧρΙΔ 2006, σελ. 792.

[61]  Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 521

[62] Βλ. ΑΠ 772/1995, ΔΕΝ 1996, σελ. 871: «…Ο κοινωνικοοικονομικός σκοπός του δικαιώ-ματος συναρτάται προς τη λειτουργία που το δικαίωμα επιτελεί, πέρα από την εξυπηρέτηση των ατομικών συμφερόντων  του φορέα του, στα πλαίσια της έννομης συμβιώσεως…».

[63]  Βλ. ΑΠ 1123/2007, ΔΕΕ 7, 2008, σελ. 868 ...Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαι-ούχου, δεν αρκεί για να καταστήσει τη μεταγενέστερη άσκησή του καταχρηστική, αλλ’ απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, που προέρχονται κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων, η επακολου-θήσασα άσκηση του δικαιώματος, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ..., ΑΠ 1703/2008, Δίκη 3, 2009, σελ. 301, ...απαιτείται, κατ' αρχήν, αδράνεια του δικαιούχου για μεγάλο χρονικό διάστημα και παράλληλα να συντρέχουν και άλλα περιστατικά ή ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, που να προέρχονται από τη συμπεριφορά του ίδιου, από τα οποία, ενόψει και της αδράνειας του δικαιούχου, να δημιουργήθηκε ευλόγως στον οφειλέτη η πεποίθηση της μη ενάσκησης αυτού, οπότε και μόνο η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, η οποία δημιουργήθηκε υπό ορισμένες συνθήκες και διατηρήθηκε για μακρό χρονικό διάστημα αντίκειται προφανώς στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος...

[64] Βλ. όμως ΑΠ 309/1958, ΕΕΝ 25, σελ. 754 σύμφωνα με την οποία μόνη η πεποίθηση που δημιουργείται ότι δε θα ασκηθεί το δικαίωμα  δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανή και επαρκής ώστε να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος.

[65] Βλ. Μπαϊλάκη, ό.π., σελ. 137,  ΟλΑΠ 62/1990, ΕΕΝ 58, 1991, σελ. 320 σύμφωνα με την οποία κατά την έννοια του άρθρ. 281 ΑΚ το δικαίωμα θεωρείται ως ασκούμενο καταχρηστικώς, πλην άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του και η πραγματική κατάσταση  που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν διάστημα δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη ενάσκησή του, από την οποία προκύπτει, αντιθέτως, προφανής υπέρ-βαση των ορίων της καλής πίστεως.  Ειδικώτερα, στην περίπτωση της μακράς αδράνειας του δικαιούχου υπάρχει τέτοια κατάχρηση, εφόσον συντρέχουν, προσθέτως,περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και του αποκρούοντος το δικαίωμα, από τα οποία γεννάται στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ' αυτού, έτσι ώστε η, με τη μεταγενέστερη άσκηση, επιδίωξη ανατροπής της δημιουργηθείσης καταστάσεως, να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις. Περαιτέρω, οι πράξεις του υποχρέου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή την συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί προς απόκρουση του δικαιώματος..., ΟλΑΠ 8/2001, ό.π. σύμφωνα με την οποία ...μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί εναντίον του... δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις... η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη..., ΑΠ 1827/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ, σύμφωνα με την οποία η επι-χειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της ως άνω καταστάσεως δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον οφειλέτη και να θέτει έτσι σε κίνδυνο την οικονομική κατάσταση της επιχείρησής του αλλ’ αρκεί να έχει απλώς δυσμενείς συνέπειες στη συμπεριφορά του...

[66] Βλ. Χιώλου Κ., «Η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος (άρθρου 281Α.Κ)», ό.π., σελ. 305.

[67] Έτσι, αυτός που εφησυχάζει χωρίς να εναντιώνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα στην εκμετάλλευση δικού του πράγματος από άλλον, δεν μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμά του. Τούση Ανδρ., Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, ό.π., σελ. 797. Βλ. από το δείγμα των αδημοσίευτων αποφάσεων, ΠΠρωτΧαν 879/1925 σύμφωνα με την οποία δεν αναγνωρίστηκε η νομή ακινήτου  στην ενάγουσα αφού δεν αποδείχτηκε, μεταξύ άλλων, και ο  εφησυχασμός των πραγματικών κυρίων: «…Κατά το διάστημα της απουσίας των ταύτης και αν η ενάγουσα μετήλλαξεν βούλησιν νομής και ηθέλησε να νεμηθή ως ίδια τα επίδικα δεν απωλέσθη η νομή των τέκνων της Α.Μ. διότι και ο απών εφ’ όσον έχει το ακίνητο διατηρεί την νομήν καν έτι άλλος καταλάβη το ακίνητον πλην αν μαθών την κατάληψιν ταύτην εφησυχάση, όπερ όμως δεν ισχυρίζεται η ενάγουσα…».

[68] Βλ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 517.

[69] Βλ.  Σταράντζη Γ., «Η κατάχρησις της καταχρήσεως δικαιώματος», Αρχείο Νομολογίας 40, σελ. 526κ.ε, σύμφωνα με τον οποίο μπορεί η κατάχρηση να λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο ως κανόνας δημόσιας τάξης, δε συνάγεται όμως ότι στον εναγόμενο ο οποίος παρέλειψε να προβάλλει την ένσταση και να ζητήσει απόρριψη της αγωγής παρέχεται  η προστασία της ΑΚ281.

[70] Βλ. Χιώλου Κ., «Η κατάχρησις δικαιώματος», Αρχείο Νομολογίας 46, σελ. 620 κ.ε, ΟλΑΠ 472/1983, ΝοΒ 32, 1984, σελ. 48κ.ε σύμφωνα με την οποία ...δια την πληρότητα της εκ του τελευταίου άρθρου (281)ενστάσεως και εντεύθεν δια το παραδεκτόν αυτής από απόψεως χρόνου προβολής της, δεν αρκεί όπως τα συγκροτούντα την κατάχρησιν περιστατικά προβάλλονται κατά την πρώτην εις τον πρώτον βαθμόν συζήτησιν της υποθέσεως υπό του αιτουμένου την απόρριψιν της αγωγής εναγομένου αλλ’ απαιτείται συγχρόνως να γίνεται επίκλησις  υπ’ αυτού και της εκ των περιστατικών τούτων προκυπτούσης καταχρήσεως και να διατυπούται άμα υπ’ αυτού και αίτημα απορρίψεως και δια την αιτίαν ταύτην της αγωγής. Συνεπώς η άνευ δεδικαιολογημένης αιτίας μη προβολή κατά την πρώτην εις τον πρώτον βαθμόν συζήτησιν της υποθέσεως της εκ του άρθρου τούτου (281ΑΚ) ενστάσεως...επάγεται την απόρριψιν της ενστάσεως..., ΑΠ 823/2010 (ΕφΚρ 84/2007, ΠΠρωτΧαν 110/2005), ό.π. με παρόμοια διατύπωση, ΑΠ 1430/1997, ΕλλΔνη 40, 1999, σελ. 93 σύμφωνα με την οποία... η χωρίς δικαιολογημένη αιτία μη προβολή κατά την πρώτη στον πρώτο βαθμό συζήτηση της υπόθεσης της από το άνω άρθρο 281 ΑΚ ένστασης και μάλιστα με σύγχρονη επίκληση όχι μόνο των περιστατικών επί των οποίων στηρίζεται αλλά και της από αυτά προκύπτουσας κατάχρησης του σχετικού δικαιώματος και παράλληλη διατύπωση αιτήματος απόρριψης της αγωγής και για την αιτία αυτή, συνεπάγεται απόρριψη της ένστασης αυτής ως απαράδεκτης σε περίπτωση προβολής της σε μεταγενέστερη της πρώτης συζήτησης ή για πρώτη φορά στο Εφετείο..., ΑΠ 1577/2007, ΝοΒ 56, 2008, 407, σύμφωνα με την οποία ....μόνος ο ισχυρισμός που πρωτοδίκως υποβλήθηκε από τον εναγόμενο ότι αποκρούει την αγωγή και τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, διότι προβάλλονται καταχρηστικώς, δεν συνιστά νόμιμη και παραδεκτή ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης της....

[71] Βλ. σχόλιο στην ΑΠ 34/1947, Νέον Δίκαιον, τόμ. Β΄, σελ. 167-169, σύμφωνα με το οποίο ο έλεγχος από το ακυρωτικό δικαστήριο για το αν συνιστούν τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκαν τα δικαστήρια της ουσίας κατάχρηση δικαιώματος, θα συμβάλλει στην ενότητα της νομολογίας ενώ θα αποτραπεί η έκδοση αλληλοσυγκρουόμενων αποφάσεων αφού ο Άρειος Πάγος θα κατευθύνει  τα δικαστήρια της ουσίας προς την ορθή ερμηνεία της κατάχρησης δικαιώματος και της συνδρομής των αντικειμενικών κριτηρίων που τάσσει η ΑΚ281. Υπο-γραμμίζεται ότι πρόκειται για απόφαση που ερμήνευσε την ΑΚ281 αμέσως μετά τη θέση της σε ισχύ.

[72] Βλ. ΕφΚρ 216/1987, ΝοΒ 36, 1988, σελ. 766, σύμφωνα με την οποία η άσκηση του δικαιώ-ματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τα κριτήρια αυτά αποτελούν νομική έννοια και η εκτίμηση της υπάρξεως ή ανυπαρξίας τους κατά την άσκηση δικαιώματος δεν μπορεί να είναι αντικείμενο αποδείξεως, αλλά εναπόκειται στην έμφρονα κρίση του δικαστή με βάση τα περιστατικά που επικαλείται στη συγκεκριμένη περίπτωση και αποδεικνύει ο διάδικος…

[73] Ο Άρειος Πάγος ελέγχει εάν τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικα-στήριο της ουσίας υπάγονται ή όχι στη νομική έννοια της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, Βλ. Χιώλου, ό.π.

[74] Βλ. Χιώλου, ό.π. και Γεωργιάδη, ό.π. ενδεικτική νομολογία.

[75] ΕΕΝ 65, 1998, σελ. 332.

[76] ΝοΒ 56,2008, σελ. 2083.

[77] Δίκη 3, 2009, σελ. 301.

[78] ΝοΒ 57, 2009, σελ. 2399.

[79] ΝοΒ 60, 2012, σελ. 1781.

[80] ΝοΒ 58, 2010, σελ. 1484

[81] ΝοΒ 61, 2013, σελ. 430.

[82] Η ύπαρξη των κενών αυτών είτε εκούσια είτε ακούσια χαρακτηρίζεται από τον Αριστοτέλη (Ηθικά Νικομάχεια V 10, 1137β, 17) ως αναπόφευκτη που προσιδιάζει στη φύση των πραγμάτων ενώ ‘υποχρεώνει’ τους ηλιαστές δικαστές να ορκίζονται ότι θα δικάζουν κατά την δικαιοτάτην γνώμην. Από τον Αριστοτέλη εξάλλου είχε ήδη διδαχθεί η μεταβλητότητα του φυσικού δικαίου (Ηθικά Νικομάχεια 1134β) ενώ μεταγενέστεροι συγγραφείς στηριζόμενοι σ’ αυτή την εκδοχή υποστήριξαν ότι το φυσικό δίκαιο επηρεάζεται και διαμορφώνεται από τον εκάστοτε πνευματικό πολιτισμό και ότι από τη σύνθεση των διαρκών στοιχείων του δικαίου με τους ιστορικά δεδομένους παράγοντες, προκύπτει το ορθό δίκαιο ως δίκαιο ορισμένης εποχής. Βλ. Μιχαηλίδου-Νουάρου, ό.π., σελ. 263 κ.ε.

[83] Βλ. σχόλιο στην ΑΠ 34/1947, ό.π. σύμφωνα με το οποίο πρυτάνευε το ατομικό συμφέρον έναντι του συμφέροντος των πολλών μέσα από διάφορους θεσμούς του ρωμαϊκού δικαίου (ατομική εκδίκηση, ιδιωτική ποινή, εξουσία του δανειστή στον οφειλέτη κ.λ.π.). Ο ατομι-στικός χαρακτήρας του ρωμαϊκου δικαίου μετριαζόταν  από την αρχή  ότι απαγορευόταν η άσκηση δικαιώματος όταν δε γινόταν προκειμένου να ικανοποιηθεί συμφέρον του δικαιούχου αλλά αποκλειστικά και μόνο από κακόβουλη πρόθεση για βλάβη   αλλότριων συμφερόντων. Βλ. Τούση Ανδρ., Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, ό.π, σελ. 787.    

[84] Βλ. ιστορική αναδρομή, Τούση Ανδρ., «Η έννοια των χρηστών ηθών», Εφημερίς των Ελλήνων Νομικών 1956, σελ. 226κ.ε

[85] Βλ. Παπαμανουσάκη Στρ., «Διάγραμμα της ιστορίας του Κρητικού Δικαίου», ΤΑΛΩΣ, τόμ. Α΄, 1989, σελ. 88 κ.ε. για σχηματικό διαχωρισμό των περιόδων του δικαίου που ίσχυε στην Κρήτη.

[86] Το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο εξακολουθεί να ισχύει και να εφαρμόζεται στις μετα-γενέστερες ιστορικές περιόδους του νησιού είτε παράλληλα με διατάξεις κοινού νόμου, όπως επί υποθέσεων διάζευξης, ν. 276/1900, είτε όταν δεν υπάρχει σχετικός νόμος, όπως επί υπο-θέσεων υιοθεσίας που μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ/1940 δεν υπήρχε αντίστοιχη νομοθετική πρόβλεψη. Βλ. ενδεικτικά: Άρθρ. 41 Ειδικής Δικονομίας Κρήτης 1880: Αι Δημογεροντίαι και τα Χριστιανικά Δικαστήρια εφαρμόζουσι κατά την διεξαγωγήν και εκδίκασιν  των εις αυτά υπαγομένων υποθέσεων τους Βυζαντινούς νόμους των Βασιλικών και της Επιτομής του Αρμενοπούλου, καθ’ όσον δεν κατηργήθησαν... Άρθρ. 9 ν. 10/1899, «Περί Εισαγωγής Δικα-στικής Νομοθεσίας»: Αι σχέσεις του κληρονομικού και οικογενειακού δικαίου διέπονται υπό των διατάξεων του Ρωμαϊκού Δικαίου ως νόμου κοινού εφ’ όσον δεν αντίκειται εις τους εν ισχύι νόμους και δεν υπέπεσαν εις αχρηστίαν ως εκ κοινωνικών μεταβολών και πολυχρονίων εθίμων... Άρθρ. 2 ν. 147/5.1.1914, «Περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας». Βλ. ΕφΚρήτης 78/1939, Θέμις Ν΄, σελ. 664-666, στην οποία γίνεται επίκληση διατάξεων βυζαντινορωμαϊκού δικαίου  σχετικά με την εγκυρότητα καταγγελίας σύμβασης εργασίας λόγω καταχρηστικότητας και αντίθεσης στην καλή πίστη: ...η ως είρηται καταγ-γελία... δεν δύναται εν τούτοις λόγω των αρχών της καλής πίστεως αίτινες διέπουσι κάθε συναλλακτικήν σχέσιν (ν. 5, ν. 31§20 πανδ. 21.1) να ασκήται κακοβούλως, κατά κατάχρησιν τυ συμβατικού δικαιώματος, δηλ. μόνον προς τον σκοπόν της ζημίας του απολυομένου (ν. 65§3, 6 πανδ. 17.2, ν.22,11 πανδ. 17.11)... Στο δίκαιο της υιοθεσίας, η Νεαρά 27 του Λέοντος αλλά και διατάξεις από την Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου στις οποίες γινόταν επίκληση από τα δικαιοδοτικά όργανα (δικαστήρια, δημογεροντίες) περιλαμβάνουν γενικές έννοιες, όπως το ωφέλιμο ή όχι της εισποίησης για το ανήλικο, η έλλειψη αθέμιτης αιτίας και ιδιοτέλειας, η ύπαρξη χρηστής διάθεσης. Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ερμηνεία των ως άνω εννοιών με βάση τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και τις διαπιστωμένες ανάγκες του υιοθετού-μενου. Βλ. ΠρωτΧανίων 805/1937, Τάλως Η΄ (2000), σελ. 611:...Ούτω τοιαύτην βάσιν έχουσα  κρινομένη αίτησις νόμω βάσιμος εστίν ερειδομενη εις τας διατάξεις των νόμων του β/ρωμαϊκού δικαίου...Συντρέχουσιν αι νόμιμοι προϋποθέσεις όπως επιτραπή η επιζητουμένη υιοθεσία, καθ’ ότι οι αιτούντες ούτε ίδια τέκνα έχουσιν, ούτε υπάρχει ελπίς να αποτήσωσι ταύτα, ικανήν δε περιουσίαν κέκτηνται, τουναντίον οι γονείς της υιοθετουμένης ανηλίκου ου μόνον και άλλα τέκνα έχουσιν, αλλά και τυγχάνουσι πτωχοί, συνεπώς προς το συμφέρον της υιοθετουμένης ανηλίκου αποβαίνει η προκειμένη πράξις... Βλ. ΕφΚρ 44/1947, Θέμις ΝΘ΄, σελ. 773 κ.ε.: …πανδ. (6.2) βασ. (15.2) εισηγ. Ιουστιν. 4 (6.4) «ο κατά παράδοσιν λαβών παρά μη δεσπότου εξ ευλόγου αιτίας έχει την πολιτικήν…». Επιπλέον, βλ. σχετικές αποφάσεις όπου ερμηνεύονται  η ανιδιοτέλεια, η χρηστότητα, το ήθος κατά βάση με οικονομικά κριτήρια στο, Μπεχλιβάνη Ν.., «Λόγοι διαζυγίου και ανάθεση γονικής μέριμνας στις αποφάσεις του Πρωτοδικείου Χανίων», ΤΑΛΩΣ, τόμ. Η΄ (2000), σελ. 611 κ.ε.

[87] Με το βασιλικό διάταγμα της 23 Φεβρουαρίου/7 Μαρτίου 1835 το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα αφού καθορίστηκε ότι οι πολιτικοί νόμοι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, οι περιεχόμενοι εις την Εξάβιβλον  του Αρμενοπούλου, θέλουσιν ισχύει, μέχρις ου δημοσιευθή ο Πολιτικός Κώδιξ...

[88] Βλ. Κορνάρου Β., «Ερωτόκριτος», εκδ. Πελεκάνος, Αθήνα 2005,

                                                            Στίχ. 877-878:

                                Το πράμα είναι φανερό, κι’ ο κόσμος το κατέχει,

                                γιατί το ψόμα να σταθή πόδια ποτέ δεν έχει.

                       Στίχ. 883-888:

                                Κι’ είναι ντροπή σου, κάτεχε, τα ψόματα να λέγης,

                                κι’ άδικα να καταφρονάς τς άλλους και να τσι ψέγης.

                                Το πρώτο πράμα τση τιμής είναι στον αντρειωμένο

                                να μην τον εύρουσι ποτέ σε ψόμα κομπωμένο.

                                Γιατί εκ το φόβο λέγουσι το ψόμα πως κινάται,

                                κι’ όποιος τα ψόματα λαλεί δίχως αντρειά λογάται.

[89] Βλ. Παπαμανουσάκη, ό.π., σελ. 125 κ.ε., 177 κ.ε., 202 κ.ε.  

[90] Τάλως, τόμ. Γ΄1, Κρητικός Κώδιξ Ι (1991-93), σελ. 93κ.ε., 98 κ.ε.

[91] Αστικός Κώδιξ, Βιβλίον Α΄, Άρθρ. 2: «Πάσα πράξις κρίνεται αναλόγως του σκοπού αυτής. Δηλαδή η απόφασις επί πράξεως τινος εκδίδοται κατά τον σκοπόν αυτής», Νικολαϊδου Δ., Οθωμανικοί Κώδικες, Τύποις Αδελφών Νικολαΐδων, Εν Κωνσταντινουπόλει 1889.

[92] Βλ. Νικολαϊδου, ό.π., σελ. 118: «Η ενάσκησις δικαιώματος επιτρέπεται όταν δεν παραβλάπτηται ο πλησίον».

[93] Τίτλος Α΄, κεφ. Δ΄, «Περί κλοπής δημοσίας περιουσίας και άλλων καταχρήσεων», κεφ. Ε΄ «Περί των καταχρωμένων την υπηρεσίαν και την θέσιν και των μη εκτελούντων τα καθήκοντα της υπηρεσίας αυτών».

[94] Τίτλος Β΄, κεφ. Γ΄ «Περί των επιβαλλομένων εις τους προσβάλλοντας τα χρηστά ήθη ποινών».

[95] Τάλως, τόμ. Δ1΄, Κρητικός Κώδιξ ΙΙ (1994), σελ. 34 κ.ε.

[96] Άρθρ. 177 «Πας τίμιος οφειλέτης, μη ευρισκόμενος εις κατάστασιν να αποτίση τα χρέη του, έχει το δικαίωμα να παραχωρήση την περιουσίαν του προς τους δανειστάς του και απαλλάξη εαυτόν πάσης προσωπικής επιδιώξεως...».

[97] Άρθρ. 118 «Έκαστος εισαγγελεύς οφείλει αυτεπαγγέλτως ή και επί αιτήσει ανηλίκου, συγγενούς αυτού ή και οιουδήποτε πολίτου, να προκαλέση υπό των Δημογεροντιών, ή κατά τας περιστάσεις και υπό των παρ’ αυταίς δικαστηρίων πάντα τα κατάλληλα μέτρα προς παύσιν πάσης καταχρήσεως γινομένης κατά την διαχείρισιν της περιουσίας των επιτροπευομένων ή και προς βελτίωσιν αυτής».

[98] Άρθρ. 51 «Ο επίτροπος παρίστησι τον ανήλικον κατά πάσαν νομικήν πράξιν, αφορώσαν την προσωπικήν κατάστασιν ή την περιουσίαν αυτού, διοικών δε την περιουσίαν ως επιμελής οικογενειάρχης, είναι υπεύθυνος ένεκα πάσης εκ ραθυμίας επενεχθείσης εις τον ανήλικον ζημίας. Απαλλάττεται δε της εξ ελάσσονος ραθυμίας ευθύνης, εάν αποδείξη ότι κατέβαλεν εις τας υποθέσεις του ανηλίκου, οίαν συνήθως εις τας ιδίας  καταβάλλει επιμέλειαν.»

Άρθρ. 57 «...Αλλά το συγγενικόν συμβούλιον δύναται να επιτρέψη την εξακολούθησιν των εργα-σιών των ειρημένων καταστημάτων, επί προφανεί του ανηλίκου ωφελεία...».

[99] Οι ίδιες έννοιες απαντώνται και σε προγενέστερα Συντάγματα όπως τα Συντάγματα της Επιδαύρου/1822  (άρθρ. η΄: Οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα να κοινοποιώσιν άλλως τε και δια των τύπων τας δοξασίας των, αλλά με τους ακολούθους τρεις όρους: 2.Να μην αντιβαίνωσιν εις τας κοινώς αποδεδειγμένας αρχάς της ηθικής, άρθρ. ιβ΄2: Τα μεγάλα ανδραγαθήματα και αι σημαντικαί εκδουλεύσεις εις τας χρείας της πατρίδος, ενούμεναι με την χρηστότητα των ηθών, είναι δικαιώματα ικανά προς πολιτογράφησιν), και της Τροιζήνας/1827 (άρθρ. 26: Οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα χωρίς προεξέτασιν να γράφωσι και να δημοσιεύωσιν ελευθέρως δια του τύπου  ή αλλέως τους στοχασμούς και τας γνώμας των, φυλάττοντες τους ακολούθους όρους: β΄: Να μην αντιβαίνωσιν εις την σεμνότητα), που ίσχυσαν σε όλη την επαναστατημένη Ελλάδα και κατά συνέπεια και στην Κρήτη. 

[100] Παρόμοια διατύπωση στο άρθρο 22 εδ. β΄ ΣΚΠ 1907.

[101] Στα πρακτικά της 28.1.1899, ο Βενιζέλος σχολιάζει ότι η ως άνω αρχή ...είναι αρχή βασιζομένη επί της αναπτύξεως και του πολιτισμού. Και ότι η αρχή αύτη θα χρησιμεύση ως ελατήριον δια τους Μουσουλμάνους συμπατριώτας, το οποίον θα ωθεί αυτούς πάντοτε εις την μέριμναν, την οποίαν πρέπει να καταβάλλουν όπως αναπτύξουν τα τέκνα των ούτως ώστε να μη υστερούν των Χριστιανών συμπατριωτών των ούτε κατά την επιστημονικήν μόρφωσιν...

[102] Ίδια διατύπωση στο άρθρο 20 ΣΚΠ 1907.

[103] Ίδια διατύπωση στο άρθρο 19 εδ. α΄ ΣΚΠ 1907.

[104] Δεν υπάρχει σχετική διατύπωση στο άρθρο 18 ΣΚΠ 1907.

[105] ΄Ιδια διατύπωση στο άρθρο 24 εδ. α΄ ΣΚΠ 1907.

[106] Παρόμοια διατύπωση στο άρθρο 94 ΣΚΠ 1907.

[107] Βλ. ΕφΚρήτης 28/1948 (ΠρωτΧαν 128/1946), Θέμις ΝΘ΄, σελ. 635-636, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 787 του Κρητικού Αστικού Κώδικα αντιστοιχίζεται με το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα. Κατά την ερμηνεία των δύο προαναφερόμενων άρθρων, όπως δεν επιτρέ-πεται να χρησιμοποιήση ο συμβαλλόμενος τον δόλον κατά την κατάρτισιν της συμβάσεως και να βλάψη τον αντισυμβαλλόμενον και κατά την εκπλήρωσιν των υποχρεώσεών του να μετέλθη δόλον και να βλάψη τον αντισυμβαλλόμενόν του, κατά τον αυτόν λόγον δεν επιτρέπεται να ασκήση τα απορρέοντα εκ της συμβάσεως δικαιώματά του κατά τρόπον και σκοπόν ανωφελή μεν δι’ αυτόν, επιζήμιον δε δια τον άλλον... Ακόμη, ΠΠρωτΧαν 123/1947, Θέμις ΝΒ΄, σελ. 533 κ.ε. όπου η έννοια της καλής πίστεως της ΑΚ281 θεωρείται ταυτόσημη με την έννοια της επιείκειας του άρθρου 787 του κρ. αστ. κώδικα.

[108] Βλ. σχόλιο στην ΕφΚρ202/1947, ΕΕΝ ΙΕ΄, σελ. 39 κ.ε. όπου αναφέρεται η εξέλιξη στη νομική θεωρία και πράξη για το αν επί ζημίας οφειλόμενης σε παράλειψη, η παράλειψη έπρεπε να προσκρούει σε κάποια νομική διάταξη ή ήταν αρκετό αυτή να έγινε από κακοβουλία. Ενώ στην αρχή η άποψη που πλειοψηφούσε συνέκλινε υπέρ του παράνομου χαρακτήρα της παράλειψης, με το πέρασμα του χρόνου εγκαταλείφθηκε η άκαμπτη αυτή αρχή  και γινόταν αποδεκτό ότι και όταν η ενέργεια η παράλειψη της οποίας προκάλεσε ζημία δεν ήταν κατά νομική επιταγή υποχρεωτική αλλά επιβαλλόταν από την καλή πίστη και τότε δινόταν το δικαίωμα στο ζημιωθέντα να απαιτήσει αποζημίωση. Την ως άνω διχογνωμία υπέθαλπε η συγκεκριμένη διάταξη 1320 του Κρ.Αστ.Κώδ. ο συντάκτης της οποίας δε θέλησε να πάρει θέση, αλλά άφησε τη λύση στην εξέλιξη της νομολογίας.

[109] Είναι χαρακτηριστικά τα αποσπάσματα από την αιτιολογική έκθεση επί του σχεδίου της Πολιτικής Δικονομίας 1903,  ως προς το ως άνω ιδεολογικό πλαίσιο: «Ως διεσκευάσθη ήδη η Πολ. Δικονομία ουδεμίαν θα παράσχη δυσχέρειαν εν τη εφαρμογή... Ο λεπτομερέστερος κανονισμός των διαφόρων περιπτώσεων  θέλει είσθαι χαλινός κατέναντι της αυθαιρεσίας του δικαστού, αλλά και άγκυρα δι’ αυτόν κατά της ιταμότητας των διαδίκων... Αλλά και εν Ελλάδι απλοποίησις της διαδικασίας απητείτο, εξασφάλισις των συμφερόντων των δανειστών, του οφειλέτου και των τρίτων, γοργότης της διαδικασίας, αποκοπή των στρεψοδικιών του οφει-λέτου... Βλ. Τάλως, τόμ. Ε΄2, Κρητικός Κώδιξ ΙΙΙ (1995), σελ. 598, 599.

[110] Ίδια διατύπωση στα άρθρα 96 και 98 του Νόμου περί Οργανισμού των δικαστηρίων 1903.

[111] Σχετικό και το άρθρ. 690.

[112] Από το κείμενο των σχετικών διατάξεων αναδεικνύεται η ουσιαστική συμβολή και αρμο-διότητα του επισκόπου και γενικότερα της Εκκλησίας στην Κρήτη  σε ζητήματα που αφορούν στη σύσταση και λύση του γάμου. Αυτό εξάλλου προκύπτει από το γεγονός ότι οι λόγοι διάζευξης περιέχονται σε νομοθέτημα που ρυθμίζει εκκλησιαστικά ζητήματα. Επισημαίνεται ότι σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας το οικογενειακό δίκαιο των χριστιανών της Κρήτης ισχύει και εφαρμόζεται σύμφωνα με τους κανόνες της ορθόδοξης εκκλησίας, με τις τουρκικές αρχές να μην επεμβαίνουν στα έργα των εκκλησιαστικών αρχών. Βλ. Παπαγεωργίου Κ., «Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης», Τάλως, τόμ. Θ΄ (2001), σελ. 46 κ.ε.

[113] Οι διατάξεις του ν. 276/1900 που προέβλεπαν τους λόγους διαζυγίου καταργήθηκαν με την εφαρμογή του ΑΚ σύμφωνα με τον ΕισΝΑΚ/1940.

[114] Απόπειρα συμφιλίωσης και επιβολή τοπικών χωρισμών από τον Επίσκοπο, απαγγελία διάζευξης μόνο από τον Επίσκοπο χωρίς τη μεσολάβηση των πολιτικών δικαστηρίων για κάποιους λόγους διαζυγίου.

[115] Βλ. Μπεχλιβάνη, ό.π., σελ. 539 κ.ε. όπου μέσα από πληθώρα δικαστικών αποφάσεων παρατίθεται το περιεχόμενο που προσέδιδε το Πρωτοδικείο Χανίων στην έννοια της ‘αδυνά-του συμβιώσεως’.

[116] Βλ. Μπεχλιβάνη, ό.π., σελ. 556 κ.ε. σχολιασμός των πληροφοριών κοινωνιολογικού ενδια-φέροντος που συλλέχτηκαν από την ελάσσονα πρόταση των αποφάσεων.

[117] Βλ. παρόμοιες διατάξεις στο διάταγμα της 19.9.1899 «Περί δημοπρασιών και εκτελέσεως δημοσίων έργων», άρθρ. 16 και  30.

[118] Σε σχέση με το αντίστοιχο άρθρο  51 του  ν. 609/20.8.1881 (βλ. παραπάνω), η συγκεκρι-μένη διάταξη είναι διαφοροποιημένη αφού προβλέπει την απαλλαγή του επιτρόπου από την ευθύνη της ελαφράς αμέλειας και όχι της ‘ελάσσονος ραθυμίας’.

[119] Στο λόγο του Γ. Μπαλή, προέδρου της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, κατά την παρου-σίαση του Αστικού Κώδικα στις 15.3.1940, διαβάζουμε: «Το τρίτον που δικαιούμεθα ευλόγως να προσδοκώμεν από τον κώδικα είναι η κοινωνικωτέρα ρύθμισις του ιδιωτικού δικαιώματος, ή με άλλας λέξεις η ενίσχυσις του ηθικού περιεχομένου του εις τρόπον ώστε τούτο ελευθερούμενον των δεσμών του ατομισμού να ωθήται προς την κατεύθυνσιν την οποίαν επιτακτικώς απαιτούσι γύρω ημών αι μεγάλαι οικονομικαί, πνευματικαί και ηθικαί μεταβολαί.... Η ιδιοκτησία δεν είναι απλώς ατομικόν δικαίωμα αλλά και κοινωνική λειτουργία και δεν δύναται να επιτραπή εις την ατομικήν βούλησιν να έλθη αντιμέτωπος προς το συμφέρον της ολότητος. Το αυτό δύναται να επαναληφθή και επαναλαμβάνεται δια παν δικαίωμα και δη και δια το ενοχικόν. Ο κανών του δικαίου επί του ενοχικού δικαιώματος άμεσον μεν σκοπόν έχει την προστασίαν του ατομικού συμφέροντος, έμμεσον δε την πραγμάτωσιν του γενικωτέρου συμφέροντος του κοινωνικού συνό-λου...» Βλ. Δερβέναγα Αθ., «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόμος», έκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1991.  

[120] Ενδεικτικά, ΑΚ33 σχετικά με την επιφύλαξη της δημόσιας τάξης και των χρηστών ηθών κατά την εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου.

[121] Τα συναλλακτικά ήθη απαντώνται με την καλή πίστη ως ασφαλιστική δικλείδα για την εξασφάλιση της εντιμότητας στις συναλλαγές όπως στα άρθρα 142 για την πλάνη σχετικά με ουσιώδεις ιδιότητες, 197 για την προσυμβατική ευθύνη, 200 για την ερμηνεία των συμβά-σεων, 288 για την εκπλήρωση της παροχής, 388 για την απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών κ.α.

[122] Η αφόρητη συμβίωση των συζύγων ως απόρροια του ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης προβλέπεται στο δίκαιο του διαζυγίου τόσο πριν όσο και μετά την αναθεώρηση με την ιδεολογική διαφοροποίηση ότι δεν παρέχεται πριν το 1983 στον κυρίως υπαίτιο σύζυγο το δικαίωμα να ζητήσει τη διάζευξη. 

[123] Βλ. 1393ΑΚ σχετικά με τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης, 1394ΑΚ σχε-τικά με την κατανομή των κινητών κ.α.

[124] Βλ. 746ΑΚ σχετικά με την ευθύνη του εταίρου, 1396ΑΚ για το μέτρο αμοιβαίας ευθύνης των συζύγων κ.α.

[125] Βλ. 1651ΑΚ σχετικά με την παύση του επιτρόπου κ.α.

[126] Βλ. ΑΠ 34/1947, ό.π, σύμφωνα με την οποία η καταγγελία συμβάσεως εργασίας έγινε κατά κατάχρηση δικαιώματος αφού «…ο απολυθείς ετύγχανεν εκ των παλαιοτέρων αρίστων υπαλλήλων μη βαρυνόμενος δια πειθαρχικής τινός ποινής, πολεμιστής του Αλβανικού μετώπου και έδει να μη απολυθή εφ΄όσον νεώτεροι τούτου, τελούντες εν ήσσονι μοίρα, παρέμειναν εν τη υπηρεσία του λογιστηρίου…η εργοδότρια προβάσα εις την απόλυσιν του αναιρεσιβλήτου ως πλεονάζοντος ενήργησεν ουχί κατά κρίσιν ανδρός αγαθού…».

[127] Στο σχολιασμό της ως άνω απόφασης τονίζεται ότι η εγωιστική αντίληψη της απαγό-ρευσης μόνο της κακόβουλης άσκησης «είναι αυτόχρημα ασυμβίβαστος όχι μόνον προς τας σημερινάς εκ δύο παγκοσμίων πολέμων δημιουργηθείσας συνθήκας, αλλά και προς πάσαν έννοιαν και πάσαν ιδέαν δικαίου…».

[128] Στο οικογενειακό δίκαιο πριν την αναθεώρηση του 1983, η ΑΚ1386 είχε ακριβώς την ίδια διατύπωση. Επιπλέον, η απαγόρευση της κατάχρησης δικαιώματος επαναλαμβανόταν και στην ΑΚ1387 σχετικά με τις αποφάσεις του άνδρα στα πλαίσια του αρχηγικού του ρόλου στην οικογένεια.  

[129] Σχετική διάταξη πριν την αναθεώρηση του 1983, ήταν η ΑΚ1502 σχετικά με το δικαίωμα του πατέρα στην επιμέλεια του τέκνου.

[130] Ο ευαίσθητος οικογενειακός χώρος στον οποίο αναφέρονται οι συγκεκριμένες διατάξεις αποτελεί παραδοσιακά κοινωνικό χώρο όπου δυσκολότερα υιοθετούνται αρχές και ιδεο-λογικοί προσανατολισμοί που το δίκαιο επιχειρεί να καλλιεργήσει στα πλαίσια της παιδα-γωγικής του λειτουργίας. Επιπλέον, οι οικογενειακές σχέσεις που  ρυθμίζονται από τις εν λόγω διατάξεις κατεξοχήν επηρεάζονται, αντανακλούν και αναπαράγουν τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις. Κατά συνέπεια, υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από το νομοθέτη να επιβεβαιωθούν και να εδραιωθούν –μέσα από την επανάληψη της απαγόρευσης της κατά-χρησης- τόσο η αρχή της ισότητας όσο και της προστασίας των τέκνων.

[131]Με την ισχύ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (1968) καταργούνται ιδιαίτερα νομοθετή-ματα δικονομικού δικαίου που ίσχυαν –μετά πληθώρα  τροποποιήσεων-  μέχρι τότε στην Κρήτη. Συγκεκριμένα, με το άρθρ. 1 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονο-μίας, καταργούνται μεταξύ άλλων ο νόμος του 1903 «Περί Πολιτικής Δικονομίας της Κρητικής Πολιτείας», τα άρθρα 315-409 της Κρητικής Πολιτικής Δικονομίας 1880, τα άρθρα 50-56 της Ειδικής Δικονομίας των Κρητών 1880.

[132] Σχετική και η διάταξη του άρθρ. 799 για δίκες χορήγησης άδειας μεταθανάτιας τεχνητής γονιμοποίησης ή  κυοφορίας τέκνου από άλλη γυναίκα.

 

[133] Βλ. κεφάλαιο «ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ» για τη διενέργεια της επιτόπιας έρευνας προκειμένου να εντοπιστούν οι αδημοσίευτες αποφάσεις στα αρχεία Φορέων της Κρήτης  και για την αποδελτίωση νομικών περιοδικών και την πλοήγηση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών προκειμένου να εντοπιστούν οι δημοσιευμένες αποφάσεις.

[134] Για τη χρονολογική κατανομή των αποφάσεων, βλ. παραπάνω, κεφάλαιο «ΜΕΘΟ-ΔΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ».

[135] Επισημαίνεται ότι το αντικείμενο κάποιων αποφάσεων αφορούσε σε περισσότερους δικαιικούς κλάδους.

[136] Η εντολή προς εκτέλεση είχε τη μορφή: «Κηρύσσομεν την παρούσαν εκτελεστήν και παραγγέλλομεν προς τους εισαγγελείς, προς τους αξ/κούς της χωρ/κής, προς τους κλητήρας, και προς πάντα δημόσιον υπάλληλον, ίνα συμφώνως προς τα καθήκοντά των ενεργήσωσι πάντα τα προς εκτέλεσιν

[137] Βλ. ενδεικτικά στην ΠΠρωτΧαν 964/1939: «…παρουσία τούτε εισαγγελεύοντος Κυριάκου Μητσοτάκη Δικηγόρου (κωλυομένου του Εισαγγελέως και των αρμοδιωτέρων αναπληρωτών του)…».

[138] Βλ. ενδεικτικά ΠΠρωτΧαν 72/1943: «Το Δικαστήριον των εν Χανίοις Πρωτοδικών  συγκεί-μενον εκ των Δικαστών Β.Δ, Προεδρεύοντος (μη υπάρχοντος Προέδρου) Εισηγητού, Μ.Χ Πρωτοδίκου και Γ.Μ Δικηγόρου (προσληφθέντος υπό του Προέδρου)...», ΠΠρωτΧαν 89/1910: «Το Δικαστήριον των εν Χανίοις Πρωτοδικών συγκείμενον εκ των Δικαστών Μ.Γ, Προέδρου (Εισηγητού), Γ.Μ και Ν.Π…¨»

[139] Από τα υπόλοιπα νομοθετήματα που αναφέρονταν στο κείμενο των αποφάσεων και εφαρμόστηκαν, βλ. ενδεικτικά: Ν. ΓΩΛΖ/1911, ψήφισμα της Συνελεύσεως 85/1911, διάταγμα 117/2.8.1911, ν. 389 περί μεταλλείων, Εμπορικός Νόμος, Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός.

[140] Βλ. ενδεικτικές διατάξεις: 87, 95, 231 (βλ. κεφ. 1.2), 232 (Ο κακή πίστει νομεύς αποδίδει τους τε συλλεχθέντας καρπούς  και ους ηδύνατο να συλλέξη επιμελής οικογενειάρχης), 275 ( Ο καλή πίστει νεμόμενος φύσει κινητά, λογίζεται αποκτήσας νομίμως την κυριότητα αυτών, μη επιτρεπομένης της ανταποδείξεως. Αλλ’ ο απολέσας τοιαύτα πράγματα ή ο στερηθείς αυτών δι’ απάτης ή κλοπής, δύναται να διεκδικήση αυτά κατά παντός νομέως ή κατόχου. Η αγωγή αύτη δύναται να κινηθή κατά του καλής πίστεως νομέως μόνον εντός δύο ετών από της απωλείας ή στερήσεως, επιφυλασσομένης αυτώ της αναγωγής κατά του δικαιοπαρόχου), 659 (βλ. κεφ. 1.2), 770 (Ο οφειλέτης δεν ευθύνεται, εάν εξ ανωτέρας δυνάμεως ή εκ τύχης  εμποδισθή να δώση ή να πράξη ό,τι ώφειλεν ή αναγκασθή να πράξη ό,τι ώφειλε να παραλείψη), 905 (Ο πωλητής δύναται να ζητήση την διάρρηξιν της πωλήσεως ακινήτου ένεκεν υπερόγκου βλάβης, εάν η αξία του πράγματος υπερβαίνη το διπλάσσιον του τιμήματος. Είναι ανίσχυρος πάσα εναντία συμφω-νία κατά την σύναψιν της πωλήσεως γενομένη), 1008 (Εάν η συμφωνηθείσα μεσιτική αμοιβή είναι δυσαναλόγως μεγάλη, δύναται το δικαστήριον τη αιτήσει του οφειλέτου να μετριάση αυτήν εις το προσήκον).

[141] Βλ. ενδεικτικά ΕφΚρ 14/1914 με αντικείμενο την ανακοπή κατά προγράμματος πλειστη-ριασμού, όπου γινόταν αναφορά στα άρθρα 98, 99, 101, 319, 357, 365, 366, 367, 372, 631, 682 της Πολιτικής Δικονομίας  1880 και στο άρθρο 864 της ελληνικής Πολιτικής Δικονομίας.

[142] Βλ. ΠΠρωτΧαν 853/1925, Ν. 8 Πρ.Πανδ.(10.3), 7.2 παρ. 4 Πανδ. (10.2), ΠΠρωτΧαν 894/1925, Ν. 22 παράγρ. Πανδ. (23.3), Ν.20 Κώδ. (5.13), Ν. 65 παράγρ. 16 Πανδ. (17.2), Ν.4 Πανδ. (43.30), Ν. 7 Πανδ. (44.2), Ν. 43 και 44 Πανδ. (50.16), Ν. 41 Βασ. (2.3), ΠΠρωτΧαν 705/1936, 45 Πανδ. (29.2), Ν. 42 Βασ. (19.11), ΠΠρωτΧαν 853/1939, άρθρ. 7 &16 Βασ. (42.1),  ΠΠρωτΧαν 700/1940, ν. 12 παρ. ΙΙΙ (23.3), ν. 1 παρ. 7 Κ(5.18), 119, Βασ. Βιβλ. 29.Ι, 28.Ι Θεμ. 8, 12.3 ΙΙ (25.Ι).  Βλ. ενδεικτική αναφορά στις έννοιες της καλής και της κακής πίστης, άρθρ. 7§16 Βασ. (42.1): «Καρπός νοείται ο μετά υπεξαίρεσιν των δαπανών, των εις το γενέσθαι και συναχθήναι και φυλαχθήναι τους καρπούς προχωρουσών επί καλή πίστει και κακή πίστει νομέως». 

[143] Βλ. ΕφΧαν 28/1914, άρθρ. 906 Οθωμαν. Κώδ., ΠΠρωτΧαν 47/1943,  άρθρ. 6, 1224, 1927 Οθωμαν. Κώδ.

[144] Βλ. ΕφΧαν 28/1914 με αντικείμενο τη νομή ακινήτου: «…η καλή πίστις θα κριθεί εκ της αδόλου πεποιθήσεως ην είχε ούτος ότι δεν αδικεί κατέχων ως νεμόμενος το ακίνητον...».

[145] Βλ. ΠΠρωτΧαν 882/1939 με αντικείμενο την αναγνώριση ανεπίληπτης νομής αγρού:«... τον εις θέσιν Ξηρόκαμπος της περιφερείας του χωρίου Τραχινιάκου Κανδάνου, κείμενον αγρόν εκτάσεως τριάκοντα περίπου οκάδων, συνορευόμενον  γύρωθεν με κτήματα κατεχόμενα υπό του εναγομένου Μ.Μ. ενέμετο καλή τη πίστει και διανοία κυρίου ήτοι εξεχέρσωσεν τούτον δι’ εργατών του και αυτοπροσώπως κατά το θέρος του έτους 1936, τον έσπειρεν κατά το φθινό-πωρον του ιδίου έτους και εθέρισε κατά το θέρος 1937...»

[146] Βλ. ΠΠρωτΧαν 160/1965 με αντικείμενο την αναγνώριση κυριότητας ακινήτου: «…Κατό-πιν δε της διανομής ταύτης, γενομένης ατύπως, περιήλθεν εις αυτάς το επίδικον ακίνητον, το οποίον και κατέλαβον, νεμηθείσαι αυτό από κοινού έκτοτε (1928) διανοία κυρίου και καλή τη πίστει  μέχρι του έτους 1930 ότε διένειμον τούτο μεταξύ των κατ’ ισομοιρίαν και τα εις αυτάς περιελθόντα τμήματα, άτινα και περιγράφουσιν, εκάστη τούτων ενεμήθη έκτοτε διανοία κυρίου και καλή τη πίστει συνεχώς, ενεργούσα πάσας τας διακατοχικάς πράξεις, ήτοι φυτεύουσα δένδρα, καλλιεργούσα και συλλέγουσα τους καρπούς αυτών, συνεχώς μέχρι της αγωγής…»

[147] Βλ. ΠΠρωτΧαν 141/1980 με αντικείμενο την αναγνώριση κυριότητας ακινήτου.

[148] Βλ. ΠΠρωτΧαν 393/1977 με αντικείμενο τη διεκδίκηση κυριότητας ακινήτου: «…Ότι το επίδικον αποτελεί τμήμα  της ως άνω οδού, την οποίαν κατέλιπον ούτοι προς εξυπηρέτησιν των υπ’ αυτών πωλουμένων ακινήτων, κειμένης ταύτης βορείως τούτων και επί του νοτίου ορίου του αιγιαλού και της θαλάσσης και ότι επί του ως άνω επιδίκου, αποτελούντος τμήμα της εν λόγω οδού, αυτός (εναγόμενος) ενήργησε πράξεις διακατοχής, ήτοι περίφραξιν, ανοικοδόμησιν, καλλιέργειαν δένδρων, κηπευτικών, ανθοκηπίων κλπ επί συνεχές χρονικόν διάστημα 10 και πλέον ετών προ της πρώτης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της υπό κρίσιν αγωγής, υπό τα όμματα των εναγόντων, ουδεμιάς διαμαρτυρίας προβληθείσης εν τω μεταξύ υπ’ αυτών περί τούτου, δημιουργηθείσης ούτω εις αυτόν της πεποιθήσεως ότι δεν πρόκειται να ασκήσωσιν ούτοι (ενά-γοντες) οιονδήποτε επ’ αυτού δικαίωμά των. Ο ισχυρισμός ούτος είναι νόμιμος, συνιστών έν-στασιν καταχρήσεως δικαιώματος, ερειδομένην επί της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, καθ’ όσον αληθών  υποτιθεμένων των ως άνω περιστατικών η άσκησις του ως άνω δικαιώματος των εναγόντων (διεκδίκησις του επιδίκου ακινήτου) υπερβαίνει προφανώς, κατά την κρίσιν του Δικαστηρίου, τα όρια τα επιβαλλόμενα εκ της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος...».

[149] Βλ. ΠΠρωτΧαν 69/1943 με αντικείμενο τη διεκδίκηση κυριότητας όνου:«…Να αναγνω-ρισθή κύριος του όνου τούτου. Να διαταχθή ο εναγόμενος να τον  αποδώση αλώβητον εν απω-λεία του να υποχρεωθή να τω δώση την αντίστοιχον αξίαν του εις δραχμάς διενεργουμένης της σχετικής διαδικάσεως. Να υποχρεωθή να τω πληρώση δραχμάς 90.000 εντόκως από της αγωγής έως   εξοφλήσεως…Η υπό κρίσιν αγωγή διεκδικήσεως του εν αυτή αναφερομένου όνου, ον ισχυρίζεται ο ενάγων ότι απώλεσε κατά την διάρκειαν του έτους 1941 και τον οποίον ευρών ο Κ.Ξ. επώλησεν αυτόν εις τον εναγόμενον όστις κατέχει και εκμεταλλεύεται τούτον, νόμω βάσιμος εστί και κατ’ ουσίαν εξεταστέα…Ο εναγόμενος δε δύναται να θεωρηθή υπεξαιρέτης αφ’ ού κατά τα εν τη αγωγή εκτιθέμενα ούτε ευρέτης είναι ούτος, αλλά ούτε και ισχυρισμός εν αυτή υπάρχει ότι ο πωλητής του είχε καταστεί ένοχος υπεξαιρέσεως δι’ αποκτήσεως παρ’ αυτού ως ευρέτου του όνου ή δια δημοσίας προσκλήσεως κατά τα εν τοις πρόσθεν εκτιθέμενα και ότι εν γνώσει του αδικήματος ηγόρασεν ούτος τον επίδικον όνον …»

[150]Βλ. ΠΠρωτΧαν 72/1943 με αντικείμενο την αναγνώριση κυριότητας και την αποβολή κακής πίστεως νομέα στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.

[151] Βλ. ΠΠρωτΧαν 92/1943 με αντικείμενο την απόδοση κινητού πράγματος (κάρου) στον πραγματικό κύριο: «…Η υπό κρίσιν αγωγή δι’ ης ζητείται όπως αναγνωριζομένης της κυριό-τητος του ενάγοντος επί του εν αυτή αναφερομένου κάρρου ούτινος κάτοχος είναι ο εναγόμενος διαταχθή η απόδοσις αυτού εις τον ενάγοντα, νόμω βάσιμος εστί…Αποδείξη δια παντός νομίμου μέσου και δια μαρτύρων ότι του κατασχεθέντος εις χείρας του εναγομένου κάρρου (σούστας) είναι κύριος ως καλής πίστεως κάτοχος αυτού μέχρι των πολεμικών γεγονότων του 1941 ότι απώλεσε τούτο και το παρέλαβε ο εναγόμενος…»

[152] Βλ. ΕφΧαν 22/1914 με αντικείμενο την αποβολή αυθαίρετου νομέα μεταλλείου: «…κατέ-λαβεν αυθαιρέτως και άνευ ουδενός νομίμου δικαιώματος οριστικώς προ πέντε περίπου ημερών και ήρξατο ανεγείρων οικοδομήν λιθόκτιστον, ανοίξας ήδη τα προς τούτο αναγκαιούντα θεμέλια…»

[153] Βλ. ΠΠρωτΧαν 882/1939 με αντικείμενο την αναγνώριση ανεπίληπτης νομής αγρού: «…Κατά τον Νοέμβριον δε του έτους 1937 ο εναγόμενος λάθρα και εν αγνοία του μετέβη και έσπειρε λιμπίνους εις τινα γωνίαν του επιδίκου και ούτω διετάραξεν την ανεπίληπτον νομήν του επί του επιδίκου...»

[154] Βλ. ΠΠρωτΧαν 691/1936 με αντικείμενο την αναγνώριση κακής πίστεως νομέα: .«…ο ενάγων (Δήμος Χανίων) δι΄αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κατ΄έτος 1928 εγένετο κύριος του εν τη αγωγή αναφερομένου ακινήτου και ότι ο εναγόμενος κατά τον Ιανουάριον 1934 κατέλαβεν αυτό αυθαιρέτως , κατέχει και νέμεται έκτοτε κακή τη πίστει καρπούμενος αυτό… αποδεικνύεται αφενός ότι το κτήμα του εναγομένου απηλλοτριώθη αναγκαστικώς και ωρίσθη αποζημίωσις εκ δραχμών 225.800 υπέρ αυτού, αφετέρου ότι δια το κτήμα τούτο κατεβλήθη   η ορισθείσα ως είρηται αποζημίωσις…»

[155] Για αυθαίρετες πράξεις διακατοχής, βλ. και ΠΠρωτΧαν 705/1936 με αντικείμενο την αναγνωριστική αγωγή, στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. Ακόμη, βλ. ΠΠρωτΧαν 853/1939 με αντικείμενο την απόδοση καρπών από κακής πίστεως νομέα: «…Η υπό κρίσιν αγωγή νόμιμον ευρίσκει  έρεισμα τας ανωτέρω διατάξεις διώκουσα κατά παραδεκτήν δια των προτάσεων  βελτίωσίν της (άρθρ. 154 και 155 Κ.Π.Δ) την παρά του εναγομένου ως κακής πίστεως  (ούτω ερμηνευθείσαι αι λέξεις αυθαιρέτως, βιαίως κ.λ.π) νομεύς εξ ολοκλήρου, απόδοσιν του αναλόγου ποσοστού της αξίας των συλλεγέντων και μη σωζομένων κατά την έγερσιν της αγωγής καρπών (μετά την αφαίρεσιν των εξόδων) των παραχθέντων εκ των εν τοις προτάσεσι παραδεκτώς περιγραφο-μένων ακινήτων …» 

[156] Βλ. ΠΠρωτΧαν 879/1925 με αντικείμενο τη μη αναγνώριση νομής: «…Κατέλαβε και διεχειρίζετο τα κτήματα ταύτα η ενάγουσα  μέχρι του θανάτου της Α.Μ συμβάντος το 1913 ή 1915 ουχί ιδίω δικαίω αλλά δια λογαριασμόν και ως αντιπρόσωπος της Α.Μ…Οίτινες κατέθεσαν ότι η ενάγουσα και ο σύζυγός της έστελλον λάδι και λεπτά δια τα σταφύλια…»

[157] Βλ. ΠΠρωτΧαν 971/1939 με αντικείμενο την  αναγνώριση και παύση παρακώλυσης  χρήσης ύδατος στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.

[158] Βλ. ΠΠρωτΧαν 18/1970 με αντικείμενο την αναγνώριση κυριότητας: «…Επειδή η μακρο-χρόνιος παράλειψις ασκήσεως του δικαιώματος δεν θεμελιοί αυτή καθ’ εαυτή την ένστασιν καταχρηστικής ασκήσεως αυτού (άρθρ. 281 ΑΚ). Όθεν απορριπτέα αποβαίνει ως μη νόμιμος  και η ένστασις του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της εναγούσης, ως ασκουμένου μετά πάροδον 13ετίας, αφ’ ης ηδύνατο να εγείρη την ένδικον αγωγήν, καθ’ όσον ούτος δεν επικαλείται και έτερα περιστατικά, ικανά προς περιαγωγήν της εν λόγω ασκήσεως εις αντίθεσιν προς την καλήν πίστην ή τα χρηστά ήθη, ή τον κοινωνικόν ή οικονομικόν σκοπόν του δικαιώματος…».

[159] Βλ. ΠΠρωτΧαν 388/1977 με αντικείμενο την αναγνώριση κυριότητας: «…Ισχυρίζεται η εναγομένη  ότι αύτη και η ανωτέρω δικαιοπάροχος  αυτής Μ.Π προέβησαν από της μεταβι-βάσεως αυτοίς των ως άνω ακινήτων, εν οις και τα επίδικα, εις την περίφραξιν αυτών μετά τμήματος εκ της προς βορράν τούτων καταληφθείσης υπό του ανωτέρω Ν.Τ. οδού πλάτους  δέκα μέτρων προς εξυπηρέτησιν των πωληθέντων υπ’ αυτούς εις τρίτους ακινήτων, και οικοδόμησιν επ’ αυτών οικιών, χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθούν δια τας ενεργείας, αρχικώς αμφοτέρων τούτων είτα δε από του έτους 1974 της εναγομένης, οι ενάγοντες και ο ρηθείς δικαιοπάροχος αυτών, δημιουργήσαντες εις ταύτην (εναγομένην) την πεποίθησιν ότι δεν επρόκειτο να ασκήσουν το επί των επιδίκων τούτων δικαίωμά των. Και ο ισχυρισμός ούτος της εναγομένης αληθής υποτιθέμενος συνιστά ένστασιν καταλυτικήν του αξιουμένου δια της αγωγής δικαιώματός των, στηριζομένην εις την διάταξιν του άρθρ. 281 ΑΚ καθ’ ην, η άσκησις του δικαιώματος απαγορεύεται εάν αύτη υπερβαίνη προφανώς τα όρια τα επιβαλλόμενα εκ της καλής πίστεως ή των χρηστών ηθών ή εκ του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος…».

[160] Βλ. ΠΠρωτΧαν 354/1980 με αντικείμενο την αναγνώριση κυριότητας: «…Η εκ των ως άνω εναγομένων Γ.Π. δια των εγγράφων προτάσεών της, διατείνεται, ότι η άσκησις της υπό κρίσιν αγωγής παρίσταται καταχρηστική ως αντικειμένη εις τα χρηστά ήθη και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος των εναγόντων, καθ’ όσον άπαντες οι διάδικοι προήλθον εις άτυπον διανομήν  των επικοίνων ακινήτων κατ’ έτος 1973, πλην του εξ αυτών κειμένου εις θέσιν ‘Μαχτά ή Πολλοί Πασπάλοι’ μη ανήκοντος εις την κληρονομίαν, εξ ης (διανομής) αύτη έλαβεν την εν τη αγωγή περιγραφομένην οικίαν μετά του συνεχομένου ταύτης χωραφίου, ην έκτοτε  κατέχει επισκευάζουσα και συντηρούσα ταύτην δι’ ιδίων χρημάτων εις τρόπον ώστε να είναι κατοικήσιμος, οι δε ενάγοντες και λοιποί εναγόμενοι έλαβον κατά τον λόγον της μερίδος των άπαντα τα λοιπά  ως άνω κληρονομιαία ακίνητα. Ο εν λόγω ισχυρισμός της συνιστά ένστασιν καταλυτικήν του αγωγικού δικαιώματος καθ’ ο μέρος ούτος αναφέρεται εις το προρρηθέν ακίνητον, ερειδομένην εις την διάταξιν του άρθρου 281 ΑΚ…».

[161] Βλ. ΠΠρωτΧαν 853/1925 με αντικείμενο τη διανομή κληρονομιαίας περιουσίας: «…Η διανομή μεταξύ τινών μόνον εκ των συγκυρίων αποβαίνει άνευ αποτελέσματος, δικαιουμένων των μη μετασχόντων εις την διανομήν συγκυρίων να επιδιώξωσι νέαν διανομήν όπως και ούτοι λάβωσι το ανήκον αυτοίς εκ  των διανεμηθέντων κτημάτων. Έχει δε η εναγομένη έννομον συμφέρον εις την τοιαύτην εναντίωσιν, προς αποφυγήν ματαίας δαπάνης…»

[162] Βλ. ΠΠρωτΧαν 691/1936 με αντικείμενο την αναγνώριση νομής: «…ούτος (ο εναγόμενος) εκαρπώθη ή έδει να καρπωθή αν ενήργη ως επιμελής οικογενειάρχης χιλίας οκάδας ελαίου αξίας κατά τον χρόνον της αγωγής δραχμών είκοσι τεσσάρων χιλιάδων, και χιλίας πεντακοσίας οκάδας καθαράς εσπεριδοειδών (πορτοκαλλίων)  αξίας οκτώ χιλιάδων δραχμών κατά τον χρόνον της αγωγής (Νοέμβριος 1935) ….».

[163] Βλ. στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, ΠΠρωτΧαν 635/1940 με αντικείμενο τη μη αναγνώριση κυριό-τητας ακινήτου σύμφωνα με την οποία,  η εναπόθεση –δυνάμει του συμβολαίου πώλησης- τούβλων στην ταράτσα του αντιδίκου προφανώς προσδιόριζε και ταυτόχρονα περιόριζε την κυριότητα της ενάγουσας σε συγκεκριμένο τμήμα της αυλής.

[164] Βλ. ΠΠρωτΧαν 47/1943 στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.

[165] Βλ. ΠΠρωτΧαν 89/1910 με αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης: «...αποδεικνύεται ότι η παρεμβαίνουσα είναι κυρία του μισθωθέντος τω τρίτω καταστήματος, δεν ήτο δε ο εναγόμενος καλής πίστεως και αυτός ωκοδόμησε την οικίαν καθόσον δεν ηγνόει ότι του γηπέδου ήτο κυρία εφόσον συνέπραξεν εις το ειρημένον υπ’ αριθμ.11382 συμβόλαιον, ούτω δε η παρεμβαίνουσα δικαιούται εκ του μισθώματος...».

[166] Βλ. ΠΠρωτΧαν 139/1965 με αντικείμενο την καταβολή υπολοίπου τιμήματος και προβολή ένστασης συμψηφισμού και άσκηση δικαιώματος επισχέσεως: «...Το επικαλούμενον  γεγονός ότι δεν εχορηγήθη τω εναγομένω η κατά νόμον απαιτουμένη άδεια κυκλοφορίας του πωληθέντος αυτώ ελκυστήρος, ως εκ της μη υπ’ αυτού υποβολής των ανωτέρω δικαιολογητικών εγγράφων, αποδεικνύεται εκ του υπό τούτου επικαλουμένου και νομίμως προαποδεικτικώς προσαγομένου υπ’ αριθμ. 5645 της 30.7.1964 εγγράφου της Διευθύνσεως Γεωργίας Νομού Χανίων. Και συνεπώς το γεγονός τούτο δεν χρήζει περαιτέρω αποδείξεως. Εξ ετέρου η υπο-χρέωσις της εναγούσης πωλητρίας όπως χορηγήση τω εναγομένω αγοραστή τα ως άνω έγγραφα, συνιστά προφανώς εν εκ των στοιχείων των περιεχομένων εις την εκ της προκειμένης πωλητηρίου συμβάσεως ενοχής της έναντι τούτου, επιβαλλομένη αυτή κατά νόμον (άρθρ. 173, 200 και 288 Αστ. Κώδικος) ως υπαγορευομένη εκ της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών και προσαυξάνουσα τας ρητώς εν τη συμβάσει ταύτη συνομολογηθείσας υποχρεώσεις της, μη χρήζουσα όμως ιδίας αποδείξεως, καθ’ ο απορρέουσα ευθέως εκ των αναγκαστικού δικαίου ως άνω διατάξεων, αντίθετος προς τας οποίας συμφωνία θα ήτο ανίσχυρος...»

[167] Βλ. ΠΠρωτΧαν 385/1977 με αντικείμενο τον αδικαιολόγητο πλουτισμό: «…Ο εναγόμενος διατείνεται ότι δεν δικαιολογείται η άσκησις της υπό κρίσιν αγωγής μετά παρέλευσιν οκτώ ετών αφ’ ότου εγεννήθη και κατέστη δυνατή δικαστικώς η δι’ αυτής (αγωγής) επιδιωκουμένη αξίωσις του ενάγοντος. Ο ισχυρισμός ούτος ερευνώμενος  ως ένστασις καταχρήσεως δικαιώματος (άρθρ. 281 ΑΚ) τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, καθ’ όσον και αληθών υποτιθεμένων των δι’ αυτού εκτιθεμένων ως άνω περιστατικών, η επί μακρόν χρόνον μη άσκησις του δικαιώματος καθ’ εαυτήν άνευ της συνδρομής και ετέρων περιστατικών δεν καθιστά καταχρηστικήν την μετά τούτον άσκησιν αυτού…». Ακόμη, ΠΠρωτΧαν 7/1970 για καταβολή ασφαλιστικών εισφορών: «... Η διωκομένη εισφορά υπέρ του ενάγοντος δημοσίου Ιδρύματος, σκοπούντος την παροχήν μέσης και κατωτέρας βιομηχανικής, τεχνικής και εν γένει επαγγελματικής μορφώσεως, επεβλήθη δια των εν τη ηγουμένη σκέψει  παρατεθεισών διατάξεων επί των πάσης φύσεως ετησίων εσόδων των Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων, αποκομιζόντων ιδιαιτέραν ωφέ-λειαν εκ της λειτουργίας τούτου, εκ λόγων γενικωτέρου κοινωνικού και εν γένει δημοσίου συμφέροντος. Κατ’ ακολουθίαν  τούτων, δέον όπως απορριφθώσιν ως μη νόμιμοι ό τε ισχυ-ρισμός του εναγομένου περί καταργήσεως των διατάξεων τούτων δι’ αχρησίας και η ένστασις αυτού περί εντεύθεν καταχρηστικής ασκήσεως του εν τη αγωγή δικαιώματος, καθ’ όσον μάλιστα το επικαλούμενον περιστατικόν της υπό τούτου συντηρήσεως ενταύθα ετέρας τεχνικής και επαγγελματικής σχολής δεν περιάγει την άσκησιν του επιδίκου δικαιώματος εις προφανή αντίθεσιν προς την καλήν πίστιν ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικόν ή οικονομικόν σκοπόν του δικαιώματος...»

[168] Βλ. ΠΠρωτΧαν 338/1980 με αντικείμενο  μισθωτική διαφορά στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.

[169] Βλ. ΕφΧαν 16/1914 με αντικείμενο την καταβολή μισθωμάτων: «…αποκλείεται σύμβασις εκ των προτέρων δι’ ης συμφωνείται τόκος εν μέλλοντι χρόνω μισθωμάτων μήπω καθυστερου-μένων…».

[170] Βλ. ΕφΧαν 29/1914 με αντικείμενο την καταβολή μισθωμάτων: «…δύναται δε το πρώτον ήδη ενώπιον του Εφετείου δια των προτάσεων να προτείνη την ένστασιν ταύτην διότι η απαγόρευσις του άνω άρθρου σκοπούσα την πρόληψιν τοκογλυφικού κερδοσκοπικού ορά την δημοσίαν τάξιν, μεταρρυθμιστέα συνεπώς κατά το μέρος τούτο εστί η εκκαλουμένη από-φασις…Το υπ’ αριθμ. 85 του 1911 ψήφισμα της Συνελεύσεως δι ου περιορίζεται ο της υπερημε-ρίας τόκος επί πασών των απαιτήσεων του Μοναστηριακού Ταμείου ως ορφανικών περιουσιών δεν αντιμάχεται κατά το περιεχόμενον αυτού εις το Σύνταγμα, κατά ερμηνευτικόν δε κανόνα επιστημονικώς παραδεδεγμένον ο νόμος ο περιορίζων το μέτρον του τόκου έχει αφ’ εαυτού αναδρομικήν δύναμιν εκτεινομένην και επί σχέσεως συνομολογηθείσης προ της ισχύος του νόμου, από της δημοσιεύσεως δε αυτού οι  οφειλόμενοι τόκοι κανονίζονται καθ’ ο μέτρον ορίζει η περιοριστική του νέου νόμου διάταξις...». Ακόμη, ΕφΧαν 5/1914 με αντικείμενο την επιδίκαση αποζημίωσης στο  ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.

[171] Βλ. ΠΠρωτΧαν 90/1910 με αντικείμενο τη μείωση μεσιτικής αμοιβής: «…να μειωθή το ποσόν της συμφωνηθείσης αμοιβής των 300 δραχμών ως λίαν δυσαναλόγου κατά το άρθρον 1008 του Αστικού Κώδικος εν σχέσει προς το τίμημα των δια της μεσιτείας του εφεσιβλήτου πωληθέντων κτημάτων…»

[172] Βλ. ΠΠρωτΧαν 828/1925 με αντικείμενο την καταβολή αμοιβής: «…προέκυψεν κατ’ αμάχητον πλέον τεκμήριον ότι η δικαία αμοιβή του ενάγοντος δια τας παρασχεθείσας εις την εναγομένην υπηρεσίας του κατά την διάσωσιν του ατμοπολοίου ‘Vinci’ είνε η των δρ. 2 χιλ. κατά μήνα καθ’ ην ανταλλακτικήν αξίαν είχεν η δραχμή κατά Ιούνιον του  1918, και ότι ούτος εδαπάνησεν τα εν τω θέματι του όρκου τούτου αναφερόμενα ποσά εκ δραχμ. 2750 ανερχομένας προς δε ότι η εναγομένη επλήρωσεν δι’ ιδίων αυτής χρημάτων πάντας τους εργάτας τους εργασθέντας επί του αυτού διασωθέντος ατμοπολοίου ή τους εντός αυτού…».

[173] Βλ. ΠΠρωτΧαν 713/1936 με αντικείμενο τη  διάρρηξη δικαιοπραξίας στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.

[174] Βλ. ΠΠρωτΧαν 686/1936 με αντικείμενο την ακύρωση τοκογλυφικής δανειακής σύμβασης στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.

[175] Βλ. ΠΠρωτΧαν 955/1939 με αντικείμενο τη μείωση τιμήματος: «…να μειωθή δι’ αποφάσεως ημών η συμφωνηθείσα δι’ εκάστην οκάν τιμή δρχ. 10 και 20% των εν τω ιστορικώ της αγωγής υπό του αντιδίκου κατά τον Ιούνιον του 1938 πωληθέντων εις αυτόν τριών χιλιάδων επτακοσίων οκάδων μπιζελίων κατά δραχμάς 5 και 20%  κατ’ οκάν. Να υποχρεωθή ο εναγόμενος δι’ εξαμήνου προσωπικής του κρατήσεως να τω καταβάλη εντόκως από της επιδό-σεως της αγωγής δραχμάς πέντε χιλιάδας διακοσίας… Ο εναγόμενος ώμοσεν τον εξής όρκον : Είναι μεν αληθές ότι ο ενάγων ηγόρασεν παρ’ εμού το πρώτον δεκαήμερον  του Ιουνίου 1936 προς μεταπώλησιν επί κέρδει  τρεις χιλιάδας επτακοσίας οκάδας μπιζέλια προς δραχμάς 10,20% κατ’ οκάν καθαρά και αποστειρωμένα, πλην ταύτα ήσαν και βραστερά και καθαρά και αποστειρωμένα, τουτέστιν περιείχον όλας τας συνομολογηθείσας ιδιότητας, επιπλέον δε αληθές είναι ότι ο ενάγων προκειμένου να παραλάβη τα δι’ ων η αγωγή του μπιζέλια την 17ην Ιουνίου 1936 εβεβαιώθη μετ’ επιμελημένου ελέγχου, ον ενήργησεν αυτοπροσώπως, ότι είχον πάσας τας συμφωνηθείσας ιδιότητας, μεθ’ ο και παρέλαβεν ανεπιφυλάκτως απαλλάξας με πάσης ευθύ-νης…»

[176] Βλ. ΠΠρωτΧαν 964/1939 με αντικείμενο τη διάλυση αγοραπωλησίας στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.

[177] Βλ. ΠΠρωτΧαν 44/1943 με αντικείμενο την καταβολή υπολοίπου εμπορεύματος: «…να υποχρεωθή ο εναγόμενος να τω παραδώση  εκ της εν Καλύβαις Νομού Χανίων αποθήκης του 50.000 οκάδας χαρουπίων καταβαλλομένου του υπολειπομένου εκ δραχμών 30.000 τιμήματος ή εφόσον δεν παραδώση ταύτα να υποχρεωθή να τω καταβάλη 470.000 δραχμάς εντόκως και επί τω εκάστοτε νομίμω τόκω υπερημερίας από κοινοποιήσεως της αγωγής και άχρις εξοφλή-σεως…Ουδέ δύναται ο πωλητής να ισχυρισθή ότι ήτο απ’ αρχής αδύνατος η εκτέλεσις της ενοχής και ότι συνεπώς η ενοχή του κατέστη αδύνατος διότι δεν πρόκειται περί πράγματος ειδικώς ωρισμένου ώστε καταστραφέντος τούτου η εκτέλεσις να καθίσταται αδύνατος, αλλά περί πραγμάτων αντικαταστατών τα οποία ηδύνατο ο πωλητής εάν δεν είχε εις τας αποθήκας του να προμηθευθή αγοράζων άλλα ώστε να έχωσιν εφαρμογήν αι περί αδυναμίας εκτελέσεως των ενοχών  διατάξεις. Ουδέ δύναται να επικαλήται ο εναγόμενος ομολογίας του ενάγοντος ότι η εκτέλεσις της ενοχής ήτο απ’ αρχής αδύνατος, εκ του περιστατικού ότι ομολογεί ότι το αγορασθέν εμπόρευμα είχε παραχωρηθή ως ενέχυρον εις την εμπορικήν Τράπεζαν διότι της τοιαύτης ενεχειριάσεως ηδύνατο να απαλλαγή το εμπόρευμα δια της πληρωμής του δανείου δι’ ο ως ενέχυρον εδόθη…»  

[178] Βλ. ΠΠρωτΧαν 867/1925 με αντικείμενο την ευθύνη μεταφορέα για φθορά ή απώλεια εμπορευμάτων κατά τη μεταφορά στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.

[179] Βλ. ΠΠρωτΧαν 885/1939 με αντικείμενο την ακύρωση απαίτησης από τη συναλλαγ-ματική: «…ενστάσεις περί ακυρότητος της απαιτήσεως της συναλλαγματικής ως προερχομένης εκ χαρτοπαιγνίου και ότι η ενάγουσα είναι κακής πίστεως κάτοχος της συναλλαγματικής…».

[180] Βλ. ΠΠρωτΧαν 902/1939 με αντικείμενο την ακύρωση κατάσχεσης φυσικών καρπών  εις χείρας τρίτου: «…δεν ισχυρίζεται ο ανακόπτων ότι τω παρέδωκεν τα κινητά ταύτα κατά την επικαλουμένην υπ’ αυτού σύμβασιν αγοραπωλησίας, ήτις σύμβασις μόνη δεν αρκεί  προς κτήσιν της κυριότητος… Ως προς τα λοιπά κινητά ήτοι τους  καρπούς… δεν ισχυρίζεται όμως ο ανακόπτων ότι ετύγχανε καλή πίστει νομεύς των κατασχεθέντων ούτε εξηγεί κατά τίνα τρόπον ευρέθησαν ταύτα και κατεσχέθησαν εις χείρας άλλου ήτοι του εναγομένου οφειλέτου…».

[181] Βλ ΠΠρωτΧαν 114/1965 με αντικείμενο την κήρυξη πτώχευσης εμπόρου: «…Οι εξετα-σθέντες μάρτυρες αορίστως καταθέτουσιν  και βεβαιούσιν ότι η πτώχευσις ωφείλετο εις τας αποτόμους διακυμάνσεις της τιμής του ελαίου όπερ απετέλει το αντικείμενον της εμπορίας..».

[182] Βλ. ΠΠρωτΧαν 801/1925 με αντικείμενο την αναγνώριση σωματείου με την επωνυμία «Γενική Ένωσις Ιδιοκτησίας Κρήτης»: «…Ο σκοπός του υπό αναγνώρισιν σωματείου, ως εμφαίνεται εκ του άρθρου 2 του ρηθέντος καταστατικού του, δεν αφορά κερδοσκοπίαν, ουδ’ αντίκειται εις τους κειμένους νόμους και την ηθικήν. Το δε καταστατικόν τούτον εψηφίσθη νομίμως και δεν αντιτίθεται εις τας κειμένας περί σωματείων νομικάς διατάξεις…».

[183] Βλ. ΠΠρωτΧαν 894/1925 με αντικείμενο την καταβολή διατροφής στη σύζυγο από το σύζυγο στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.

[184] Βλ. ΠΠρωτΧαν 699/1936 με αντικείμενο την παραχώρηση άδειας εκποίησης περιουσίας ανηλίκου: «…Επειδή εν τη υπό κρίσιν αιτήσει εκτίθενται ότι η υπό την πατρικήν εξουσίαν του αιτούντος ανήλικος κόρη του κέκτηται κατά κυριότητα εκ κληρονομίας  της μητρός της τα 3/12 εξ αδιαιρέτου οικίας και οικοπέδου. Επιδιώκεται δι’ αυτής όπως επιτραπή εις τον αιτούντα η εκποίησις των κτημάτων τούτων της ανηλίκου κόρης λόγω αφεύκτου ανάγκης, συνάμα δε και προφανούς ωφελείας, συνισταμένης εις το ότι η κόρη του αύτη είναι μεμνηστευμένη και πρόκειται να έλθη εις γάμον, είναι δε ανάγκη να αγορασθώσιν αυτή τα συνήθη έπιπλα και διάφορα είδη ρουχισμού και υαλικών. ...Δέχεται την υπό κρίσιν αίτησιν. Επιτρέπει εις τον αιτούντα όπως εκποιήση άνευ των διατυπώσεων του πλειστηριασμού τα 3/12 των ενταύθα κτημάτων ανηκόντων κατά το ποσοστόν τούτον εις την υπό την πατρικήν εξουσίαν του αιτούντος ανήλικον κόρην αυτού Θεοπίστην επί τιμήματι ουχί ολιγώτερον των επτά χιλιάδων πεντακοσίων δραχμών και διαθέση το εισπραχθησόμενον τίμημα δια την αγοράν των επίπλων και του ρουχισμού της ρηθείσης κόρης του…».

[185] Βλ. ΠΠρωτΧαν 700/1940 με αντικείμενο την  ακύρωση αποτίμησης προίκας: «…Η άδικος αποτίμησις της προικός δύναται να ακυρωθή τη αιτήση του βλαπτομένου λαμβανομένης υπόψιν της εποχής καθ’ ην συνάπτεται η σύμβασις…Υπολείπεται να αποδείξη η ενάγουσα ότι η δικαία και αληθής αποτίμησις, του προικώου κατά τον χρόνον της συστάσεως της προικός ήτο δραχμών 45000…».

[186] Βλ. ΠΠρωτΧαν 864/1939 με αντικείμενο την αξίωση καταβολής αποζημίωσης/μισθών: «…Το γεγονός ότι η ενάγουσα ευρισκομένη εις την κλινικήν εφόρει λευκόν ένδυμα (μπλούζα) δεν μαρτυρεί αυτό μόνον ότι ηργάζετο επί μισθώ διότι τούτο είναι στοιχειώδες μέτρον υγιεινής δια κλινικήν, είναι δε εν τη εξασκήσει της να εξετέλει η ενάγουσα τας σχετικάς εργασίας εν τη κλινική ως καταθέτουσι και  οι μάρτυρες της εναγούσης χωρίς όμως να καθορίζει ουδείς εξ αυτών υπό ποίας συνθήκας και όρους ηργάζετο, αλλά εκείνο το οποίον δεν αφίνη καμίαν αμφιβολίαν περί του είδους της συμβάσεως είναι η επιστολή της μητρός της εναγούσης προς τον εναγόμενον από 10 Μαρτίου 1938 ην προσάγει ο εναγόμενος νομίμως χαρτοσημανθείσαν και καθ΄ης ουδεμία προβάλλεται αντίρρησις. Εξ αυτής καταφαίνεται ότι η ενάγουσα εστάλη προς τον εναγόμενον ίνα την προστατεύη ως συγγενής, φέρονται δε εν αυτή και τα εξής ‘…είδον να μου γράφετε να σου στείλομε μίαν επιστολήν ως απόδειξη ότι την έχετε άμισθη (την ενάγουσα)… αν την εφέρναμε δια λεπτά θα την εκάναμε συμφωνίαν αλλά εμείς   την φέραμε δια να μάθη ως δικός που είσαι…»

[187] Κάποιες υποθέσεις αφορούσαν στη συνεκδίκαση  αντικειμένων περισσότερων δικαιικών κλάδων.

[188] Βλ.  ΕφΚρ 363/1902, Θέμις ΙΕ΄, σελ. 111 κ.ε. σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση των εναγομένων ότι δεν οφείλουν ποινική ρήτρα επειδή δεν εκπλήρωσαν την κύρια υποχρέωσή τους (καταβολή α΄ δόσεως ) εξαιτίας της έκρηξης της κρητικής επανάστασης που συνέβαλε στη μείωση της αξίας των κτημάτων τους στο Σέλινο, τα οποία προόριζαν προς πώληση ώστε να καταβάλλουν την ως άνω δόση. Κατά την απόφαση, η αδυναμία των εναγομένων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους επειδή μειώθηκε η αξία της περιουσίας τους λόγω της κρητικής επανάστασης, δεν ήταν απόλυτη αλλά σχετική, ενώ απορρίφθηκε ο ισχυρισμός τους ότι η διάψευση της προσδοκίας  και των ελπίδων τους ως προς την πώληση των κτημάτων θα τους απάλλασσε από την πληρωμή των χρεών τους.

[189] Βλ. ΕφΚρ 159/1903, Θέμις ΙΕ΄, σελ. 405 κ.ε.

[190] Βλ. ΕφΚρ 432/1903,  Θέμις ΙΣΤ΄, σελ. 384 σύμφωνα με την οποία «το γήπεδον εφ’ ου ωκοδόμησεν ο ενάγων, δεν είναι γη νεκρά (αδέσποτος) αλλά κείται εντός της κωμοπόλεως Βουκολιών, ούτε δε επί πλέον ως εγκατελελειμμέναι δύνανται να θεωρηθώσιν αι γαίαι ας οι κατέχοντες αυτάς οθωμανοί εγκατέλειπον προσωρινώς…».

[191] Βλ. ΕφΚρ 102/1904, Θέμις ΙΣΤ΄, σελ. 542 κ.ε.

[192] Βλ. ΕφΚρ 46/1919, Θέμις Λ΄, σελ. 614 κ.ε. σύμφωνα με την οποία «τόση δυσπιστία υπάρχει προς το παρελθόν, ώστε ορίζεται ότι εάν το υπολειπόμενον διάστημα είναι μείζον της 5ης, ήτοι εάν υπάρχη νομή επί πενταετίαν μείον ημέρας, καλή πίστις και τίτλος επί τακτικής ή επί 15ετίαν απλή νομή άνευ καλής πίστεως έλασσον ημέρας επί εκτάκτου, ο χρόνος ούτος δεν λογίζεται, εν ω φυσικώτερον ήτο να υπολογίζεται πάντοτε ο τοιούτος χρόνος αρκεί τα πέντε έτη να συνεπληρούντο υπό το κράτος του νέου νόμου...».

[193] Βλ. ΕφΚρ 19/1920 Θέμις ΛΑ΄, σελ. 91 κ.ε σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσι-μος ο λόγος εφέσεως ότι ο μισθωτής δε δικαιούνταν μείωση του μισθώματος επειδή ο λόγος ανώτερης βίας που αναφερόταν στο μισθωτήριο συμβόλαιο δεν περιελάμβανε τη βλάβη των καρπών (διαρπαγή) εξαιτίας της επανάστασης.

[194] Στην απόφαση αναφερόταν ναρκοπέδιο στην περιοχή των Χανίων.

[195] Στην ως άνω απόφαση γινόταν αναφορά στο χωριό Μύρτος Ιεράπετρας που πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς το 1943 και ανοικοδομήθηκε το 1948 από τα κρατικά συνεργεία.

[196] Βλ. ΠΠρωτΧαν 123/1947, ΕφΚρ 28/1948 (ΠρωτΧαν 128/1946), ό.π. Πρόκειται για αποφάσεις που εκδόθηκαν κατά την εκδίκαση της ίδιας υποθέσεως από το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήρια αντίστοιχα σχετικά με την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από την εργοδότρια Τράπεζα. Σύμφωνα με τις ως άνω αποφάσεις για το χαρακτηρισμό ως καταχρηστικής της άσκησης δικαιώματος είναι αδιάφορο ποια βλάβη επέρχεται στα συμφέροντα του υπαλλήλου (οικονομική ή οικογενειακή ή κοινωνική βλάβη) όπως επίσης είναι αδιάφορο αν  υπήρχε πρόθεση βλάβης, αρκεί η συμπεριφορά του δικαιού-χου να καταλήγει σε τέτοια βλάβη. Έτσι, η συμβατική υποχρέωση να τηρούνται οι αρχές της επιείκειας και της καλής πίστης, επιτρέπει  να χαρακτηριστεί αντισυμβατική η άσκηση του δικαιώματος μεταθέσεως της υπαλλήλου παρά την ύπαρξη συμφέροντος της Τράπεζας όταν το δικαίωμα μπορούσε να ασκηθεί με τρόπο που θα προκαλούσε μικρότερη βλάβη. 

[197] Βλ. ΕφΚρ 155/1934, Θέμις ΜΣΤ΄, σελ. 419 κ.ε

[198] Βλ. ΕφΚρ 13/1919, Θέμις Λ΄, σελ. 234κ.ε. Στην  απόφαση για την ερμηνεία της επίμαχης διάταξης, γίνεται επίκληση του άρθρου 343 του Γερμανικού Κώδικα κατά πιστήν αντιγραφήν παραληφθέντος…

[199] Άρθρ. 914 ΑΚ: «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Άρθρ. 1320Κρ.Αστ.Κώδ.: «Ο εκ προθέσεως ή αμελείας προξενήσας βλάβην εις άλλον οφείλει αποζημίωσιν».

[200] Βλ. ΕφΚρ 202/1947, ό.π

[201] Βλ. ΕφΚρ 4/1939, Τάλως Β΄ (1990), Επιτομή Κρητικής Νομολογίας, σελ. 348 κ.ε. Στην απόφαση γίνεται εκτενής και εμπεριστατωμένη αναφορά στις σχετικές διατάξεις της Κρητικής Πολιτικής Δικονομίας για την υποστήριξη της ένστασης εξαιρέσεως των μαρτύρων από την αποδεικτική διαδικασία λόγω τελεσίδικης καταδίκης για κακούργημα ή διακοπής και μη συμπλήρωσης της κατάθεσης του μάρτυρα ή εξαιτίας μη νόμιμης κλήτευσης.

[202] Βλ. ΠΠρωτΧαν 67/2007, κατ’ έφεση (ΕιρΧανίων), Εφετειακή Νομολογία Κρήτης, τ. 3, σελ. 257 κ.ε.

[203] Βλ. ΕφΚρ 432/1903, ό.π. Σύμφωνα με τα άρθρ. 1248 κ.ε του Οθωμαν. Κώδ. αδέσποτα  στα οποία αναγνωρίζεται κυριότητα  με κατάληψη, θεωρούνται τα κοινά πράγματα τα οποία από τη φύση τους προορίζονται για κοινή χρήση όπως ο αέρας, τα ρέοντα ύδατα και τα άγρια ζώα.

[204] Βλ. ΠΠρωτΧαν 68/1915, Θέμις ΚΣΤ΄, σελ. 30 κ.ε.

[205] Βλ. ΕφΚρ  45/1902, Θέμις ΙΔ΄, σελ. 639 κ.ε.

[206] Βλ. ΕφΚρ 19/1920, ό.π.

[207] Βλ. ΑΠ 167/1998 (ΕφΚρ 25/1992, ΠΠρωτΛασηθ 340/1990), Τράπεζα Νομικών Πληροφο-ριών ΔΣΑ.

[208] Βλ. ΕφΚρ 191/2007 (ΜΠρωτΗρακλείου), Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2007, σελ. 147 κ.ε., ΕφΚρ 192/2007 (ΠΠρωτΗρακλείου), Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2007, σελ. 149 κ.ε.

[209] Βλ. ΠΠρωτ Ηρακλ 297/2007, ό.π.

[210] Βλ. ΜΠρωτΗρακλ 146/2011, Αρμενόπουλος 2011, σελ. 938 κ.ε.

[211] Βλ. ΕφΚρ 522/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[212] Βλ. ΑΠ 1437/2007 (ΕφΚρ 544/2000, ΠΠρωτΗρακλ 8/1982), Τράπεζα Νομικών Πληρο-φοριών ΔΣΑ.

[213] Βλ. ΠΠρωτΧαν 79/2005, Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2005, τ.1, σελ. 298 κ.ε.

[214] Βλ. ΕφΚρ 160/1993, Δικηγορικό Βήμα 1993, Β/2,  σελ. 43 κ.ε.

[215] Βλ. ΑΠ 1356/1998 (ΕφΚρ 540/1996, ΠΠρωτΧαν 50/1991), Τράπεζα Νομικών Πληρο-φοριών ΔΣΑ.

[216] Βλ. ΕφΚρ 213/1953, Θέμις ΞΕ΄, σελ. 295 κ.ε: «…ως συναλλακτικά δε ήθη νοούνται οι εν ταις συναλλαγαίς ειθισμένοι τρόποι ενεργείας…» , ΕφΚρ 13/1965, ΕΕΝ 32, 1965, σελ. 426 κ.ε: «…των χρηστών συναλλακτικών ηθών ως ειθισμένων τρόπων ενεργείας εν τη περί ης πρόκειται τοπική περιοχή…», ΕφΚρ 154/1965, ΕΕΝ 1967, σελ. 951 κ.ε: «…των συναλλακτικών ηθών νοουμένων ως ειθισμένων τρόπων συναλλαγής προσιδιαζόντων εις ωρισμένον  επαγγελματικόν κύκλον…», ΕφΚρ  503/2005 (ΠΠρωτΧαν 257/2002), Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2005, σελ. 232 κ.ε.

[217] Βλ. ΕφΚρ 86/1993, Δικηγορικό Βήμα 1993, Β/2,  σελ. 23 κ.ε.

[218] Βλ. ΕφΚρ 291/2005 (ΠΠρωτΧαν 202/2005), Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2005, τ.1, σελ. 178 κ.ε.

[219] Βλ. ΑΠ 456/1979, ΕπΕργΔ 1980, σελ. 27 κ.ε όπου αναφέρεται η ειδικότερη περίπτωση διατάξεων δημόσιας τάξης που αφορούν στα ελάχιστα όρια αμοιβής διπλωματούχων μηχα-νικών, ΑΠ 823/2010 (ΕφΚρ 84/2007, ΠΠρωτΧαν 110/2005), ό.π., ΕφΚρ 196/1995, Δικηγο-ρικό Βήμα Δ/2, σελ. 47 κ.ε. όπου αναφέρεται η ειδικότερη περίπτωση διατάξεων του Αγροτικού Κώδικα, ΕφΚρ 631/2003 (ΜΠρωτΗρακλ 144/2001), Ραδάμανθυς 2008, σελ. 98 κ.ε. όπου αναφέρεται η ειδικότερη περίπτωση διατάξεων περί ελάχιστων ορίων δικηγορικών αμοιβών, ΑΠ 988/2009 (ΕφΚρ 454/2007, ΜΠρωτΗρακλ 412/2006), Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ όπου αναφέρεται η ειδικότερη περίπτωση των διατάξεων του ν. 813/1978.

[220] Βλ. ΕφΚρ 66/1975 (ΠΠρωτΧαν 155/1973), ΕΕΝ 43, σελ. 46 κ.ε. Όπως θα καταδειχτεί παρακάτω από την παράθεση των πραγματικών γεγονότων, ούτε η προστασία της πολύχρονης πραγματικής κατάστασης της οικογενειακής ζωής –έστω και βασισμένης σε άκυρο γάμο- δεν μπόρεσε να στοιχειοθετήσει κατά την κρίση του Δικαστηρίου την εφαρμογή της ΑΚ 281. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα: «…εσφαλμένως απεφάνθη  η συνεκκαλουμένη προδικα-στική απόφασις, καθ΄όσον έδει να απορρίψη την περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώ-ματος προβληθείσαν ένστασιν ως μη νόμιμον και μη ευρίσκουσαν έδαφος εφαρμογής εν τη προκειμένη ώδε περιπτώσει δια τους προεκτεθέντας λόγους και διότι το δικαίωμα του ενάγοντος προς ακύρωσιν του γάμου του ερείδεται επί του κατ’ εξοχήν δημοσίας τάξεως θεσμού της μονογαμίας του καθιερωμένου υπό τε του εφαρμοζομένου εν προκειμένω κατ’ άρθρον 24 Εισαγ. Ν.Α.Κ προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αλλά και των θείων και Ιερών Κανόνων, ως και του συγχρόνου δικαίου (άρθρ. 1354 Α.Κ) επαπειλούντων κατά της δευτερογαμίας  συνι-στώσης ανυπέρβλητον κώλυμα γάμου, ου  μόνον αστικάς, αλλά και ποινικάς κυρώσεις (άρθρ. 283 Π.Ν, άρθρ. 356 Ποιν. Κώδ.) και κατισχύει εν τη προκειμένη περιπτώσει  του τοιούτου της εναγομένης, μη δυνάμενον να αποκλεισθή ως κατατείνον εις ματαίωσιν του Κοινωνικού, Οικογενειακού και Θρησκευτικού σκοπού του γάμου…».

[221] Βλ. ΑΠ 1456/2010 (ΕφΚρ 610/2005, ΜΠρωτΗρακλ 56/2004), Τράπεζα Νομικών Πληρο-φοριών ΔΣΑ σύμφωνα με την οποία μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για χρόνο μικρότερο της παραγραφής καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει ή δεν πρόκειται να ασκηθεί το δικαίωμα εναντίον του έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την  αδράνεια του δικαιούχου δεν αρκεί καταρχήν για να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώ-ματος εκτός αν συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται με προηγούμενη συμπε-ριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας τη στάση του να προκαλεί δυσμενείς και επαχθείς συνέπειες στον υπόχρεο. Ακόμη, ΕφΚρ 631/2003 (ΜΠρωτΗρακλ 144/2001),  ό.π. σύμφωνα με την οποία μόνη η παράλειψη  του δικαιούχου να ασκήσει εν όλω ή εν μέρει  την αξίωσή του ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι η αξίωση δεν πρό-κειται να ασκηθεί, δεν καθιστά την επακολουθήσασα  άσκησή της καταχρηστική, κατά μείζονα δε, λόγο ισχύουν τα ανωτέτω επί αξιώσεων από τις οποίες δεν επιτρέπεται παραίτηση. 

[222] Βλ. ΠΠρωτΛασηθ 242/1953, Αρχείο Νομολογίας 1954, σελ. 402 κ.ε, ΠΠρωτΛασηθ 357/1956, Αρχείο Νομολογίας 1957, σελ. 321 κ.ε.

[223] Βλ. ΜΠρωτΗρακλ 660/2004, Ραδάμανθυς 2005, σελ. 95 κ.ε.

[224] Βλ. ΑΠ  988/2009 (ΕφΚρ 454/2007, ΜΠρωτΗρακλ 412/2006), ό.π.

[225] Βλ. ΟλΑΠ 88/1980, ΕπΕργΔ 39, σελ. 351 κ.ε, ΑΠ 1020/1992, Τράπεζα Νομικών Πληροφο-ριών ΔΣΑ.

[226] Βλ. ΑΠ 1269/1993 (ΠΠρωτΗρακλ 83/5559/963/1991), Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[227] Βλ. ΟλΑΠ 62/1990 (ΕφΚρ 438/1986), ό.π.

[228] Βλ. ΕφΚρ 65/1965, ΕΕΝ  32, σελ. 759 κ.ε, ΕφΚρ 261/1994, Δικηγορικό Βήμα Γ/3, σελ. 33 κ.ε. Εξάλλου, η παράλληλη συνδρομή με την μακροχρόνια αδράνεια και άλλων περιστατικών προκειμένου να εφαρμοστεί η ΑΚ 281 αποτελεί βασική διαφορά της κατα-χρηστικής άσκησης δικαιώματος με το θεσμό της παραγραφής για την οποία (παραγραφή) αρκεί μόνο η πάροδος ορισμένου χρόνου. Βλ. ΕφΚρ 132/1969, Δικαιοσύνη 1970. 

[229] Βλ. ΕφΚρ 112/1964, ΕΕΝ 32, σελ. 852 κ.ε.

[230] Βλ. ΕφΚρ 154/1965, ό.π.

[231]Βλ. ΠΠρωτΛασηθ 287/1949, Θέμις ΞΑ΄ σελ. 496 κ.ε.

[232] Βλ. ΠΠρωτΛασηθ 61/1966, κατ’ έφεση, Αρχείο Νομολογίας 1966, σελ. 430 κ.ε.

[233] Βλ. ΕφΚρ 279/1994, Δικηγορικό Βήμα Γ/3, σελ. 37κ.ε.

[234] Βλ. ΕφΚρ 310/1994, Δικηγορικό Βήμα Γ/3, σελ. 39 κ.ε.

[235] Βλ. ΜΠρωτΗρακλ 385/2002, Ραδάμανθυς 2003, σελ. 117 κ.ε, σύμφωνα με την οποία όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ΑΚ388 ο εκμισθωτής μπορεί να καταφύγει στην προστασία της ΑΚ288 και να ζητήσει αναπροσαρμογή του οφειλόμενου μισθώματος εξαιτίας προβλέψιμων ή απρόβλεπτων περιστάσεων. Ακόμη, ΜΠρωτΧαν 77/1994, Δικηγορικό Βήμα, Γ//2, 1994, σελ. 52 κ.ε, ΜΠρωτΗρακλ 50/2011, Ραδάμανθυς 2011, σελ. 86κ.ε. σύμφω-να με τις οποίες προκειμένου να είναι ορισμένη η αγωγή και να επέλθουν οι συνέπειες της  ΑΚ388, πρέπει να αναφέρονται όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά στα οποία ρητώς ή αλαλήτως οι συμβαλλόμενοι στήριξαν τη σύμβαση, ότι η σύμβαση στηρίχτηκε στα περιστα-τικά αυτά, και επιπλέον, ότι τα τελευταία μετά την κατάρτιση της σύμβασης μεταβλήθηκαν εξαιτίας γεγονότων εκτάκτων και απροβλέπτων τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται επακρι-βώς και ότι  από τη μεταβολή αυτή η παροχή του ενάγοντα σε σχέση με την αντιπαροχή του εναγόμενου κατέστη  υπέρμετρα επαχθής.

[236] Βλ. ΕφΚρ 7/2009 (ΜΠρΧαν 56/2007), Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2009, σελ. 33 κ.ε.

[237] Βλ. ΜΠρωτΗρακλ 385/2002,ό.π.

[238] Βλ. ΜΠρωτΧαν 109/1994,  Δικηγορικό Βήμα, Γ//2, 1994,  σελ. 54 κ.ε.

[239] Βλ. ΕφΚρ 49/1955, Νέον Δίκαιον έτ. 11ο, σελ.  316 κ.ε.

[240] Βλ. ΕφΚρ 13/1965, ό.π.

[241] Βλ. ΕφΚρ 138/1965, ΕΕΝ 1966,  σελ. 366 κ.ε.

[242] Βλ. ΑΠ 343/2008 (ΕφΚρ 193/2006, ΜΠρωτΡεθύμν 3/310/ΜΕΙ/55/2000), Τράπεζα Νομι-κών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[243] Βλ. ΕιρΧαν 26/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[244] Βλ. ΠΠρωτΧαν 196/2005 (κατ’ έφεση επί της ΕιρΚαντάνου 31/2003), Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2005, σελ. 339 κ.ε. όπου γίνεται λόγος και για τη δυνατότητα απόδειξης που παρέχεται στον καταναλωτή μέσα από την προσφυγή στη θεωρία των σφαιρών επιρροής του καθενός από τα διάδικα μέρη ή της προελεύσεως των κινδύνων. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή ο μεν καταναλωτής πρέπει να αποδείξει την ελαττωματικότητα του προϊόντος κατά το χρόνο χρήσεως και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της χρήσεως και της επελθούσας ζημίας, ο δε παραγωγός την έλλειψη αντικειμενικής αθέτησης  των γενικών υποχρεώσεων πρόνοιας, ασφάλειας και ενημέρωσης.

[245] Βλ. ΑΠ 381/2005 ( ΕφΚρ 191/2002, ΜΠρωτΗρακλ 114/2001), Τράπεζα Νομικών Πληρο-φοριών ΔΣΑ.

[246] Βλ. ΠΠρωτΗρακλ 20/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[247]Βλ. ΠΠρωτΡεθύμν 118/2004, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[248] Βλ. ΤρΔιοικΠρωτΗρακλ 186/2005, ό.π.

[249] Βλ. ΕφΚρ 89/1993, Δικηγορικό Βήμα, Νοέμβριος 1993, σελ. 26 κ.ε.

[250] Βλ. ΕφΚρ 101/2007( ΜΠρωτΡεθύμν), Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2007, σελ. 105 κ.ε., στην οποία γίνεται αναφορά στη σχετική ευρωπαϊκή νομοθεσία (Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999), αλλά και στην παγιωθείσα στη νομολογία και θεωρία ερμηνεία του ν. 2112/1920 προκειμένου αυτός να αξιοποιηθεί γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της   ως άνω κοινοτικής Οδηγίας. 

[251] Βλ. ΕφΚρ 64/1993, Δικηγορικό Βήμα, Νοέμβριος 1993, σελ. 18 κ.ε.

[252] Βλ. ΑΠ 1117/2005 (ΕφΚρ 552/2003), Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[253] Βλ. ΜΠρωτΧαν 133/2008, Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2008, σελ. 282 κ.ε.

[254] Βλ. ΜΠρωτΗρακλ 3773/2003 (διαδικασία ασφαλ. μέτρων), Ραδάμανθυς 2004, τ. 4, σελ. 111 κ.ε.

[255] Βλ. ΕφΚρ 94/1990 (ΜΠρωτΧαν 34/1988), Αρμενόπουλος 44, σελ. 855 κ.ε.

[256] Βλ. ΕφΚρ 247/1993, Δικηγορικό Βήμα 1994, Γ/2, σελ. 36 κ.ε.

[257] Βλ. ΕφΚρ 439/1992 (ΜΠρωτΗρακλ 425/1991), Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[258] Βλ ΕφΚρ 317/2009 (ΜΠρωτΧαν 297/2007), Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2009, τ. 5, σελ. 185 κ.ε.

[259] Βλ. ΠΠρωτΗρακλ 254/2007, Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2007, τ. 3, σελ. 442 κ.ε.

[260] Βλ. ΜΠρωτΗρακλ 169/2000, ΕΕμπΔ 2000, σελ. 382 κ.ε.

[261] Βλ. ΜΠρωτΗρακλ 414/2001, ΕΕμπΔ 2002, σελ. 81 κ.ε.

[262] Βλ. ΕφΚρ 5/2009 (ΜΠρωτΧαν 309/2008), Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2009, σελ. 25 κ.ε.

[263] Βλ.  ΜΠρωτΗρακλ 385/2002, ό.π.

[264] Βλ. ΠΠρωτΗρακλ 104/2004, Ραδάμανθυς 2004, σελ. 101 κ.ε. Σημειώνεται, ότι στις εμπο-ρικές, βιομηχανικές και γεωργικές συναλλαγές (άρθρ. 1 ν. 146/1914) η ύπαρξη ανταγωνι-στικής πρόθεσης τεκμαίρεται. Πρόκειται για τεκμήριο πραγματικό, που δεν προβλέπεται από το νόμο αλλά επιβάλλεται από την κοινή αντίληψη ότι, κατά κανόνα, όπου υπάρχει το στοιχείο της ανταγωνιστικής σχέσης,  εκεί θα υπάρχει και πρόθεση ανταγωνισμού. 

[265] Βλ. ΠΠρωτΗρακλ 376/2007, Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2007, σελ. 476 κ.ε.

[266] Βλ. ΜΠρωτΡεθύμν 96/2009, Ραδάμανθυς 2009, σελ. 68 κ.ε.

[267] Βλ. ΕφΚρ 658/2005 (ΜΠρωτΧαν 21/2004), Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2005, σελ. 260 κ.ε.

[268] Βλ. ΑΠ 823/2010, ό.π.

[269] Βλ. ΑΠ 1787/2012 (ΕφΚρ 378/2004, ΠΠρωτΧαν 5/2003), Τράπεζα Νομικών Πληροφο-ριών ΔΣΑ.

[270] Βλ. ΕφΚρ 55/1959, ΕΕΝ 26, σελ. 879 κ.ε. όπου και αναφορά σε σχετικές διατάξεις β/ρωμαϊκού δικαίου, ΕφΚρ 13/1965, ό.π.

[271] Βλ. ΑΠ 823/2010 (ΕφΚρ 84/2007, ΠΠρωτΧαν110/2005), ό.π.

[272] Βλ. ΕφΚρ 228/1993, Δικηγορικό Βήμα 1993, Γ/2, σελ. 32.

[273] Βλ. ΑΠ 613/2007 (ΕφΚρ 312/2004, ΠΠρωτΗρακλ 310/2003), Τράπεζα Νομικών Πληρο-φοριών ΔΣΑ.

[274] Βλ. ΑΠ 638/2012 (ΕφΚρ 413/2009, ΠΠρωτΧαν 49/2005), Τράπεζα Νομικών Πληροφο-ριών ΔΣΑ.

[275] Βλ. ΑΠ 2208/2009 (ΕφΚρ 81/2008), Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[276]Βλ.ΜΠρωτΗρακλ 328/2003 (διαδικασία ασφαλ. μέτρων), Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ, Νομικό Βήμα 52, 2004, σελ.  616 κ.ε.

[277] Βλ. ΑΠ 69/2001 (ΕφΚρ 707/1999, ΜΠρωτΧαν 189/1998), ό.π. Η απόφαση  επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου Κρήτης σύμφωνα με την οποία, απορρίφθηκε  ως εκπρόθεσμος και απαράδεκτος κατά τη διάταξη του άρθρ. 934 παρ.1 α΄ Κ.Πολ.Δ. ο δεύτερος λόγος της ανακοπής για ακυρότητα του πλειστηριασμού, λόγω αντίθεσης του δικαιώματος του αναιρεσί-βλητου προς διενέργεια της ίδιας της πράξεως του πλειστηριασμού στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 Α.Κ. ΄Εκρινε ειδικότερα το Εφετείο ότι η επικαλούμενη αντίθεση στην ΑΚ281 αφορούσε σε ουσιαστικό ελάττωμα του εκτελεστού τίτλου, ώστε έπρεπε να προταθεί εντός 15 ημερών από της εκθέσεως κατασχέσεως.

[278] Βλ. ΜΠρωτΡεθύμν 18/2009, Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2009, σελ. 383 κ.ε.

[279] Βλ. ΜΠρωτΗρακλ 1928/2010 (διαδικασία ασφαλ. μέτρων), Ραδάμανθυς 2010, σελ. 369 κ.ε.

[280] Βλ. ΜΠρωτΗρακλ 146/2011, ό.π. όπου παρατίθεται σχολιασμός σχετικά με την αντίθεση της απόφασης ως προς την αυτοτέλεια της παράβασης της αρχής της αναλογικότητας ως λόγου ανακοπής με την ερμηνεία που προσέδωσε στην ως άνω αρχή η ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 6/2009).

[281] Βλ. ΕφΚρ 104/1900, Θέμις ΙΒ΄, σελ. 30.

[282]  Βλ. ΕφΚρ 45/1902, ό.π.

[283] Βλ. ΕφΚρ 363/1902, ό.π. Σύμφωνα με την απόφαση δεν μπορούσε να εφαρμοστεί το άρθρο 555 του Γαλλικού Κώδικα κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντα αφού δεν υπήρχε αντίστοιχη διάταξη στον Οθωμ. Αστ. Κώδικα.

[284] Βλ. ΕφΚρ 159/1903, ό.π σύμφωνα με την οποία είχε πλήρη εφαρμογή το άρθρο 23 του Εισαγωγικού Νόμου ορίζον ότι «οσάκις εγείρεται διαφορά ορώσα την γένεσιν, διατήρησιν ή απώλειαν δικαιώματος, λόγω μη επιχειρηθείσης εγκαίρως πράξεως ή ενεργείας τινός ένεκα της επαναστάσεως, ο δικαστής αποφασίζει περί αυτής, λαμβάνων υπόψη πάσας τας περιστάσεις, όσαι παρενεβάλλοντο προς επιχείρησιν της πράξεως και οδηγούμενος υπό των αρχών της επιεικείας».

[285] Βλ. ΕφΚρ 102/1904, ό.π.

[286] Βλ. ΕφΚρ 254/1904, Θέμις ΙΣΤ΄, σελ. 575 κ.ε. όπου αναφερόταν και ο σχετικός ν. 479/26.6.1903 σύμφωνα με τον οποίο «αι αγοραπωλησίαι αίτινες μέχρι τούδε κατηρτίσθησαν εν Κρήτη δι’ εντολοδόχου διωρισμένου παρ’ ανηλίκου μουσουλμάνου διαμένοντος εκτός της Κρήτης είναι έγκυροι, εάν ο αγοραστής ηγνόει την ανηλικότητα του εντολέως πωλητού».  Ο ως άνω νόμος κρίθηκε από το Εφετείο ότι δεν ερχόταν σε αντίθεση με το άρθρ. 19 του Συντάγ-ματος για την προστασία της ιδιοκτησίας όπως εσφαλμένα παραδέχτηκε το Πρωτοδικείο. Σύμφωνα με την απόφαση, καθ’ όσον ο νομοθέτης είναι παντοδύναμος και δύναται να προσβάλη κεκτημένα δικαιώματα, η σχετική ρήτρα του Συντάγματος που περιόριζε τη νομο-θετική εξουσία θα έπρεπε να ερμηνευτεί στενά και να μην εφαρμοστεί σε περιπτώσεις καθ’ ας τίθενται κανόνες δικαίου γενικήν έχοντες εφαρμογήν εκ της οποίας εμμέσως προσβάλ-λονται δικαιώματα περιουσιακά.

[287] Βλ. ΕφΚρ 95/1915, Θέμις ΚΣΤ΄, σελ. 339 κ.ε. 

[288] Βλ. ΕφΚρ 13/1919, ό.π., με τη οποία εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση.

[289] Βλ. ΕφΚρ 19/1920, ό.π.

[290] Βλ. ΕφΚρ 39/1920, Θέμις ΛΑ΄, σελ. 232 κ.ε σύμφωνα με την οποία τα ως άνω πραγμα-τικά περιστατικά δεν εδραιώνουν για τον εκκαλούντα συγγνωστήν πλάνην αλλά άμετρον ραθυμίαν και αφροντισίαν αυτού καταλογιστέαν μέχρι σημείου, ώστε να μη θεωρήται νομική πλάνη, διότι ου μόνον δεν παρηκολούθησε μέχρι τέλους την ενώπιόν του εκ μέρους του ταμίου μέτρησιν των 23 χιλιοδράχμων, και όπερ δεν συνάδει προς την κοινήν προσοχήν, αλλά και δεν τα εμέτρησε πάλιν ενώπιον του ταμίου, εάν αμφέβαλλε περί της ακριβείας ή δεν εφανέρωσεν, ως ώφειλεν, αμφιβολίαν όπως γίνη νέα μέτρησις  παρά του ταμίου, και εξαχθή ούτος από την ειλικρινή πεποίθησιν, ήτις ευλόγως εγεννήθη εκ της μετρήσεως και της ανεπιφυλάκτου αποδοχής των χρημάτων μαρτυρούσης ότι τα παραληφθέντα ήσαν όσα και τα μετρηθέντα…

[291] Βλ. ΕφΚρ 59/1928, Θέμις Μ΄, σελ. 383κ.ε. Σημειώνεται ότι στην απόφαση η παραίτηση από το δικαίωμα ανακλήσεως της δωρεάς θεωρήθηκε άκυρη λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη παρά το γεγονός ότι στις σχετικές διατάξεις του Κρ.Αστ.Κώδ. (άρθρ. 1137 κ.ε.) των οποίων έγινε επίκληση, δεν αναφερόταν το αντικειμενικό κριτήριο των χρηστών ηθών.

[292] Βλ. ΕφΚρ 202/1947, ό.π.

[293] Βλ. ΕφΚρ 35/1952, Θέμις ΞΓ΄, σελ. 324 κ.ε.  Η συμφωνία των διαδίκων κρίθηκε ότι είναι σύμφωνος προς την επιβαλλομένην εις τοιούτου είδους συναλλαγάς, συμπεριφοράν εχέφρονος ανθρώπου, αλλά και δεν αντιβαίνει προς τας περί ηθικής ιδέας του εκάστοτε κατά γενικήν αντίληψιν χρηστώς και λογικώς σκεπτομένου κοινωνικού ανθρώπου ούτε έρχεται εις αντίθεσιν προς τον οικονομικόν ή κοινωνικόν σκοπόν του δικαιώματος ώστε να ή παράνομος, διότι η ως άνω σύμβασις και το ατομικόν συμφέρον θάλπει και το γενικώτερον συμφέρον του κοινωνικού συόλου, ότι δε η σύμβασις αύτη δεν θίγει τα υπό του άνω άρθρου επιβαλλόμενα όρια πιστούται και εκ του γεγονότος ότι επί παρεμφερών περιπτώσεων ο νομοθέτης δια πλείστων διατάξεων  αυτού καθώρισε να δίδεται αποζημίωσις εις τον προστατευόμενον υπό του ενοικιοστασίου μισθωτήν, όστις λόγω υπερτέρου δικαιώματος του εκμισθωτού απωθείται του μισθίου στερού-μενος της ως άνω προστασίας…

[294] Βλ. ΕφΚρ 213/1953, ό.π.

[295] Βλ. ΕφΚρ 49/1955, ό.π.

[296] Βλ. ΕφΚρ 112/1964, ό.π.

[297] Βλ. ΕφΚρ 13/1965, ό.π.

[298] Βλ. ΕφΚρ 138/1965, ό.π.

[299] Βλ. ΕφΚρ 154/1965, ό.π.

[300] Βλ. ΟλΑΠ 62/1990 (ΕφΚρ 438/1986), ό.π.

[301] Βλ. ΑΠ 387/1991 (ΕφΚρ 194/1989), Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[302] Βλ. ΕφΚρ 86/1993, ό.π.

[303] Βλ. ΕφΚρ 160/1993, ό.π.

[304] Βλ. ΑΠ 1184/1994, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[305] Βλ. ΕφΚρ 310/1994, ό.π.

[306] Βλ. ΜΠρωτΧαν 77/1994, ό.π.

[307] Βλ. ΜΠρωτΧαν 109/1994, ό.π.

[308] Βλ. ΜΠρωτΧαν 170/1994, Δικηγορικό Βήμα Δ/2, σελ. 49 κ.ε.

[309] Βλ. ΑΠ 750/1995 (ΕφΚρ 385/1990, ΠΠρωτΧαν 277/1988), Τράπεζα Νομικών Πληροφο-ριών ΔΣΑ.

[310] Βλ. ΠΠρωτΗρακλ 468/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[311] Βλ. ΕφΚρ 600/2003, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.         

[312] Βλ. ΜΠρωτΗρακλ 328/2003 (διαδικασία ασφαλ. μέτρων), ό.π.

[313] Βλ. ΑΠ 220/2004 (ΕφΚρ 209/2001, ΠΠρωτΗρακλ 199/2000),  Τράπεζα Νομικών Πληρο-φοριών ΔΣΑ.

[314] Βλ. ΠΠρωτΡεθύμν 118/2004, ό.π. Ακόμη, για την ίδια υπόθεση, βλ. ΜΠρωτΡεθύμν 925/2003 (διαδικασία ασφαλ. μέτρων) σύμφωνα με την οποία για τον προσδιορισμό των χρηστών ηθών προκειμένου να κριθεί παράνομη η συμπεριφορά των εναγόμενων, λήφθηκαν υπόψη οι διατάξεις του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας και το σύνολο των διατάξεων που αφορούσαν στην οργάνωση και λειτουργία του ιατρικού επαγγέλματος.  Από το Δικαστήριο πιθανολογήθηκε η παράνομη συμπεριφορά της καθ’ ης η αίτηση εταιρείας και των καθ’ ων η αίτηση συνεργαζόμενων ιατρών ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, αφού παραπλανούσαν ως προς το είδος και την ποιότητα των παρεχόμενων ιατρικών υπηρεσιών το κοινό που προτιμούσε και εμπιστευόταν περισσότερο οργανωμένους φορείς παροχής ιατρικών υπηρεσιών από μεμονω-μένους ιδιώτες ιατρούς.

[315] Βλ.  ΑΠ 381/2005 (ΕφΚρ 191/2002, ΜΠρωτΗρακλ 114/2001), ό.π.

[316] Βλ. ΕφΚρ 21/2005 (ΜΠρωτΧαν 378/2003), Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2005, σελ. 81 κ.ε.

[317] Βλ. ΠΠρωτΧαν 196/2005 (κατ’ έφεση επί της ΕιρΚαντάνου 31/2003), ό.π.

[318] Βλ. ΜΠρωτΧαν 45/2005, Επιθεώρηση Τραπεζική Αξιογραφικού και Χρημαστιστηριακού Δικαίου, τόμ. 1993-2010, σελ. 406 κ.ε.

[319] Βλ. ΕιρΧαν 116/2005, Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2005, σελ. 485 κ.ε.

[320] Βλ. ΕιρΧαν 26/2006, ό.π.

[321] Βλ. ΑΠ 446/2007 (ΕφΚρ 591/2005, ΜΠρωτΗρακλ 537/2003), Τράπεζα Νομικών Πληρο-φοριών ΔΣΑ. Επιπλέον, για διεκδίκηση ελάχιστων ορίων αμοιβής μηχανικού για ξενοδο-χειακό έργο επίσης στο Ηράκλειο, βλ.  προγενέστερες αποφάσεις του Αρείου Πάγου  στην ίδια κατεύθυνση, ΑΠ 456/1979, τμ. Β΄, ΟλΑΠ 88/1980, παρακάτω, υποσημείωση  417.

[322] Βλ. ΑΠ 1437/2007 (ΕφΚρ 544/2000, ΠΠρωτΗρακλ 8/1982), ό.π.

[323] Βλ. ΠΠρωτΧαν 45/2007, Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2007, σελ. 245 κ.ε.

[324] Βλ. ΠΠρωτΗρακλ 20/2007, ό.π.

[325] Βλ. ΑΠ 343/2008 (ΕφΚρ 193/2006, ΜΠρωτΡεθύμν 3/310/ΜΕΙ/55/2000), ό.π.

[326] Βλ. ΑΠ 859/2008 (ΕφΚρ 23/2005, ΠΠρωτΡεθύμν 28/2002), Τράπεζα Νομικών Πληροφο-ριών ΔΣΑ.

[327] Βλ. ΑΠ 988/2009 (ΕφΚρ 454/2007, ΜΠρωτΗρακλ 412/2006), ό.π.

[328] Βλ. ΕφΚρ 5/2009 (ΜΠρωτΧαν 309/2008), ό.π.

[329] Βλ. ΕφΚρ 7/2009(ΜΠρΧαν 56/2007), ό.π.

[330] Βλ. ΜΠρωτΗρακλ 50/2011, ό.π.

[331] Βλ. ΕφΚρ 135/1883, ΤΑΛΩΣ Β΄, Επιτομή Κρητικής Νομολογίας, σελ. 110 κ.ε

[332] Βλ. ΕφΚρ 432/1903, ό.π.

[333] Βλ. ΕφΚρ 474/1904, Θέμις ΙΣΤ΄, σελ. 31 κ.ε. Στην απόφαση αντιδιαστελόταν η ρύθμιση του αστικού κώδικα με την κρατούσα κατά το ρωμαϊκό δίκαιο αρχή,  σύμφωνα με την οποία «είκει τα επικείμενα τοις υποκειμένοις».

[334] Βλ. ΕφΚρ 256/1906, ΤΑΛΩΣ Β΄, Επιτομή Κρητικής Νομολογίας, σελ. 269.

[335] Βλ. ΠΠρωτ Χαν 68/1915, ό.π.

[336] Βλ. ΕφΚρ 46/1919, ό.π. με σχετικό σχολιασμό. Στην απόφαση υπογραμμιζόταν η νεωτε-ρικότητα και αντίθεση της ισχύουσας ρύθμισης σε σχέση με τη ρύθμιση του ρωμαϊκού δικαίου σύμφωνα με την οποία και η 30ετής ακόμη νομή άνευ καλής πίστεως ένστασιν παρα-γραφής μεν παρέχει ουχί δε κυριότητα.

[337] Βλ. ΕφΚρ 38/1920, ό.π. Σύμφωνα με την απόφαση, το Σύνταγμα του 1907 ηθέλησε να προστατεύση τους μέχρι της συγκροτήσεως αυτού εν καλή πίστει ευρισκομένους τρίτους  από του πρώτου Συντάγματος  του 1899 αγοραστάς, οίτινες αληθώς ποσώς δεν είχον υπ’ όψει μέχρι της 18ης Οκτωβρίου 1906 το εμπράγματο δικαίωμα κατά το ? επί των ως είρηται βακουφικών…

[338] Βλ. ΕφΚρ 155/1934, ό.π.

[339] Βλ. ΕφΚρ 211/1938, Θέμις Ν΄ σελ. 483 κ.ε.

[340] Βλ. ΕφΚρ 44/1947, ό.π.

[341] Βλ. ΠΠρωτΛασηθ 287/1949, ό.π. Στην απόφαση γινόταν αναφορά σε διατάξεις του ρω-μαϊκού και βυζαντινορωμαϊκού δικαίου σχετικά με τη διάκριση των κοινόχρηστων και των κοινών τοις πάσι πραγμάτων και την καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων.

[342] Βλ. ΠΠρωτΛασηθ 242/1953(προδικαστική),  ΠΠρωτΛασηθ 357/1956 (οριστική), ό.π.

[343] Βλ. ΕφΚρ 55/1959, ό.π.. Στην απόφαση, η καταχρηστικότητα της αγωγικής αξίωσης αντιστοιχιζόταν στο δόλο που καταλογιζόταν κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο στον αναζη-τούντα όπερ αναδιδόναι μέλλει(Ν.8 πρ. Π. (44.4), 173 § 3Π (58.8).

[344] Βλ. ΠΠρωτΗρακλ 257/1960, ΕλλΔνη 1961, σελ. 484 κ.ε. Στην απόφαση γινόταν αναφορά και σε προσβολή της δημόσιας τάξης σύμφωνα με το άρθρο 464 Κρητ. Πολ. Δικον. 1903      σε περίπτωση ένωσης στο ίδιο δικόγραφο αγωγών  που αφορούσαν πρόσωπα μη συνδεόμενα με το δεσμό της ομοδικίας, αφού κάτι τέτοιο θα παρεμπόδιζε την ασφαλή και ταχεία απονομή της δικαιοσύνης. Σημειωνόταν δε, ότι η μη τήρηση των σχετικών δικονομικών διατάξεων εξεταζόταν αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο κατά παρέκκλισιν των εν τη λοιπή Ελλάδι κρατούντων.

[345] Βλ. ΠΠρωτΗρακλ 10/1961, ΕλλΔνη 1961.

[346] Βλ. ΠΠρωτΗρακλ 1794/1963, Αρχείον Νομολογίας ΙΣΤ΄, σελ. 57 κ.ε.

[347] Βλ. ΕφΚρ 65/1965, ό.π.

[348] Βλ. ΠΠρωτΛασηθ 61/1966, κατ’ έφεση, ό.π.

[349] Βλ. ΕφΚρ 132/1969, ό.π.

[350] Βλ. ΕφΚρ 216/1987 (ΜΠρωτΗρακλ 73/1986), Τάλως Β΄, Επιτομή Κρητικής Νομολογίας 1990, σελ. 369 κ.ε. Σύμφωνα με την απόφαση, δικαιοπάροχος του ενάγοντα. ήταν η Επιτροπή Μαθητικών Συσσιτίων Περιφέρειας Πεδιάδας στην οποία παραχωρήθηκε το επίδικο ακίνητο με δωρεά από τη μητέρα του εναγόμενου το 1949.

[351] Βλ. ΕφΚρ 121/1990, ό.π.  στην οποία γινόταν αναφορά εκτός από τις διατάξεις του Κρ. Αστ. Κωδ. και στο οθωμανικό δίκαιο 7 Ραμαζάν 1274 έτους εγίρας για το χαρακτηρισμό των γαιών είτε σε μούλκια (όταν ανήκαν σε ιδιώτες)  είτε στις ανήκουσες στο τουρκικό κράτος (δημόσιες/εραζίν-εμιριγιέ, θρησκευτικές/βακούφια ή τζαμικά, κοινοτικές/μετρουκέ, νεκρές/ μεβάτ).

[352] Βλ. ΕφΚρ 2/1993, Δικηγορικό Βήμα 1993, Β/2, σελ. 14.

[353] Βλ. ΕφΚρ 15/1993, Δικηγορικό Βήμα 1993, Β/2, σελ. 20 κ.ε.

[354] Βλ. ΕφΚρ 123/1993, Δικηγορικό Βήμα Νοέμβριος 1993, σελ. 34 κ.ε.

[355] Βλ. ΕφΚρ 212/1993, Δικηγορικό Βήμα 1993, Γ2, σελ. 29 κ.ε.

[356] Βλ. ΕφΚρ 261/1994, Δικηγορικό Βήμα 1994,  Γ3, σελ. 33 κ.ε.

[357] Βλ. ΑΠ 521/1994 (ΕφΚρ 408/1988, ΠΠρωτΧαν 170/1987), Τράπεζα Νομικών πληροφο-ριών ΔΣΑ.

[358] Βλ. ΕφΚρ 196/1995, ό.π. Στην απόφαση γινόταν αναφορά στο ύψος και είδος των τιμημάτων που συμφωνούνταν και καταβάλλονταν κατά τις διαδοχικές μεταβιβάσεις –με ιδιωτικά συμφωνητικά που επικυρώθηκαν με τη διαδικασία της επικύρωσης ανώμαλης δικαιοπραξίας από το Ειρηνοδικείο και Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου: Το 1949 το τίμημα αφορούσε 2.500.000 δραχμές, μετά δύο χρόνια υπερδιπλασιάστηκε ενώ το 1955 το ακίνητο πουλήθηκε έναντι 500 οκάδων ελαιολάδου.  

[359] Βλ. ΑΠ 707/1996 (ΕφΚρ 91/1994, ΜΠρωτΛασηθ 539α /1991), ό.π.

[360] Βλ. ΑΠ 167/1998 (ΕφΚρ 25/1992, ΠΠρωτΛασηθ 340/1990), ό.π. Στην απόφαση γινόταν αναφορά στο είδος του τιμήματος της επίδικης μεταβίβασης που κατά ένα μέρος του αφορούσε ανταλλαγή ακινήτων αφού προσφέρθηκε αγρόκτημα με 18-20 μεγάλα ελαιόδενδρα. 

[361] Βλ. ΑΠ 1356/1998 (ΕφΚρ 540/1996, ΠΠρωτΧαν 50/1991), Τράπεζα Νομικών Πληροφο-ριών ΔΣΑ.

[362] Βλ. ΕφΚρ 117/2003 (ΠΠρωτΧαν 242/1989), Ραδάμανθυς 2008, σελ. 74 κ.ε.

[363] Βλ. ΑΠ 808/2000 (ΕφΚρ 494/1999, ΜΠρωτΧαν 546/1998), Τράπεζα Νομικών Πληρο-φοριών ΔΣΑ.

[364] Βλ. ΑΠ 620/2004 (ΕφΚρ 618/1999, ΠΠρωτΗρακλ 148/1997),  Τράπεζα Νομικών Πληρο-φοριών ΔΣΑ. Στην απόφαση γινόταν αναφορά στον τρόπο κτήσης του επίδικου ακινήτου από τον πρώτο αναιρεσίβλητο που συνίστατο σε ανταλλαγή με άλλο ακίνητο.

[365] Βλ. ΑΠ 1457/2004 (ΕφΚρ 610/1998, ΜΠρωτΧαν 298/1997), Τράπεζα Νομικών Πληροφο-ριών ΔΣΑ.

[366] Βλ. ΕφΚρ 41/2007, Εφετειακή Νομοογία Κρήτης τόμ. 3, σελ. 52 κ.ε.

[367] Βλ. ΠΠρωτΧαν 67/2007 (ΕιρΧανίων), ό.π.

[368] Βλ. ΑΠ 281/2010 (ΕφΚρ 6/2006, ΠΠρωτΧαν 210/2003), Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[369] Βλ. ΑΠ 823/2010 (ΕφΚρ 84/2007, ΠΠρωτΧαν 110/2005), ό.π.

[370] Βλ. ΑΠ 1456/2010 (ΕφΚρ 610/2005, ΜΠρωτΗρακλ 56/2004), ό.π.

[371] Βλ. ΑΠ 638/2012 (ΕφΚρ 413/2009, ΠΠρωτΧαν 49/2005), ό.π.

[372] Βλ. ΕφΚρ 78/1939, ό.π.

[373] Βλ. ΠΠρωτΧαν 123/1947, ό.π, ΕφΚρ 28/1948 (ΠρωτΧαν 128/1946), ό.π.

[374] Βλ. ΕφΚρ 94/1990 ( ΜΠρωτΧαν 34/1988), ό.π.

[375] Βλ. ΑΠ 1020/1992, ό.π.

[376] Βλ. ΕφΚρ 439/1992 (ΜΠρωτΗρακλ 425/1991), ό.π.

[377] Βλ. ΑΠ 1269/1993 (ΠΠρωτΗρακλ 83/1991), ό.π.

[378] Βλ. ΕφΚρ 64/1993, ό.π.

[379] Βλ. Εφ Κρ 153/1993, Δικηγορικό Βήμα, Μάρτιος 1994, σελ. 42 κ.ε.

[380] Βλ. ΕφΚρ 247/1993, ό.π.

[381] Βλ. ΕφΚρ 279/1994, Δικηγορικό Βήμα 1994, Γ/3, σελ. 37 κ.ε.

[382] Βλ. ΕφΚρ 436/1994, Δικηγορικό Βήμα 1994, Δ/1, σελ. 17 κ.ε.

[383] Βλ. ΑΠ 1628/1999, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[384] Βλ. ΜΠρωτΗρακλ 3773/3411/2003 (διαδικασία ασφαλ. μέτρων), ό.π.

[385] Βλ. ΑΠ 1428/2004 (ΕφΚρ 490/2003, ΜΠρωτΡεθύμν 33/286/ΜΕΙ/43/2002), Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[386] Βλ. ΑΠ 1117/2005 (ΕφΚρ 552/2003), ό.π.

[387] Βλ. ΕφΚρ 101/2007 (ΜΠρωτΡεθύμν), ό.π.

[388] Βλ. ΠΠρωτΗρακλ 254/2007, ό.π.

[389] Βλ. ΜΠρωτΧαν 133/2008, .ο.π.

[390] Βλ. ΕφΚρ 317/2009 (ΜΠρωτΧαν 297/2007), ό.π.

[391] Βλ. ΜΠρωτΗρακλ 191/2010, ΕΕργΔ 2010, τ. 69, σελ. 1171 κ.ε.

[392] Βλ. ΠΠρωτΛασηθ 16/1959 κατ΄έφεση (ΕιρΑγ.Νικολάου 40/1957), Νέον Δίκαιον, έτος 16, σελ. 60.

[393] Βλ. ΜΠρωτΗρακλ 169/2000, ό.π.

[394] Βλ. ΜΠρωτΗρακλ 414/2001, ό.π.

[395] Βλ. ΕφΚρ 658/2005 (ΜΠρωτΧαν 21/2004), ό.π.

[396] Βλ. ΜΠρωτΧαν 2549/2005 (διαδ. ασφαλ. μέτρων), Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2005, τ. 1, σελ. 367 κ.ε.

[397] Βλ. ΕιρΧαν 323/2005, Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2005, τ. 1, σελ. 495 κ.ε.

[398] Βλ. ΠΠρωτΧαν 53/2006 κατ’ έφεση (ΕιρΧανίων 2003), Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[399] Βλ. ΠΠρωτΗρακλ 376/2007, ό.π.

[400] Βλ. ΜΠρωτΡεθύμν 96/2009, ό.π.

[401] Βλ. ΕφΚρ 7/1916, Θέμις ΚΖ΄, σελ. 219 κ.ε: «…η επί μοιχεία καταδίκη του ετέρου των συζύγων δημιουργεί λόγον διαζυγίου, αλλά μόνον υπέρ του αθώου συζύγου, ουδέ πόρρωθεν διαννοηθέντος ποτέ του νομοθέτου να προσδώση τοιούτο δικαίωμα λύσεως του γάμου εις τον αμαρτήσαντα σύζυγον δυνάμενον ούτω να επιτύχη την τυχόν επιδιωκομένην διάλυσιν του συζυγικού δεσμού δι΄ιδίας κακοήθους πράξεως…».

[402] Βλ. ΕφΚρ 43/1929, Θέμις Μ΄, σελ. 740 κ.ε.

[403] Βλ. ΕφΚρ 87/1947, Θέμις ΝΒ΄, σελ. 345 κ.ε. Επισημαίνεται η πρόσφατη σχετικά με τη χρονολογία της απόφασης,   θέση σε ισχύ του ΑΚ ώστε να πρόκειται για απόφαση από τις πρώτες αποφάσεις και μάλιστα σε δεύτερο βαθμό που εφάρμοσαν το οικογενειακό δίκαιο κατά τον ΑΚ. Η απόφαση έκανε αναφορά και στο προγενέστερο οικογενειακό δίκαιο που στην Κρήτη ήταν διαφορετικό από την υπόλοιπη Ελλάδα (ν. 276/1900).

[404] Βλ. ΕφΚρ 66/1975 (ΠΠρωτΧαν 155/1973), ό.π. Η απόφαση παρουσιάζει ενδιαφέρον πέρα από τη νομική κρίση και τις ιδεολογικές αναφορές και ως προς την αλληλουχία των πραγματικών γεγονότων. Συγκεκριμένα, ο πρώτος γάμος τελέστηκε το 1938 στα Χανιά και διήρκεσε μέχρι το 1970, ημερομηνία θανάτου της συζύγου στα Περιβόλια Κυδωνίας. Ο δεύτερος γάμος τελέστηκε το 1945 μετά την έκδοση νομότυπης άδειας γάμου από την Αρχι-επισκοπή Αθηνών. Η οικογένεια που προήλθε από το δεύτερο γάμο εγκαταστάθηκε και διέμενε για πολλά χρόνια, μέχρι την άσκηση της αγωγής, στην ίδια περιοχή, στο χωριό Χωστή Κυδωνίας. Παρόλ’ αυτά και με συνεκτιμώμενη τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα του ενά-γοντα, δεν υπήρξε καμία αντίδραση για πολλά χρόνια από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον,  αλλά απεναντίας,  ανοχή στην ιδιότυπη οικογενειακή κατάσταση.

[405] Βλ. ΕφΚρ 89/1993, ό.π.

[406] Βλ. ΕφΚρ 522/2007, ό.π.

[407] Βλ. ΠΠρωτΡεθύμν 21/2007, Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2007, τ. 3 σελ. 481 κ.ε.

[408] Βλ ΕιρΧαν 412/1994, Δικηγορικό Βήμα Δ/1, σελ. 47 κ.ε.

[409] Βλ. ΑΠ 613/2007 (ΕφΚρ 312/2004, ΠΠρωτΗρακλ 310/2003), ό.π.

[410] Βλ. ΑΠ 2208/2009 (ΕφΚρ 81/2008), ό.π.

[411] Βλ. ΜΠρωτΡεθύμν 18/2009, ό.π.

[412] Βλ. ΜΠρωτΗρακλ 1928/2010 (διαδικασία ασφαλ. μέτρων), ό.π.

[413] Βλ. ΜΠρωτΗρακλ 146/2011, ό.π.

[414] Βλ. Απόφαση Προέδρου Πρωτοδικών Ηρακλείου 32/1940, ΕΕΝ Ζ΄, σελ. 229 κ.ε.

[415] Βλ. Απόφαση Προέδρου Εφετών Κρήτης 5/1940, ΕΕΝ Ζ΄, σελ. 264 κ.ε.

[416] Βλ. ΠΠρωτΛασηθ 6/1959, ΕΕΝ 1960, σελ. 459 κ.ε.

[417] Βλ. ΑΠ 19/59 (Πρδρ.) και 21/59 (Πρδρ.), σημείωση στην ΠΠρωτΛασηθ 6/1959, ό.π. Σημειώνεται η μεταγενέστερη στροφή της νομολογίας του Αρείου Πάγου  προς την αποδοχή της δυνατότητας καταχρηστικής ασκήσεως και δικαιωμάτων που πηγάζουν από διατάξεις δημόσιας τάξης, όπως στην περίπτωση διεκδίκησης ελάχιστων ορίων αμοιβών μηχανικών. Ενδεικτικά αναφέρονται οι ΑΠ 456/1979, τμ. Β΄, ΕπΕργΔ 39, σελ. 27 κ.ε , ΟλΑΠ 88/1980 ό.π. οι οποίες αφορούσαν στην ίδια υπόθεση, διεκδίκησης ελάχιστων ορίων αμοιβών πολιτι-κού μηχανικού για τη μελέτη, σύνταξη και επίβλεψη εργασιών σχετικά με την ανέγερση ξενοδοχείου στο Ηράκλειο. Κρίθηκε ότι υπερέβαινε  προφανώς τα όρια της καλής πίστης και των χρηστών ηθών  η μετά δεκαετία αξίωση του αναιρεσίβλητου  για τη νόμιμη ελάχιστη αμοιβή του από την αναιρεσείουσα εταιρεία και ενώ είχε διαβεβαιώσει την τελευταία ότι η χαμηλότερη αμοιβή την οποία είχαν συμφωνήσει υπερκάλυπτε τα υπό του νόμου προβλε-πόμενα ελάχιστα όρια. 

[418] Βλ. ΕφΚρ 631/2003 (ΜΠρωτΗρακλ 144/2001), ό.π. σύμφωνα με την οποία η ΑΚ281 εφαρμοζόταν και σε αξιώσεις που στηρίζονταν  στις δημοσίας τάξεως διατάξεις  του Κώδικα περί Δικηγόρων που προέβλεπαν ακυρότητα της συμφωνίας για λήψη αμοιβής κατώτερης από τα ελάχιστα όρια αμοιβών. Η ως άνω δικηγορική αμοιβή δεν μπορούσε να μειωθεί  κάτω από τα ελάχιστα όρια για λόγους που σχετίζονταν με το μεγάλο όγκο των υποθέσεων ή τη μη σπουδαία απασχόληση του δικηγόρου.

[419] Βλ. ΑΠ 212/2004 (ΤρΕφΚρ 149/2003), Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[420] Βλ. ΑΠ 1437/1999 (ΕφΚρ 719/1997, ΠΠρωτΗρακλείου), Αρχείο Νομολογίας Ν΄, σελ. 789 κ.ε.

[421] Βλ. ΕφΚρ 291/2005 (ΠΠρωτΧαν 202/2005), ό.π.

[422] Πρόκειται για τις αποφάσεις, ΠΠρωτΗρακλ 272/1984, ΑρχΝομ ΛΣΤ΄, σελ. 678 κ.ε, ΠΠρωτΗρακλ 87/1986, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ, ΕφΚρ 354/1987, ΑρχΝομ ΛΗ΄, σελ. 408 κ.ε.

[423] Βλ. ενδεικτικά, ΠΠρωτΗρακλ 230/1983 με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση της προσω-ρινής διοικήσεως του σωματείου ‘ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΚΡΗΤΗΣ’ και επί της οποίας ασκήθηκε τριτανακοπή από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης λόγω αντίθεσης προς τας περί θρησκείας, προσηλυτισμού, χρηστών ηθών και δημοσίας τάξεως διατάξεις του Συντάγματος και του νόμου, αλλά και πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της τριτανακοπής από την Εκκλησία της Ελλάδος. Ακόμη, ΔιοικΠρωτΑθ 7941/1982 με την οποία κρίθηκε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αποτελούν γνωστή θρησκεία και το ελληνικό τμήμα της οργάνωσης δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα ώστε να τύχει μερικής απαλλαγής φόρου μεταβιβάσεως κατά την αγορά ακινήτου, ΟλΝΣΚ 919/1970. Από πλευράς διοικητικής αντι-μετώπισης βλ. Υ.Φ. ΙΑ 166/15.2.1983 έγγραφο της Γεν.Γραμματείας Τύπου και Πληροφο-ριών για την παροχή ατέλειας τυπογραφικού χαρτιού για τις εκδόσεις της Οργάνωσης ‘ΣΚΟΠΙΑ’ και ‘ΞΥΠΝΑ’, έγγραφο Φ. 077/Α/2703/21.10.1980 του Υπ. Εθν. Παιδείας και θρησκευμάτων για την παροχή άδειας ίδρυσης ‘Ευκτηρίου Οίκου των Μαρτύρων του Ιεχωβά’.

[424] Προς επίρρωση της ως άνω επιχειρηματολογίας, το Δικαστήριο χρησιμοποίησε το υποθε-τικό παράδειγμα της σύστασης σωματείου αποφυλακιζομένων κλεπτών οι οποίοι ιδρύουν σωματείο με σκοπό τη διάδοση και ανάπτυξη των μεθόδων κλοπής, διότι είναι ήδη από της συστάσεώς του γνωστός ο παράνομος και αθέμιτος σκοπός, ώστε και σε αυτήν την περίπτωση να εφαρμοζόταν η μη αναγνώριση του σωματείου.

[425]  Ήδη έχει προστεθεί ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 4Σ σύμφωνα με την οποία η διάταξη της παρ. 6 δεν αποκλείει να προβλέπεται με νόμο η υποχρεωτική προσφορά άλλων υπηρεσιών, εντός ή εκτός των ενόπλων δυνάμεων (εναλλακτική θητεία), από όσους έχουν τεκμηριωμένη αντίρρηση συνείδησης για την εκτέλεση ένοπλης ή γενικά στρατιωτικής υπηρεσίας.

[426] Βλ. ΕφΚρ 191/2007, ό.π.

[427] Βλ. ΕφΚρ 192/2007, ό.π.

[428] Βλ. ΠΠρωτΧαν 79/2005, ό.π.

[429] Βλ. ΑΠ 1787/2012 (ΕφΚρ 378/2004, ΠΠρωτΧαν 5/2003), ό.π.

[430] Βλ. ΕφΚρ 98/1931, Θέμις ΜΒ΄, σελ. 807 κ.ε

[431] Βλ. ΠΠρωτΗρακλ 1021/1965, ΕλλΔνη 1965, σελ. 725 κ.ε.  Η απόφαση αναφέρθηκε και στο προγενέστερο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο η αρχή του οποίου περί συναινέσεως του παθόντος (nula injuria est quae in volentem fiat,  Ν. 1§5 Πανδ. 47.10) υιοθετούνταν και από τον ΑΚ.

[432] Βλ. ΕφΚρ 78/1976 (ΜΠρωτΗρακλ 33/1975), ΕΕΝ 44, σελ. 567 κ.ε.

[433] Βλ. ΕφΚρ 503/2005 (ΠΠρωτΧαν 257/2002), ό.π.

[434] Βλ. Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 2005, τ. 1, σελ. 512 κ.ε.

[435] Βλ. Ραδάμανθυς 2004, τ. 4, σελ. 145 κ.ε.

[436] Σε παρένθεση αναφέρονται στοιχεία (δικαστήριο, αριθμός) της αναιρεσιβαλλόμενης ή εκκαλούμενης  απόφασης εφόσον υπήρχε σχετική καταγραφή στο κείμενο της απόφασης του Αρείου Πάγου ή της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.

 

 

Γνωριμία - Σκοπός - Δραστηριότητες - Προγράμματα

Τάλως - Μέγαρο Ι.Κ.Δ. - Τα νέα του Ι.Κ.Δ. - Κεντρική Σελίδα  - Ισχύουσα Νομοθεσία περί Κρήτης